Ὁ
Ἅγιος Κεντιγκέρνος καταγόταν ἀπὸ τὴν Σκωτία. Περὶ τῶν παιδικῶν του
χρόνων θρυλοῦνται πολλά. Λέγεται ὅτι ἦταν ἐξώγαμο παιδὶ κάποιας
βασιλόπαιδος, τὴν ὁποία ὁ προσβεβλημένος πατέρας της τὴν ἔβαλε σὲ μία
βάρκα ποὺ ἄφησε ἀκυβέρνητη στὸ πέλαγος. Ἡ βάρκα ἐξόκειλε κοντὰ στὴ Μονὴ
τοῦ Κούλρος.
Ὁ Ἡγούμενος Ἅγιος Σὲρφ εὐσπλαχνίστηκε τὴ μητέρα καὶ τὸ
παιδὶ καὶ ἀνέλαβε τὴν προστασία τοῦ βρέφους. Ὁ Ἅγιος ὀνομαζόταν καὶ
Μούνγκο, ποὺ σημαίνει «προσφιλής, ἀγαπητός» ἤ, κατ’ ἄλλους, «σκυλάκι,
κουτάβι», λόγῳ τοῦ ὅτι ὁ Ἅγιος ἀκολουθοῦσε τὸν προστάτη του Ἅγιο Σέρφ.Ὁ Ἅγιος ἐγκαταστάθηκε στὴ Γλασκόβη, ὅπου ἔγινε καὶ Ἐπίσκοπος. Ὁ βίος τοῦ ἦταν πολὺ ἀσκητικός. Ἡ ἐνδυμασία του ἦταν ἀπὸ δέρμα ζώων, διέμενε δὲ σὲ σπήλαιο ἀσκούμενος στὴν προσευχή. Θεωρεῖται ὅτι κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 612 μ.Χ. σὲ ἡλικία 85 ἐτῶν.