Όταν είχε κοιμηθεί ο Γέροντας Πορφύριος, ήρθε μια κοπέλα από
την Αυστραλία για να τον επισκεφθεί. Δεν ήξερε ότι είχε πεθάνει.
Όταν ήρθε στο μοναστήρι, είδε ότι έξω υπήρχε κόσμος, βρήκε
την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκε τροχάδην επάνω στο κελλάκι του. Είδε παραδόξως,
τον Γέροντα να κάθεται στο κρεβάτι, μίλησε μαζί του αρκετή ώρα, είπε ότι ήθελε
να πει, πήρε τις απαντήσεις και, πολύ χαρούμενη, κατέβαινε την σκάλα.
Εκείνη την στιγμή εμφανίστηκε μια αδελφή. Εν τω μεταξύ η
πόρτα ήταν κλειστή. Της λέει:
-Εσύ πως βρέθηκες μέσα; Πως μπήκες;
Και απαντάει η κοπέλα:
-Να. Δεν είχε κόσμο έξω, βρήκα την πόρτα ανοιχτή και ανέβηκα
επάνω και μίλησα του Γέροντα. Δεν είχε κανέναν.
Της λέει:
-Μα πως; Μίλησες στον Γέροντα;
Λέει:
-Ναι.
-Μα ο Γέροντας, της λέει, έχει πεθάνει.
-Τι λες; Αφού ο Γέροντας είναι επάνω!
Και γυρίζει απότομα πάλι επάνω τροχάδην, να δει τον Γέροντα.
Ανεβαίνει επάνω, άδειο το κελλί, στρωμένο το κρεβατάκι του… Και τότε ξέσπασε σε
λυγμούς, που αυτή είχε δει τον Γέροντα και μίλησε, ενώ ήδη ο Γέροντας είχε κοιμηθεί!