Προσφιλεῖς ἀδελφοί ἱεράρχαι καί τέκνα ἐν Κυρίῳ ἀγαπητά, ἀποτελεῖ
κοινήν πεποίθησιν, ὅτι εἰς τήν ἐποχήν μας τό φυσικόν περιβάλλον
ἀπειλεῖται ὅσον ποτέ ἄλλοτε εἰς τήν ἱστορίαν τῆς ἀνθρωπότητος. Τό
μέγεθος τῆς ἀπειλῆς ἀποκαλύπτεται εἰς τό γεγονός ὅτι τό διακύβευμα δέν
εἶναι πλέον ἡ ποιότης τῆς ζωῆς, ἀλλά ἡ διατήρησις αὐτῆς εἰς τόν πλανήτην
μας. Διά πρώτην φοράν εἰς τήν ἱστορίαν, ὁ ἄνθρωπος δύναται νά
καταστρέψῃ τούς ὅρους τῆς ζωῆς ἐπί τῆς γῆς. Τά πυρηνικά ὅπλα εἶναι τό
σύμβολον τοῦ προμηθεϊκοῦ τιτανισμοῦ τοῦ ἀνθρώπου, ἁπτή ἔκφρασις τοῦ
«συμπλέγματος παντοδυναμίας» τοῦ συγχρόνου «ἀνθρωποθεοῦ».
Εἰς
τήν χρῆσιν τῆς πηγαζούσης ἐκ τῆς ἐπιστήμη
ς καί τῆς τεχνολογίας ἰσχύος,
ἀποκαλύπτεται σήμερον ἡ ἀμφισημία τῆς ἐλευθερίας τοῦ ἀνθρώπου. Ἡ
ἐπιστήμη ὑπηρετεῖ τήν ζωήν, συμβάλλει εἰς τήν πρόοδον, εἰς τήν
ἀντιμετώπισιν τῶν ἀσθενειῶν καί πολλῶν καταστάσεων αἱ ὁποῖαι ἐθεωροῦντο
μέχρι σήμερον «μοιραῖαι», δημιουργεῖ νέας θετικάς προοπτικάς διά τό
μέλλον. Ὅμως, ταυτοχρόνως, δίδει εἰς τόν ἄνθρωπον πανίσχυρα μέσα, ἡ κακή
χρῆσις τῶν ὁποίων δύναται νά ἀποβῇ καταστροφική. Βιοῦμεν τήν
ἐξελισσομένην καταστροφήν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος, τῆς
βιοποικιλότητος, τῆς χλωρίδος καί τῆς πανίδος, τήν ρύπανσιν τῶν ὑδατίνων
πόρων καί τῆς ἀτμοσφαίρας, τήν προϊοῦσαν ἀνατροπήν τῆς κλιματικῆς
ἰσορροπίας καί ἄλλας ὐπερβάσεις ὁρίων καί μέτρων εἰς πολλάς διαστάσεις
τῆς ζωῆς. Ὀρθῶς καί προσφυῶς ἀπεφάνθη ἡ Αγία καί Μεγάλη Σύνοδος τῆς
Ὀρθοδόξου Ἐκκλησίας (Κρήτη 2016), ὅτι «ἡ ἐπιστημονική γνῶσις δέν
κινητοποιεῖ τήν ἠθικήν βούλησιν τοῦ ἀνθρώπου, ὁ ὁποῖος, καίτοι γνωρίζει
τούς κινδύνους, συνεχίζει νά δρᾷ ὡς ἐάν δέν ἐγνώριζεν» (Ἐγκύκλιος, §
11).
Εἶναι
προφανές ὅτι ἡ προστασία τοῦ κοινοῦ ἀγαθοῦ, τοῦ ἀκεραίου φυσικοῦ
περιβάλλοντος, εἶναι κοινή εὐθύνη ὅλων τῶν κατοίκων τῆς γῆς. Ἡ σύγχρονος
κατηγορική προστακτική διά τήν ἀνθρωπότητα εἶναι νά ζῶμεν χωρίς νά
καταστρέφωμεν τό περιβάλλον. Ἐνῶ ὅμως εἰς προσωπικόν ἐπίπεδον καί ἀπό
πολλάς κοινότητας, ὁμάδας, κινήματα καί ὀργανώσεις ἐπιδεικνύεται μεγάλη
εὐαισθησία καί οἰκολογική εὐθύνη, τά κράτη καί οἱ οἰκονομικοί παράγοντες
ἀδυνατοῦν, ἐν ὀνόματι γεωπολιτικῶν σχεδιασμῶν καί τῆς «ἰδιονομίας τῆς
οἰκονομίας», νά λάβουν τάς ὀρθάς ἀποφάσεις διά τήν προστασίαν τῆς
κτίσεως καί καλλιεργοῦν τήν ψευδαίσθησιν ὅτι τά περί «παγκοσμίου
οἰκολογικῆς καταστροφῆς» εἶναι ἰδεολόγημα τῶν οἰκολογικῶν κινημάτων καί
ὅτι τό φυσικόν περιβάλλον ἔχει τήν δύναμιν νά ἀνανεώνεται ἀφ᾿ ἑαυτοῦ. Τό
κρίσιμον ἐρώτημα, ὅμως, παραμένει: Πόσον θά ἀνθέξῃ ἡ φύσις τάς ἀκάρπους
συζητήσεις καί τάς διασκέψεις, τήν περαιτέρω καθυστέρησιν εἰς τήν
ἀνάληψιν ἀποφασιστικῶν δράσεων διά τήν προστασίαν της;
Τό
γεγονός ὅτι κατά τήν διάρκειαν τῆς πανδημίας τοῦ νέου κορωνοϊοῦ
Covid-19, μέ τόν ἐπιβληθέντα περιορισμόν τῶν μετακινήσεων, τό κλείσιμον
ἐργοστασίων καί τήν μείωσιν τῆς βιομηχανικῆς δραστηριότητος καί
παραγωγῆς, παρετηρήθη μείωσις τῶν ρύπων καί τῆς ἐπιβαρύνσεως τῆς
ἀτμοσφαίρας, ἀπέδειξε τόν ἀνθρωπογενῆ χαρακτῆρα τῆς συγχρόνου
οἰκολογικῆς κρίσεως. Κατέστη εκ νέου σαφές ὅτι ἡ βιομηχανία, ὁ σύγχρονος
τρόπος μετακινήσεως, τό αὐτοκίνητον καί τό ἀεροπλάνον, ἡ
ἀδιαπραγμάτευτος προτεραιότης τῶν οἰκονομικῶν δεικτῶν καί ἄλλα συναφῆ,
ἐπῃρεάζουν ἀρνητικῶς τήν περιβαλλοντικήν ἰσορροπίαν καί ὅτι η ἀλλαγή
πορείας πρός τήν κατεύθυνσιν μιᾶς οἰκολογικῆς οἰκονομίας ἀποτελεῖ
ἀδήριτον ἀναγκαιότητα. Δέν ὑπάρχει ἀληθής πρόοδος, η ὁποία στηρίζεται
εἰς τήν καταστροφήν τοῦ φυσικοῦ περιβάλλοντος. Εἶναι ἀδιανόητον νά
λαμβάνωνται οἰκονομικαί ἀποφάσεις χωρίς νά συνυπολογίζωνται αἱ
οἰκολογικαί ἐπιπτώσεις των. Ἡ οἰκονομική ἀνάπτυξις δέν εἶναι δυνατόν νά
παραμένῃ ἐφιάλτης διά τήν οἰκολογίαν. Εἴμεθα βέβαιοι ὅτι ὑπάρχει
ἐναλλακτική ὁδός οἰκονομικῆς ὀργανώσεως καί ἀναπτύξεως ἔναντι τοῦ
οἰκονομισμοῦ καί τοῦ προσανατολισμοῦ τῆς οἰκονομικῆς δραστηριότητος εἰς
τήν μεγιστοποίησιν τῆς κερδοφορίας. Τό μέλλον τῆς ἀνθρωπότητος δέν εἶναι
ὁ homo oeconomicus.
Τό
Οἰκουμενικόν Πατριαρχεῖον, τό ὁποῖον κατά τάς τελευταίας δεκαετίας
πρωτοστατεῖ εἰς τόν χῶρον τῆς προστασίας τῆς κτίσεως, θά συνεχίσῃ τάς
οἰκολογικάς του πρωτοβουλίας, τήν ὀργάνωσιν οἰκολογικῶν συνεδρίων, τήν
κινητοποίησιν τῶν πιστῶν καί πρωτίστως τῆς νεολαίας, τήν ἀνάδειξιν τῆς
προστασίας τοῦ περιβάλλοντος εἰς βασικόν θέμα τοῦ διαθρησκειακοῦ
διαλόγου καί τῶν κοινῶν πρωτοβουλιῶν τῶν θρησκειῶν, τάς ἐπαφάς μέ
πολιτικούς ἡγέτας καί θεσμούς, τήν συνεργασίαν μέ περιβαλλοντικάς
ὀργανώσεις καί οἰκολογικά κινήματα. Εἶναι προφανές ὅτι ἡ σύμπραξις διά
τήν προστασίαν τοῦ περιβάλλοντος δημιουργεῖ διαύλους ἐπικοινωνίας καί
δυνατότητας διά νέας κοινάς δράσεις.
Ἐπαναλαμβάνομεν,
ὅτι αἱ περιβαλλοντικαί δραστηριότητες τοῦ Οἰκουμε-νικοῦ Πατριαρχείου
εἶναι προέκτασις τῆς ἐκκλησιολογικῆς αὐτοσυνειδησίας του καί δέν
ἀποτελοῦν ἁπλῶς περιστασιακήν ἀντίδρασιν εἰς ἕν νέον φαινόμενον. Ἡ ἰδία ἡ
ζωή τῆς Ἐκκλησίας εἶναι ἐφηρμοσμένη οἰκολογία. Τά μυστήρια τῆς
Ἐκκλησίας, σύνολος ἡ λατρευτική ζωή, ὁ ἀσκητισμός καί ὁ κοινοτισμός, ἡ
καθημερινότης τῶν πιστῶν, ἐκφράζουν καί παράγουν βαθύτατον σεβασμόν πρός
τήν κτίσιν. Ἡ οἰκολογική εὐαισθησία τῆς Ὀρθοδοξίας δέν ἐδημιουργήθη,
ἀλλά ἀνεδείχθη από τήν σύγχρονον περιβαλλοντικήν κρίσιν. Ὁ ἀγών διά τήν
προστασίαν τῆς δημιουργίας εἶναι κεντρική διάστασις τῆς πίστεώς μας. Ὁ
σεβασμός τοῦ περιβάλλοντος εἶναι ἔμπρακτος δοξολογία τοῦ ὀνόματος τοῦ
Θεοῦ, ἐνῶ ἡ καταστροφή τῆς κτίσεως εἶναι προσβολή τοῦ Δημιουργοῦ, ὅλως
ἀσύμβατος μέ τάς βασικάς παραδοχάς τῆς χριστιανικῆς θεολογίας.
Τιμιώτατοι ἀδελφοί καί προσφιλέστατα τέκνα,
Αἱ
οἰκοφιλικαί ἀξίαι τῆς Ὀρθοδόξου παραδόσεως, ἡ πολύτιμος παρακατα-θήκη
τῶν Πατέρων, ἀποτελοῦν ἀνάχωμα κατά τῆς κουλτούρας, ἀξιολογική βάσις τῆς
ὁποίας εἶναι ἡ κυριαρχία τοῦ ἀνθρώπου ἐπί τῆς φύσεως. Ἡ πίστις εἰς
Χριστόν ἐμπνέει καί ἐνισχύει τήν ἀνθρωπίνην προσπάθειαν ἐνώπιον καί τῶν
μεγίστων δυσκολιῶν. Ὑπό τό πρῖσμα τῆς πίστεως, δυνάμεθα νά ἀνακαλύπτωμεν
καί νά ἀξιολογῶμεν ὄχι μόνον τάς προβληματικάς πτυχάς, ἀλλά καί τάς
θετικάς δυνατότητας καί προοπτικάς τοῦ συγχρόνου πολιτισμοῦ. Καλοῦμεν
τούς ὀρθοδόξους νέους καί τάς νέας νά συνειδητοποιήσουν τήν σημασίαν τοῦ
νά ζοῦν ὡς πιστοί χριστιανοί καί σύγχρονοι ἄνθρωποι. Ἡ πίστις εἰς τόν
αἰώνιον προορισμόν τοῦ ἀνθρώπου κρατύνει τήν μαρτυρίαν μας ἐν τῷ κόσμῳ.
Ἐν
τῷ πνεύματι τούτῳ, εὐχόμενοι ἐκ Φαναρίου πᾶσιν ὑμῖν αἴσιον καί
παντευλόγητον τό νέον ἐκκλησιαστικόν ἔτος, καρποτόκον εἰς ἔργα
χριστοπρεπῆ, ἐπ᾿ ἀγαθῷ τῆς κτίσεως ὅλης καί πρός δόξαν τοῦ πανσόφου
Ποιητοῦ τῶν ἁπάντων, ἐπικαλούμεθα ἐφ᾿ ὑμᾶς, πρεσβείαις τῆς Παναγίας τῆς
Παμμακα-ρίστου, τήν χάριν καί τό ἔλεος τοῦ Θεοῦ τῶν θαυμασίων.
,βκ’ Σεπτεμβρίου α’
Ὁ Κωνσταντινουπόλεως
διάπυρος πρός Θεόν εὐχέτης πάντων ὑμῶν