Ὁ Ἅγιος Προκόπιος, ἔζησε καὶ μεγάλωσε τὰ χρόνια ποὺ αὐτοκράτορας τῶν Ρωμαίων ἦταν ὁ Διοκλητιανός. Ὁ πατέρας του, ὁ Χριστοφόρος, ἦταν εὐσεβὴς ἄνθρωπος, σὲ ἀντίθεση μὲ τὴν μητέρα του ποὺ πίστευε στὰ εἴδωλα. Μετὰ τὸν θάνατο τοῦ πατέρα του, ἡ μητέρα του τὸν πῆγε στὸν αὐτοκράτορα, ὁ ὁποῖος τὸν ἔκανε ἡγεμόνα τῆς πόλης τῶν Ἀλεξανδρέων καὶ τοῦ ἔδωσε ἐντολὴ νὰ καταδιώκει καὶ νὰ βασανίζει τοὺς χριστιανούς.
Ἔτσι ὁ Προκόπιος ξεκίνησε γιὰ τὴν Ἀλεξάνδρεια. Κατὰ τὴν πορεία του ὅμως, ξαφνικὰ ἄρχισαν νὰ πέφτουν ἀστραπὲς καὶ βροντὲς καὶ ταυτόχρονα ἄκουσε φωνὴ νὰ τὸν καλεῖ μὲ τὸ ὄνομά του, ποὺ τὸν ἀπειλοῦσε μὲ θάνατο ἐπειδὴ θὰ κατεδίωκε τοὺς χριστιανοὺς καὶ ταυτόχρονα καὶ τὸν Ἀληθινὸ Θεό. Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ γεγονὸς ὁ Προκόπιος παρακάλεσε Ἐκεῖνον ποὺ τοῦ μιλάει νὰ τοῦ φανερωθεῖ περισσότερο γιὰ νὰ δεῖ ποιὸς εἶναι. Τότε ἐμφανίστηκε μπροστὰ του ἕνας Σταυρὸς ἀπὸ κρύσταλλο καὶ ἀκούστηκε μία φωνὴ νὰ τοῦ λέει: «Ἐγὼ εἶμαι ὁ Ἐσταυρωμένος Υἱὸς τοῦ Θεοῦ». Μετὰ ἀπὸ αὐτὸ τὸ θαῦμα πίστευσε καὶ ἔγινε χριστιανός.
Λίγο ἀργότερα ἐπιστρέφοντας ἀπὸ νικηφόρα ἀποστολὴ κατὰ τῶν Σαρακηνῶν, ἡ μητέρα του προσπάθησε νὰ τὸν πείσει νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Κατάλαβε ὅμως ὅτι εἶχε γίνει χριστιανὸς καὶ τὸν πρόδωσε στὸν αὐτοκράτορα. Ἐκεῖνος διέταξε τὸν ἡγεμόνα τῆς Καισαρείας Οὔλκιο νὰ τὸν ἀνακρίνει. Αὐτὸς τὸν χτύπησε πολὺ μέχρι λιποθυμίας καὶ μετὰ τὸν ἔκλεισε στὴν φυλακή. Μὲ τὴν χάρη τοῦ Κυρίου ὅμως οἱ πληγὲς ἐπουλώθηκαν καὶ ἀπελευθερώθηκε ἀπὸ τὰ δεσμά.
Στὴν συνέχεια ὁδηγήθηκε στὸ ναὸ τῶν εἰδώλων ὅπου μὲ τὴν προσευχή του κατάφερε καὶ συνέτριψε τὰ εἴδωλα. Τὸ
θαῦμα αὐτὸ εἶχε ὡς ἀποτέλεσμα νὰ πιστεύσουν σὲ αὐτὸν πολλοὶ, ἀνάμεσά
τους καὶ ἡ μητέρα του. Ἀμέσως δόθηκε ἐντολὴ νὰ ἀποκεφαλιστοῦν ὅλοι ὅσοι
εἶχαν πιστεύσει. Μετὰ ἀπὸ αὐτό, δόθηκε ἐντολὴ νὰ γίνουν φρικτὰ
βασανιστήρια στὸν Προκόπιο. Ὁ Ἅγιος ὑπέμενε μὲ πάρα πολὺ μεγάλη καρτερία
ὅλα αὐτὰ καὶ μάλιστα κατάφερνε νὰ τὰ ξεπερνάει μὲ τὴν βοήθεια τοῦ Θεοῦ.
Τέλος δόθηκε ἐντολὴ νὰ τὸν ἀποκεφαλίσουν καὶ ἔτσι παρέλαβε τὸ στεφάνι τῆς αἰωνίου ζωῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἀγρευθεὶς
οὐρανόθεν πρὸς τὴν εὐσέβειαν, κατηκολούθησας χαίρων ὥσπερ ὁ Παῦλος
Χριστῷ, τῶν Μαρτύρων καλλονὴ Μάρτυς Προκόπιε· ὅθεν δυνάμει τοῦ Σταυροῦ,
ἀριστεύσας εὐκλεῶς, κατῄσχυνας τὸν Βελίαρ· οὗ τῆς κακίας ἀτρώτους, σῶζε
τοὺς πόθῳ σε γεραίροντας.
Κοντάκιον Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Τῷ
ζήλῳ Χριστοῦ, τῷ θείῳ πυρπολούμενος, καὶ τῇ τοῦ Σταυροῦ, ἰσχύϊ
συμφραξάμενος, τῶν ἐχθρῶν τὸ φρύαγμα, καὶ τὸ θράσος καθεῖλες Προκόπιε,
καὶ τὴν Ἐκκλησίαν ὕψωσας, τῇ πίστει προκόπτων καὶ φωτίζων ἡμᾶς.
Μεγαλυνάριον.
Κλήσει
οὐρανίῳ ἀκολουθῶν, φερωνύμως Μάρτυς, καὶ προκόπτων ἀθλητικῶς, σύμμορφος
ἐδείχθης, τοῦ σοὶ καθαροθέντος, Προκόπιε θεόφρον, ἀθλήσας ἄριστα.