Τό κακό
μέ ὅλες τίς προσπάθειες
τῶν Νεοελλήνων εἶναι
ὅτι ὄντως ἔβγαλαν
ἀπό τή ζωή τους
πολλά στοιχεῖα
τῆς χριστιανικῆς τους παράδοσης.
Γεωργίου Μπάρλα
Πρόσφατα
ἔγινε γνωστό ὅτι κάποιοι ἐνοχλοῦνται ἀπό τόν «θόρυβο» πού προκαλοῦν
στήν πρωτεύουσα οἱ καμπάνες τῶν ἐκκλησιῶν καί γι’ αὐτόν τό σκοπό
κατέφυγαν στούς ἁρμοδίους, οἱ ὁποῖοι καί τούς δικαίωσαν, χωρίς ὅμως τό
ὅλο θέμα νά προχωρήσει παραπέρα. ᾿Αναμενόταν μάλιστα ἀπόφαση ἡ ὁποία θά
ὅριζε ποιά θά εἶναι ἡ ἔνταση μέ τήν ὁποία θά κτυποῦν οἱ καμπάνες... ῎Αν
καί τό ζήτημα πρός τό παρόν θά πάψει νά μᾶς ἀπασχολεῖ, ἔχει ὅμως σημασία
νά δοῦμε πῶς σκέπτονται οἱ ἄνθρωποι σέ σχέση μέ αὐτό πού θεωροῦν ὡς
«᾿Εκκλησία» στή χώρα μας.
῾Η
᾿Αθήνα καταρχάς, ὅπως σέ ὅλα τά θέματα τά σχετικά μέ τό περιβάλλον,
εἶναι ἡ πρώτη πόλη στήν Εὐρώπη σέ ἠχορρύπανση καί στήν ὁποία ὁ καθένας
πραγματικά μπορεῖ νά ἐνοχλεῖ τούς ἄλλους μέ ὅποιον τρόπο θέλει. Μουσική,
γλέντια μέχρι πρωίας, μηχανάκια μέ κομμένη τήν ἐξάτμιση,
αὐτοκίνητα-ντισκοτέκ μέ μουσική στή διαπασῶν καί ὅ,τι ἄλλο μπορεῖ κανείς
νά φανταστεῖ, κάνουν τή ζωή τῶν πολλῶν ἀφόρητη. Μέσα σέ ὅλα τοῦτα
κάποιοι σκέπτονται ὅτι πρέπει νά σιγήσουν οἱ καμπάνες γιά νά γίνει ἡ ζωή
μας πιό ὑποφερτή.
Τό
θέμα αὐτό δίνει πάντως τήν εὐκαιρία νά θυμηθοῦμε ὅτι στίς τελευταῖες
δεκαετίες οἱ ῞Ελληνες ἀποφάσισαν πάσῃ θυσίᾳ νά ἐκμοντερνιστοῦν καί ἔτσι
ὅ,τι μπορεῖ νά τούς θυμίζει τήν παράδοσή τους καί τόν Θεό θέλουν νά τό
βάλουν στήν ἄκρη. Αὐτό ἦρθε ὡς ἀποτέλεσμα μιᾶς γενικότερης νοοτροπίας
πού συνοδεύει τόν μοντέρνο πολιτισμό, ἀλλά ὑποβοηθήθηκε καί ἀπό
ἐπιμέρους συγκεκριμένες ἐνέργειες.
Τό
κακό μέ ὅλες τίς προσπάθειες τῶν Νεοελλήνων εἶναι ὅτι ὄντως ἔβγαλαν ἀπό
τή ζωή τους πολλά στοιχεῖα τῆς χριστιανικῆς τους παράδοσης, ἡ ὁποία σέ
σχέση μέ τόν δυτικό ὀρθολογισμό τούς φαντάζει ὀπισθοδρομική, χωρίς κάν
νά τά ἀντικαταστήσουν μέ τήν ἐπιστημονική ἐξέλιξη, τήν ὀργάνωση καί τήν
πειθαρχία πού χαρακτηρίζουν τή ζωή στή Δύση. ῎Αν καί τό θέμα εἶναι
μεγάλο, καμιά φορά μοιάζει νά σκέφτεται ὁ ῞Ελληνας τό ἑξῆς
ἁπλουστευτικό· οἱ Εὐρωπαῖοι δέν ἔχουν ἰδιαίτερη σχέση μέ τή θρησκεία.
῎Αρα ἄν κι ἐγώ κάνω τό ἴδιο, ἀμέσως γίνομαι Εὐρωπαῖος. ῎Αν πρέπει νά
κάνουμε κι ἄλλες ἀλλαγές, τό σκεφτόμαστε ἀργότερα. ᾿Επείγει ἡ ἀποκοπή
μας ἀπό τή θρησκεία. Δέν εἶναι τυχαῖο λ.χ. ὅτι τά κυριότερα προβλήματα
τῆς ἐκπαίδευσης στή χώρα μας θεωροῦνται ἡ ἐξομολόγηση τῶν μαθητῶν στά
σχολεῖα καί τά χριστιανικά σύμβολα στίς αἴθουσες. ῾Η ἀλήθεια εἶναι ὅμως
ὅτι Εὐρωπαῖος δέν ἔγινε, ὅπως τουλάχιστον φανταζόταν ὅτι θά γίνει. ῞Οταν
ἀποφάσισε ὁ ἄνθρωπος στή Δύση νά μήν ἀσχολεῖται πλέον μέ τή θρησκεία,
εἶχε συγκεκριμένους λόγους γιά νά τό κάνει αὐτό καί δέν μιμήθηκε ἁπλά
κάποιους ἄλλους, ὅπως συνήθως κάνουμε ἐμεῖς. ᾿Αλλά τό χειρότερο εἶναι
τοῦτο· φτιάξαμε τίς πόλεις μας κακέκτυπα τῶν εὐρωπαϊκῶν, δέν φτάσαμε
οὔτε κατά φαντασίαν στό ἐπίπεδο ποιότητας ζωῆς τῶν Εὐρωπαίων, οἱ ὁποῖοι
μή ἀσχολούμενοι τόσο μέ τόν Θεό, φρόντισαν τουλάχιστον νά ἀσχοληθοῦν
σοβαρά καί ὑπεύθυνα μέ αὐτήν ἐδῶ τή ζωή. ᾿Εμεῖς καί τόν Θεό
ἐγκαταλείψαμε καί τούτη τή ζωή χαλάσαμε. ᾿Ασχήμια, χαοτικές καταστάσεις,
ἔλλειψη αἰσιοδοξίας καί ἐλπίδας γιά τό μέλλον, διαφθορά καί ξιπασμός
καί πάει λέγοντας...
Οἱ
καμπάνες, ἀπό τήν ἄλλη, καλοῦν ἐμᾶς τούς χριστιανούς νά πᾶμε στήν
᾿Εκκλησία γιά τήν κοινή λατρεία. Τό ρολόι πού ὑπάρχει συνήθως πάνω στά
καμπαναριά δέν ἦταν παλιότερα ἄσχετο μέ τήν προσευχή καί τή λατρεία,
πέρα ἀπό τό ὅτι ἐνημέρωνε τούς ἀνθρώπους, πού δέν εἶχαν ρολόι, γιά τήν
ὥρα. Τό «ρολόι, λέει ἕνας κοινωνιολόγος, ἐξελίχθηκε στόν εὐρωπαϊκό
Μεσαίωνα, πιθανότατα γιά νά συγχρονίζει τίς ὧρες προσευχῆς στά
μοναστήρια». Προφανῶς σήμερα τό τελευταῖο πού ρυθμίζουν τά ρολόγια, ἀλλά
καί οἱ καμπάνες, εἶναι ἡ προσευχή. ῎Αν καί εἴμαστε διαρκῶς καί ἐφ’ ὅρου
ζωῆς δεσμευμένοι νά τηροῦμε συγκεκριμένα χρονοδιαγράμματα, μέσα σ’ αὐτά
σπάνια δεσμευόμαστε νά θυμόμαστε τόν Θεό.
῎Ας
σκεφτοῦμε ὅμως πόσο ἐπηρεάζουν τούς πολλούς χριστιανούς οἱ καμπάνες
στήν πνευματική τους ζωή. ᾿Αλλιῶς· πόσο συχνά πηγαίνουμε στόν ὄρθρο ἤ
στόν ἑσπερινό, γιατί οἱ καμπάνες χτυποῦν καί καθημερινά, ὄχι μόνο
Κυριακή καί μεγάλες γιορτές...
Μέ
ἄλλα λόγια, οἱ περισσότεροι ἀκούγοντας τήν καμπάνα τίς καθημερινές
κάνουμε ἐνδεχομένως τόν σταυρό μας κι ὄχι μόνο δέν πᾶμε ἀλλά οὔτε
περνάει ἀπό τό μυαλό μας νά πᾶμε στήν ᾿Εκκλησία.
῎Ας
ἀφήσουμε στήν ἄκρη τό γεγονός ὅτι οἱ καμπάνες πλέον δέν ἠχοῦν καί τόσο
παραδοσιακά, ἀφοῦ μέ τήν προσθήκη ἠλεκτρονικῶν μέσων προσαρμόστηκαν στή
μοντέρνα νοοτροπία... Σήμερα μάλιστα ἄν κάποιοι τοπικοί δωρητές
ἀποφασίσουν νά ἀσχοληθοῦν μέ τά καμπαναριά (δέν ὑπάρχει πιά κι αὐτό τό
μεράκι) συνεισφέρουν γιά τήν ἠλεκτρονική αὐτοματοποίηση τοῦ κτυπήματος,
κάτι γιά τό ὁποῖο συνήθως ὑπερηφανεύεται ὁλόκληρη ἡ ἐνορία ἤ τό χωριό.
Οἱ
καμπάνες, ἑπομένως, δέν εἶναι κυρίως μνημειακό στοιχεῖο τοῦ πολιτισμοῦ
μας -γιατί ἄν εἶναι τέτοιο μόνο, κάποτε θά σιγήσουν καί μάλιστα χωρίς
ἰδιαίτερες παρεμβάσεις τῶν ἁρμοδίων- ἀλλά ζωντανό στοιχεῖο τῆς παράδοσής
μας, τή δέ ζωντάνια του τήν καταλαβαίνουμε ἀπό τό πόσο ἐπηρεάζει τή ζωή
μας καθημερινά.
῎Αν
οἱ καμπάνες πιά δέν μᾶς καλοῦν γιά τό αὐτονόητο -τήν προσέλευσή μας
στόν Ναό- ἴσως θά ’πρεπε τό ἄκουσμά τους νά ἀρχίσει νά μᾶς ἐνοχλεῖ λίγο
συνειδησιακά.
᾿Απόσπασμα ἀπό τό βιβλίο
τοῦ Γεωργίου Μπάρλα
«ΦΥΛΑΚΑΣ ΤΟΥ ΑΔΕΛΦΟΥ ΜΟΥ»,
Κείμενα γιά τήν ἀγάπη καί τήν πίστη σήμερα,
πού κυκλοφορείται
ἀπό τίς εκδόσεις
ΑΡΧΟΝΤΑΡΙΚΙ