Τοῦ Σεβ. Μητροπολίτου Μάνης κ. Χρυσοστόμου Γ'.
Μετέστη (Πέμπτη, 28 Ἰουλίου 2022) «εἰς τάς αἰωνίους μονάς», ὁ ἐξαίρετος ὁμότιμος καθηγητής τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν, Γεώργιος Ἀντ. Γαλίτης, πλήρης ἡμερῶν, κορυφαία καί ἀξιοσέβαστη προσωπικότητα τῆς θεολογικῆς ἐπιστήμης, τῆς παλαιᾶς ἐκείνης ἀρίστης γενιᾶς.
Ὁ καθηγητής Γαλίτης γεννήθηκε στό Βόλο τό 1926 ἀπό εὐσεβεῖς γονεῖς καί μάλιστα ὁ πατέρας του ὑπῆρξε Δικαστής καί λόγιος ἀνήρ, ὁ ὁποῖος πρῶτος αὐτός ἔδωκε τήν «Φιλοκαλία» (5 τόμοι) σέ νεοελληνική ἀπόδοση. Τό ἔτος 1950 ὁ ἀείμνηστος καθηγητής κατέστη πτυχιοῦχος τῆς Θεολογικῆς Σχολῆς τοῦ Πανεπιστημίου Ἀθηνῶν καί τά κατοπεινά χρόνια σπούδασε στά Πανεπιστήμια Marburg, Bonn, Mainz καί Innsbruck. Οἱ ἐπιστημονικές διατριβές του ἔχουν τά κάτωθι θέματα: «Ἡ χρῆσις τοῦ ὅρου ἀρχηγός ἐν τῇ Κ. Διαθήκῃ, Ἀθῆναι 1960 (διατριβή ἐπί διδακτορίᾳ) καί «Χριστολογία τῶν λόγων τοῦ Πέτρου ἐν ταῖς Πράξεσι τῶν Ἀποστόλων» Ἀθῆναι 1963 (διατριβή ἐπί ὑφηγεσίᾳ). Ἔγραψε σημαντικά ἔργα πανεπιστημιακοῦ ἐπιπέδου ὡς καί πλεῖστα δοκίμια καί ἄρθρα. Τά πλέον σπουδαῖα συγγράμματά του εἶναι: «Ἡ πρός Τίτον Ἐπιστολή – Εἰσαγωγή – Ὑπόμνημα», Ἀθῆναι 1978 καί «Ἑρμηνευτικά τῆς Καινῆς Διαθήκης» Πανεπιστημιακές Παραδόσεις, Θεσ/κη 1984. Μετέσχε σέ πολλά συνέδρια Βιβλικῆς Θεολογίας καί εἰδικότερα τῆς Ἑρμηνείας τῆς Καινῆς Διαθήκης καί ὑπῆρξε μέλος πολλῶν ἐπιτροπῶν διαλόγου τῆς Ἐκκλησίας (Οἰκουμ. Πατρ., Πατρ. Ἱεροσολύμων, Ἐκκλησίας τῆς Ἑλλάδος) μετά τῶν ἄλλων δογμάτων. Ἐκτός ἀπό τίς Θεολογικές Σχολές Ἀθηνῶν καί Θεσσαλονίκης δίδαξε καί στό Πανεπιστήμιο τοῦ Μονάχου, στή Ράλλειο Παιδαγωγική Ἀκαδημία, στό Μαράσλειο Διδασκαλεῖο καί τήν Ἀνωτ. Ἐκκλησιαστική Ἀκαδημία Ἀθηνῶν. Ἀφυπηρέτησε ἀπό τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν τό ἔτος 1994. Νυμφεύθηκε τήν Ζαφειρία Σταυρακάκη καί ἀπέκτησε τρεῖς θυγατέρες, τήν Γιούλη, τήν Πέλη καί τήν Λυδία.
*
Ὁ ἀείμνηστος καί ἀγαπητός καθηγητής ἦταν ὑπόδειγμα ἀκλονήτου ὀρθοδόξου χριστιανικῆς πίστεως, ἀφοσιωμένος στήν ἑρμηνεία τῆς Καινῆς Διαθήκης, ἀκριβής ἐπιστήμων, ἄριστος γνώστης τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας καί φυσικά καί ξένων γλωσσῶν, πάντοτε πρᾶος, ἤρεμος, εὐγενής, μέ ἦθος ἀληθοῦς εὐσεβείας, χριστιανός στήν πράξη μέ ἔργα φιλανθρωπίας καί ἐλεημοσύνης, ἄγνωστα σέ πολλούς. Ὅπου ὑπηρετοῦσε, κυριολεκτικά, ἄφηνε τήν αἴσθηση τοῦ σοβαροῦ ἐπιστήμονος, τοῦ αὐθεντικοῦ χριστιανοῦ, τοῦ ὁσίου ἀνδρός. Ἀγαποῦσε τά μέγιστα τήν Ἐκκλησία καί τίς Ἱερές Μονές καί ἀγωνιζόταν γιά τήν στήριξη τῆς δογματικῆς ἀληθείας καί τῆς Ἱερᾶς Παραδόσεως. Στούς ἐπισήμους μάλιστα διορθοδόξους καί διαχριστιανικούς διαλόγους, ὅλοι ζητοῦσαν τίς ὁδηγίες καί τίς θεολογικές συμβουλές του. Ὑπῆρξε ἔξοχος καί βαθύς ἑρμηνευτής χωρίων τῆς Κ. Διαθήκης, μέ ἰδιαίτερη ἔμφαση στή Χριστολογία, καθ' ὅτι ἀγαπημένα του θέματα ἦταν ὁ Χριστός καί ἡ Ἐκκλησία Του καί κατ' ἐπέκτασιν ἡ ὀρθόδοξη πνευματική ζωή. Εἰδικότερα, μέ τήν διδασκαλία του, μᾶς ἐμύησε στήν κατανόηση τῶν λεπτοτάτων ἀλλ' οὐσιαστικῶν διαφορῶν, λέξεων, ὅρων καί φράσεων τῆς θεολογίας ὡς π.χ. ἄλλο ἐνσάρκωσις καί ἄλλο σάρκωσις τοῦ Υἱοῦ καί Λόγου τοῦ Θεοῦ ἤ ἄλλο μετουσίωσις καί ἄλλο μεταβολή τοῦ Ἄρτου καί τοῦ Οἴνου σέ Σῶμα καί Αἷμα Χριστοῦ, ἤ τήν ἐπισήμανση τῆς φράσεως «ἀρνίον ἑστηκός ὡς ἐσφαγμένον» καί ὄχι ἁπλῶς ἐσφαγμένον, στό βιβλίο τῆς Ἀποκαλύψεως. Εἶναι δέ πολύ χαρακτηριστικό, ὅτι τήν διδασκαλία τῆς Θεολογίας, τήν θεωροῦσε ὡς λειτουργία καί διακονία ἐν Χριστῷ στόν χῶρο τῆς Ἐκκλησίας καί τῆς Ἐπιστήμης καί χωρίς καμμία ἀλαζονεία, μιλοῦσε πάντοτε γιά «ψελλίσματα νηπίου» ἐκ μέρους τῶν ἀνθρώπων, ἀναφορικά μέ τό ὕψος καί βάθος πού κρύπτεται στήν οὐσία τῆς θεολογίας, ἔχοντας τήν ἐπίγνωση τοῦ χωρίου τοῦ ἁγίου Γρηγορίου τοῦ Θεολόγου, ὅτι θεολογία εἶναι τό, «ἀεί Θεόν κτᾶσθαι καί γενέσθαι κτῆμα Θεοῦ».
Οἱ προσωπικές μου, μάλιστα, ἐντυπώσεις καί ἀναμνήσεις ἀπό τήν συνεργασία μας στήν Ἐπιτροπή Θεολογίας τῆς Ἱ. Ἀρχιεπισκοπῆς Ἀθηνῶν, ἡ ὁποία εἶχε συσταθεῖ ἐπί ἀειμνήστου Ἀρχιεπισκόπου κυροῦ Χριστοδούλου, τυγχάνουν ἄριστες, γιά τήν ἐμβρίθεια, πολυμάθεια, σύνεση καί ἐμμονή εἰς τά τῆς ὀρθοδόξου πίστεως θέσμια. Ἀλλά καί ἡ ἄλλη συνεργασία μας, ἐπί σειράν ἐτῶν, στό παλαίφατο καί ἱστορικό περιοδικό «Ἀνάπλασις», ὅπου διετέλεσε Διευθυντής ἀπό τό ἔτος 1987 μέχρι τό 2014, ὑπῆρξε ἐξόχως καθοδηγητική καί ἀρίστη.
Μάλιστα, στά γραφεῖα τοῦ ἐν λόγῳ περιοδικοῦ λειτουργοῦσε καί συντόνιζε γιά ἀρκετά χρόνια καί Θεολογικό Σεμινάριο μέ τά μέλη τοῦ ὁποίου πραγματοποιοῦσε καί προσκυνηματικές ἀποστολές, ὅπως Ἱεροσόλυμα, Ρουμανία, Ρώμη, Πάτμο, Κρήτη καί ἀλλαχοῦ. Τό ἴδιο, θεολογικές καί πνευματικές συζητήσεις εἶχε καί στήν οἰκία του μέ ἐκλεκτούς συνομιλητές καί ἐπισκέπτες. Ἐπί πλέον, ἡ ἐπικοινωνία του καί συνεργασία μέ τόν πνευματικό του πατέρα, τόν π. Συμεών Κραγιόπουλο, ἦταν λίαν ἐποικοδομητική. Ἀξίζει νά ὑπογραμμισθεῖ ὅτι τό ἔτος 2006, τό Πανεπιστήμιο Ἀθηνῶν, τοῦ ἐπέδωσε τιμητικό Τόμο πρός ἀναγνώριση τοῦ ἔργου, ὅπου ὑπάρχουν σ' αὐτόν, ἀξιόλογες μελέτες, ὡς ἐπίσης καί τό Πανεπιστήμιο Βουκουρεστίου τόν ἀνεκήρυξε διδάκτορα.
*
Τά τέλη του ἦταν πάνυ χριστιανικά καί εἰρηνικά. Ἤδη, ἡ ἐκλεκτή ψυχή του εὑρίσκεται στά σκηνώματα τοῦ Θεοῦ «ἐν οὐρανῷ μετά τῶν ἁγίων καί δικαίων». Ἰσχύει, ἐν προκειμένῳ, σ' ἀπόλυτο βαθμό γιά τόν ἀείμνηστο πανεπιστημιακό δάσκαλό μας Γεώργιο Γαλίτη, ὁ παύλειος λόγος: «Ἐάν τε οὖν ζῶμεν, ἐάν τε ἀποθνήσκωμεν τοῦ Κυρίου ἐσμέν» (Ρωμ. ιδ', 8).
Αἰωνία του ἡ μνήμη.