Ἦταν ὑπόδειγμα κάθε ἀρετῆς καὶ ἰδιαίτερα τῆς ἀγαθοεργίας. Ἔζησε τὸν 8ο αἰώνα μ.Χ. στὴν πόλη Ἀμνεία τῆς Παφλαγονίας, καὶ τοὺς γονεῖς του ἔλεγαν Γεώργιο καὶ Ἄννα.
Παντρεύτηκε τὴν Θεοσεβῶ καὶ ἀπόκτησε τρία παιδιά. Ἕνα γιό, τὸν Ἰωάννη, καὶ δυὸ κόρες, ποὺ τὴν πρώτη ἔλεγαν Ὑπατία καὶ τὴν δεύτερη Εὐανθία.
Ὁ Φιλάρετος ἦταν γεωργὸς καὶ ἀπὸ τὰ εἰσοδήματά του, πλουσιοπάροχα μοίραζε ἐλεημοσύνη στοὺς φτωχούς. Πεινασμένο ἔβρισκε; τὸν χόρταινε. Γυμνό; τὸν ἕντυνε. Χήρα καὶ ὀρφανό; βοηθοῦσε καὶ παρηγοροῦσε.
Ἀλλὰ ὁ Θεὸς ἐπέτρεψε καὶ ὁ Φιλάρετος κάποτε κατάντησε πολὺ φτωχός. Ὅμως καὶ σ’ αὐτὴ τὴν κατάσταση ὁ Ἅγιος του Θεοῦ, ἔδειξε θαυμαστὴ καρτερία ὅπως ὁ Ἰώβ, καὶ συνέχισε νὰ ἀγαθοεργεῖ μέχρι ὑπερβολῆς.
Καὶ ὁ Θεὸς ποὺ εἶδε τὴν ἀσυναγώνιστη πίστη του οἰκονόμησε μὲ τὴν πρόνοιά Του, ὥστε ὁ Κωνσταντῖνος, ὁ γιὸς τῆς βασίλισσας Εἰρήνης, νὰ πάρει γιὰ γυναίκα του τὴν ἐγγονὴ τοῦ Ἁγίου, Μαρία, ἐπειδὴ ἦταν πολὺ ὡραία στὴν ψυχὴ καὶ στὸ σῶμα. Τὸν δὲ Φιλάρετο, τὸν τίμησε μὲ τὸ ἀξίωμα τοῦ ὑπάτου. Ἔτσι ἔγινε κάτοχος πολλοῦ πλούτου, ποὺ τὸν διαμοίραζε ἀκόμα πιὸ ἄφθονα στοὺς φτωχούς.
Ὅταν θὰ πέθαινε, κάλεσε τοὺς συγγενεῖς του καὶ εἶπε τὰ ἑξῆς: «Παιδιά
μου, μὴ ξεχνᾶτε ποτὲ τὴν φιλοξενία, μὴν ἐπιθυμεῖτε τὰ ξένα πράγματα,
μὴν λείπετε ποτὲ ἀπὸ τὶς ἀκολουθίες καὶ λειτουργίες τῆς Ἐκκλησίας, καὶ
γενικὰ ὅπως ἔζησα ἐγὼ ἔτσι νὰ ζεῖτε καὶ ἐσεῖς».
Καὶ αὐτὰ ἀφοῦ εἶπε, ξεψύχησε μὲ τὴν φράση: «γενηθήτω τὸ θέλημά σου».
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θείας
πίστεως, περιουσίᾳ, διεσκόρπισας, τοῖς δεομένοις, τὸν προσόντα σοι
πλοῦτον Φιλάρετε· καὶ εὐσπλαγχνίᾳ κοσμήσας τὸν βίον σου, τὸν χορηγόν του
ἐλέους ἐδόξασας· Ὃν ἱκέτευε, δοθῆναι τοῖς εὐφημοῦσί σε, ῥανίδα
οἰκτιρμῶν καὶ θεῖον ἔλεος.
Τοῦ Ἰὼβ κτησάμενος, ἐν πειρασμοῖς τὴν ἀνδρείαν, τοῖς πτωχοῖς διένειμας, ὡς συμπαθὴς τὸν σὸν πλοῦτον· ὤφθης γὰρ, τῆς εὐσπλαγχνίας ἔμψυχος βρύσις, νάμασι, τῶν θείων τρόπων σου ἱλαρύνων, τοὺς ἐκ πόθου σοι βοῶντας· χαίροις θεράπον Χριστοῦ Φιλάρετε.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
τῶν πενήτων ὁ προμηθεύς, καὶ τῶν δυστυχούντων, ἀντιλήπτωρ καὶ βοηθός·
χαίροις ὁ ἐν οἴκτῳ, τὸν Λόγον θεραπεύσας, Φιλάρετε τρισμάκαρ, Δικαίων
σύσκηνε.