Ὁ
Ἅγιος Μάρτυς Κόνων καταγόταν ἀπὸ τὴ Ναζαρὲτ τῆς Γαλιλαίας καὶ ἔζησε
κατὰ τὰ χρόνια τῆς βασιλείας τοῦ Δεκίου (249 – 251 μ.Χ.). Ἀφοῦ ἦλθε
στὴν χώρα τῆς Παμφυλίας καὶ διάλεξε μικρὸ τόπο, τὸν μετασκεύασε σὲ
κῆπο φυτεύοντας λάχανα, ἀπὸ τὰ ὁποῖα προμήθευε τὸν ἑαυτό του καὶ τοὺς
πτωχοὺς ξένους μὲ τροφή. Ἦταν στὸ χαρακτήρα ἁπλός, ὥστε καὶ αὐτοὺς
ἀκόμα ποὺ ἐπρόκειτο νὰ τὸν συλλάβουν καὶ νὰ τὸν ὁδηγήσουν στὸν
ἄρχοντα, γιὰ νὰ τιμωρηθεῖ ἐπειδὴ ἦταν Χριστιανός, ὅταν τὸν ἀσπάσθηκαν
μὲ περιπαικτικὸ τρόπο, καὶ ἐκεῖνος τοὺς ἀνταπέδωσε τὸν ἀσπασμό.
Καὶ ὅταν τοῦ εἶπαν, ὅτι σὲ καλεῖ ὁ ἡγεμόνας, ἀποκρίθηκε: «Γιατί; Ποιὰ
ἀνάγκη ἔχει ἐκεῖνος ἀπὸ μένα καὶ περισσότερο ποὺ εἶμαι Χριστιανός;».
Οἱ στρατιῶτες τὸν ἔδεσαν καὶ τὸν ὁδήγησαν ἐνώπιον τοῦ ἡγεμόνος.
Ἐκεῖνος τὸν προέτρεψε νὰ θυσιάσει στὰ εἴδωλα. Ὁ Ἅγιος τότε εἶπε πρὸς
τὸν ἡγεμόνα μὲ πνευματικὴ ἀνδρεία: «Μακάρι, ἡγεμόνα καὶ ἐσὺ νὰ
μποροῦσες νὰ ἀπαρνηθεῖς τὰ εἴδωλα καὶ νὰ προσέλθεις στὸν Χριστό». Τότε
ὁ ἡγεμόνας ἔδωσε ἐντολὴ νὰ τὸν βασανίσουν. Τοῦ τρύπησαν τοὺς
ἀστραγάλους, τὸν καθήλωσαν μὲ σιδερένια καρφιὰ καὶ τὸν ἀνάγκασαν νὰ
τρέχει μπροστὰ ἀπὸ ἅρμα ἀλόγων.