Στο τέλος της θείας Λειτουργίας ο Σεβασμιώτατος τέλεσε το κατ έτος καθιερωμένο μνημόσυνο υπέρ αναπαύσεως της ψυχής της μακαριστής Ευδοξίας Μαλακούση, μεγάλης ευεργέτιδος του ναού. Ακολούθησε δεξίωση στο πνευματικό κέντρο του ιερού ναού.
Η ΟΜΙΛΙΑ ΤΟΥ ΣΕΒΑΣΜΙΩΤΑΤΟΥ
«Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».
Διανύουμε,
ἀδελφοί μου, ἤδη τό δεύτερο ἥμισυ τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
καί ἡ Ἁγία μας Ἐκκλησία, ἀφοῦ ὕψωσε τήν προηγούμενη Κυριακή τό «μέγα
ὅπλον κατά τοῦ διαβόλου», τόν Σταυρό τοῦ Κυρίου μας, μᾶς ὑπενθυμίζει
σήμερα διά τῶν λόγων τοῦ Ἰησοῦ δύο ἀκόμη ἰσχυρά ὅπλα στόν ἀγώνα μας
ἐναντίον τοῦ ἀντικειμένου, ἐναντίον τοῦ ἐχθροῦ τῆς σωτηρίας μας, τοῦ
διαβόλου. Καί μᾶς τά ὑπενθυμίζει μέ τήν εὐκαιρία τῆς ἐρωτήσεως πού
ὑπέβαλαν οἱ μαθητές του διαπιστώνοντας πώς ἐκεῖνοι ἦταν ἀδύναμοι
νά θεραπεύσουν τόν ταλαίπωρο νεανία πού βασανιζόταν ἀπό πνεῦμα
«ἄλαλον καί κωφόν», πού ἦταν δηλαδή ὑπό τήν ἐπήρεια τοῦ δαίμονος.
Ἀσφαλῶς
ἡ περίπτωση τοῦ δαιμονιζομένου νέου νά εἶναι μία ἀκραία περίπτωση
ἐπηρείας τοῦ διαβόλου στή ζωή τῶν ἀνθρώπων, καί μπορεῖ οἱ περισσότεροι
ἄνθρωποι νά μήν ἔχουμε ἐμπειρίες πολέμου μέ τόν διάβολο, ὅπως εἶχαν
οἱ ἅγιοι, δέν εἴμαστε ὅμως ἀμέτοχοι τῶν ἐπιθέσεών του. Διότι ἀπό τόν
πονηρό προέρχονται οἱ πειρασμοί πού μᾶς δοκιμάζουν, ἀλλά καί οἱ
ἐμπαθεῖς λογισμοί καί οἱ ἁμαρτωλές ἐπιθυμίες.
Αὐτός
ὑποκρύπτεται κάτω ἀπό τά ἐλαττώματα καί τίς ἀδυναμίες μας
ὑποκρύπτεται. Δικό του ἔργο εἶναι ἡ ἀμφιβολία καί ἡ ἀπιστία μας, ἡ
νωθρότητά μας στόν πνευματικό μας ἀγώνα, ἡ ἀκηδία καί ἡ ἀναβλητικότητά
μας νά μετανοήσουμε καί νά ἐξομολογηθοῦμε τίς ἁμαρτίες μας. Δικό του
ἔργο εἶναι οἱ προφάσεις πού πολλές φορές χρησιμοποιοῦμε γιά νά
δικαιολογήσουμε τόν ἑαυτό μας καί νά μή διορθωθοῦμε. Δικό του ἔργο
εἶναι ὅτι προσπαθεῖ νά ἐμποδίσει τήν πνευματική μας πρόοδο, τήν
ἐπικοινωνία μας μέ τόν Θεό καί ἐν τέλει τή σωτηρία μας.
Ὅλα
αὐτά ἀποτελοῦν προσβολές καί ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ ἐναντίον μας, καί
εἶναι ἑπομένως ἀπαραίτητο, ἀδελφοί μου, νά τίς ἀντιμετωπίσουμε, ἐάν
δέν θέλουμε νά μᾶς νικήσει καί νά μᾶς κάνει ὑποχείριά του. Γι᾽ αὐτό
καί ὁ Χριστός ὑποδεικνύει στούς μαθητές του τά ὅπλα ἐναντίον τοῦ
διαβόλου, καί συγχρόνως τά ὑποδεικνύει καί σέ μᾶς γιά νά γνωρίζουμε πῶς
μποροῦμε νά τόν ἀντιμετωπίσουμε καί νά τόν νικήσουμε.
«Τοῦτο τό γένος ἐν οὐδενί δύναται ἐξελθεῖν εἰ μή ἐν προσευχῇ καί νηστείᾳ».
Πρῶτο
ὅπλο, λοιπόν, εἶναι ἡ προσευχή, ἡ ἐπικοινωνία μέ τόν Θεό. Ὅποιος τήν
χρησιμοποιεῖ, ὅποιος προσεύχεται στόν Θεό, ὅποιος ἐπικοινωνεῖ μαζί
του, ὅπως ἐπικοινωνοῦν τά παιδιά μέ τόν πατέρα τους, αὐτός βρίσκεται
κάτω ἀπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ καί δέν μποροῦν νά τόν βλάψουν «τά
πεπυρωμένα βέλη τοῦ πονηροῦ».
Ἡ
προσευχή εἶναι αὐτή πού διώχνει πραγματικά τόν πονηρό, ὁ ὁποῖος δέν
ἀντέχει οὔτε κἄν νά ἀκούει τήν ἐπίκληση τοῦ ὀνόματος τοῦ Θεοῦ. Γι᾽ αὐτό
καί προσπαθεῖ νά μᾶς ἐνοχλεῖ κατά τήν ὥρα τῆς προσευχῆς, νά ἀποσπᾶ
τήν προσοχή μας ἀπό αὐτήν, γιά νά ἀναγκάσει νά τήν ἐγκαταλείψουμε,
ὥστε νά εἴμαστε ἀκάλυπτοι ἀπό τήν προστασία τοῦ Θεοῦ καί νά μποροῦμε
νά πέσουμε εὐκολότερα στίς παγίδες του.
Τό
δεύτερο ὅπλο μας κατά τοῦ πονηροῦ εἶναι ἡ νηστεία. Καί εἶναι τόσο
σπουδαῖο ὅπλο, ὥστε ὁ πονηρός τό μισεῖ καί τό ἀντιπαθεῖ. Συκοφάντησε
τήν ἐντολή τῆς νηστείας στούς πρωτοπλάστους, καί ἐκεῖνοι τόν
πίστευσαν, καί ἔτσι κατόρθωσε νά τούς ἐξαπατήσει καί νά τούς διώξει
ἀπό τόν παράδεισο τῆς Ἐδέμ.
Ἐπιχείρησε
νά πειράξει τόν Χριστό, ὅταν νήστευε ἐπί σαράντα ἡμέρες μετά τή
βάπτισή του, καί νά τόν ἐξαπατήσει, ἀλλά βεβαίως δέν τό κατόρθωσε.
Μένει,
λοιπόν, μακριά ἀπό ὅσους νηστεύουν, γιατί γνωρίζει ὅτι ἔχουν τή
δύναμη τῆς ἐγκρατείας καί γι᾽ αὐτό δέν μπορεῖ νά τούς παρασύρει μέ
τίς ὑποσχέσεις του. Καί ἀκόμη ἔχουν τή χάρη τοῦ Θεοῦ γιά τήν ἀγάπη τοῦ
ὁποίου νηστεύουν.
Τά
δύο αὐτά πνευματικά ὅπλα τά συνδυάζει ἄριστα, ἀδελφοί μου, ἡ Ἐκκλησία
μας κατά τήν περίοδο τῆς Ἁγίας καί Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς, τήν ὁποία
διερχόμεθα, καλώντας μας νά τά ἀξιοποιήσουμε καί τά δύο, ὥστε νά
ἐπιτύχουμε στόν πνευματικό ἀγώνα τόν ὁποῖο διεξάγουμε, ἰδιαίτερα αὐτή
τήν περίοδο, ὅπως ἐπέτυχε καί ὁ ἑορταζόμενος σήμερα ἅγιος Ἰωάννης
τῆς Κλίμακος, ὁ ὁποῖος μᾶς συστήνει τή νηστεία ὡς βοήθημα τῆς
προσευχῆς, διότι ὁ ἄνθρωπος πού νηστεύει, λέει, δέν μεριμνᾶ γιά τά
ὑλικά πράγματα καί ἔχει καθαρό τόν νοῦ του τήν ὥρα τῆς προσευχῆς.
Ἄς
ἀξιοποιήσουμε, λοιπόν, ἀδελφοί μου, καί ἐμεῖς αὐτά τά δύο ὅπλα, τή
νηστεία καί τήν προσευχή, τόσο στό ὑπόλοιπο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς
ὅσο καί σέ ὅλη μας τή ζωή γιά νά παραμένουμε ἀνεπηρέαστοι ἀπό τίς
παγίδες τοῦ πονηροῦ καί νά κατορθώνουμε μέ τή χάρη τοῦ Θεοῦ νά τόν
νικοῦμε.
Αὐτό
ἔκανε καί ὁ πολιοῦχος μας ἅγιος Ἀντώνιος, ὁ ὁποῖος στήν πολυετῆ
ἀσκητική ζωή του κατόρθωσε νά ἀντιμετωπίσει μέ τή νηστεία καί τήν
προσευχή ὅλες τίς ἐπιθέσεις τοῦ πονηροῦ καί νά τόν κατατροπώσει γιά νά
ἀπολαύσει στή συνέχεια τή χαρά τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ τόσο στή ζωή
αὐτή, ὅσο καί αἰωνίως στή μέλλουσα.
Αὐτήν
τή χαρά εὐχόμεθα καί προσευχόμεθα νά ἀπολαμβάνει καί ἡ μεγάλη
εὐεργέτις τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ ναοῦ τοῦ πολιούχου μας, μακαριστή Εὐδοξία
Μαλακούση, γιά τήν ὁποία τελοῦμε σήμερα τό καθιερωμένο ἐτήσιο μνημόσυνο,
εὐχόμενοι ὅπως ὁ Θεός διά πρεσβειῶν τοῦ ἁγίου Ἀντωνίου, τόν ὁποῖο τόσο
ἀγάπησε, ὥστε προσέφερε γιά τόν ναό του τήν περιουσία της, νά τήν
ἀναπαύει ἐν σκηναῖς δικαίων καί ἐν χώρᾳ ζώντων.