αυτά, λοχία μου,
να φοβάται,
τι τα ‘χει
από τα πριν χαμένα,
κι ας τα σφίγγει
όσο θέλει απάνω του.
Ντρέπομαι γιατί…
Άνθρώπινα σκουπίδια κομματιάζουν την Πατρίδα μου και την ξεπουλάνε για ένα ξεροκόμματο κι εγώ τους παρακολουθώ αμέτοχος.
Που υπάρχουν τόσες εκπομπές «υψηλής» μαγειρικής στην τηλεόραση.
Που βλέπω πεινασμένα παιδιά να λιποθυμούν στα σχολεία, ενώ το δικό μου παιδί πίνει ακόμα μισό ποτήρι γάλα.
Που στέκομαι βουβός και παρακολουθώ να κάνουν χαρτοπόλεμο ιστορικές ηρωικές μνήμες αγώνων και αυτοθυσίας για την λευτεριά αυτού του τόπου.
Που παρακολουθώ χωρίς αντίδραση τους φανατισμένους ζηλωτές της αθεΐας και του ατομισμού να κάνουν ότι μπορούν για να μαγαρίσουν την Πίστη μου.
Που βλέπω τους απλήρωτους λογαριασμούς να στοιβάζονται και να με πνίγουν.
Που δίνω ελαφρυντικά στον εαυτό μου για την κατάντια μου και περιμένω τους άλλους «να βγάλουν το φίδι από την τρύπα».
Που ο ιδρώτας των γονιών μου και οι κόποι μια ζωής θα μετατραπούν σε ένα στρώμα από χαρτόνι στη γωνιά του δρόμου.
Που σε λίγο καιρό θα ελέγχομαι και για τον αέρα που θ’ αναπνέω και για τον ήλιο που θα με ζεσταίνει.
Κατά – ντρέπομαι και θέλω να ανοίξει η γη και να με καταπιεί, που ακούω τα κόκκαλα των προγόνων μου να τρίζουν από την κακομοιριά που με δέρνει.
Ντρέπομαι… που αφήνω τη ζωή μου έρμαιο στα βρωμόχερα τους σαν φοβισμένο ανθρωπάκι!
Ντρέπομαι που λησμόνησα τα λόγια του Οδυσσέα Ελύτη :
«Αυτά που δεν αγαπά κανείς,
αυτά, λοχία μου, να φοβάται,
τι τα ‘χει από τα πριν χαμένα,
κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του.
Αλλά τα πράγματα της καρδιάς
τρόπος δεν είναι να χαθούν,
έννοια σου, και γι’ αυτά οι εξορίες δουλεύουν.
Αργά – γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα ‘βρουν,
θαν τα ‘βρουν.».
αυτά, λοχία μου, να φοβάται,
τι τα ‘χει από τα πριν χαμένα,
κι ας τα σφίγγει όσο θέλει απάνω του.
Αλλά τα πράγματα της καρδιάς
τρόπος δεν είναι να χαθούν,
έννοια σου, και γι’ αυτά οι εξορίες δουλεύουν.
Αργά – γρήγορα κείνοι που είναι ναν τα ‘βρουν,
θαν τα ‘βρουν.».