Στις 6 Μαΐου του 1964 οι μουσουλμάνοι
Ασίμπ Γιούσο και Σέβκα Ζάικο έφεραν την βαριά άρρωστη, επίσης
μουσουλμάνα, Φατίμα… Υπέφερε για πέντε ολόκληρα χρόνια από φοβερούς
σπασμούς σε όλο της το σώμα. Οι πόνοι την έκαμαν να χάνει τα λογικά της
και να φωνάζει βρίζοντας και τα πιο αγαπητά της πρόσωπα.
Σ’ αυτά τα
πέντε χρόνια της τρέλας, την γύρισαν σε όλους τους γιατρούς, τους μάγους
και τους βοτανογνώστες αλλά φάρμακο και γιατρειά δεν βρήκαν. Άκουσαν
ότι στο Όστρογκ γίνονται θεραπείες σε τέτοιες ασθένειες. Έτσι ο συγγενής
Ασίμπ και η γειτόνισσα Σέβκα έφεραν την άρρωστη Φατίμα στην Άνω Μονή.
Σαν έφτασαν μπροστά στο ναό όπου βρίσκεται το σώμα του Αγίου Βασιλείου η
άρρωστη φώναζε με δύναμη: «Δεν θέλω να μπω εκεί μέσα!». Το επανέλαβε
αρκετές φορές κάνοντας επίμονες προσπάθειες να φύγει πίσω. Ο φύλακας
του κιβωρίου τους άνοιξε το ναό και το κιβώριο του Αγίου Βασιλείου και
βοήθησε να την οδηγήσουν στον Άγιο. Με πολύ κόπο τα κατάφεραν. Οι
συγγενείς κατάφεραν να την πείσουν να ασπαστεί τον Άγιο, πράγμα το οποίο
έκανε. Τότε την έπιασε μία δυνατή ταραχή με σπασμούς που ήταν φοβερό
και να τη βλέπει κανείς. Αφού ηρέμησε της διάβασαν ευχές αλλά μόλις τώρα
την έπιασαν χειρότεροι πόνοι που της έφεραν τέτοιον ιδρώτα που σύντομα
ήταν ολόκληρη βρεγμένη. Αυτό δεν κράτησε για πολύ. Αναπάντεχα μπροστά
σε όλους, την κατέλαβε ξαφνικά μια ειρήνη και ηρεμία που έγινε
ολοφάνερη στο πρόσωπό της. Αφού ηρέμησε καλά, γονάτισε στο κιβώριο του
Αγίου και άρχισε να προσεύχεται. Αυτό δεν κράτησε για πολύ και εκείνη
αφού ανασηκώθηκε είπε σε όλους: «Ευχαριστώ το Θεό και τον Άγιο Βασίλειο,
είμαι καλά. Δεν πονώ πουθενά!» Συνέχισε πάλι να ασπάζεται το κιβώριο
του Αγίου. Οι παρόντες, έκθαμβοι μπροστά στο έλεος του Θεού,
ευχαριστούσαν το Θεό και τον Ικέτη Του για τούτη τη θαυμαστή θεραπεία. Η
άρρωστη πέρασε εκείνη τη νύχτα απολύτως ήρεμη στο Όστρογκ κι όταν έφεξε
έφτασε πρώτη στον Όρθρο για να ευχαριστήσει ακόμη μια φορά τον Θεό που
με τις προσευχές του Αγίου Βασιλείου την είχε θεραπεύσει.