π. Δημητρίου Μπόκου
Σὲ μιὰ θαυμαστὴ ἀποκάλυψη ὁ χαρισματικὸς Ρουμάνος
γέροντας Ἀρσένιος Μπόκα (1910-1989) εἶδε μιὰ μεγάλη σύναξη δαιμόνων,
ὅπου ὁ ἀρχηγός τους ζήτησε νὰ σκεφθοῦν τὸ μεγαλύτερο δέλεαρ γιὰ νὰ παρασύρουν
ὅσο τὸ δυνατὸν περισσότερους ἀνθρώπους.
Ἕνας δαίμονας εἶπε νὰ τοὺς ὑποβάλουν τὸν λογισμὸ
πὼς δὲν ὑπάρχει Θεός. Ἕνας ἄλλος πρότεινε νὰ τοὺς ἀφήσουν νὰ πιστεύουν
στὸν Θεό, ἀλλὰ νὰ τοὺς πείσουν ὅτι δὲν ὑπάρχει οὔτε παράδεισος οὔτε
κόλαση οὔτε ζωὴ πέρ’ ἀπὸ τὸν τάφο.
Ὁ διάβολος δὲν ἱκανοποιήθηκε πλήρως, γι’αὐτὸ
ἕνα τρίτο δαιμόνιο εἶπε: «Καλύτερα νὰ ἐπαινοῦμε τοὺς ἀνθρώπους γιὰ
τὴν πίστη στὸν Θεό, στὸν παράδεισο,
στὴν κόλαση καὶ στὴν τελικὴ κρίση, ἀλλὰ
ταυτόχρονα νὰ τοὺς ψιθυρίζουμε ἀδιάκοπα: “Μὴ βιάζεστε νὰ μετανοήσετε! Ἀφῆστε
το αὐτὸ γιὰ τὰ γεράματά σας. Ὁ θάνατος εἶναι ἀκόμα μακριά. Τώρα χαρῆτε
τὶς ἀπολαύσεις τῆς ζωῆς καὶ ἱκανοποιῆστε ὅλες τὶς ἐπιθυμίες σας, μιὰ
καὶ ἔχετε ἀρκετὸ
χρόνο μπροστά σας!” Ἀποκοιμίζοντάς τους λοιπὸν συνέχεια μ’
αὐτὸν τὸν δελεαστικὸ λογισμό, δὲν θὰ καταλαβαίνουν καθόλου πῶς θὰ περνάει
ὁ καιρός. Δὲν θὰ παίρνουν εἴδηση πότε θά ‘ρχεται τὸ τέλος τους. Ὁ θάνατος
θὰ καταφθάνει ἀπροειδοποίητα, θὰ τοὺς βρίσκει ἀπροετοίμαστους καὶ
θὰ γίνονται ἔτσι γιὰ πάντα δικοί μας».
Τότε ὁ διάβολος γεμάτος ἐνθουσιασμό, χαρὰ καὶ
βιαστικὴ λαχτάρα τοὺς εἶπε: «Ὄντως, αὐτὸς εἶναι ὁ καλύτερος τρόπος
γιὰ νὰ ξεγελοῦμε τοὺς ἀνθρώπους. Τρέξτε λοιπόν νὰ κάνετε ὅπως ἀκούσατε
ἀπ’ τὸν συνάδελφό σας!»
Μήπως ἔχει δίκιο ὁ πρωτομάστορας τῆς πονηριᾶς;
Μήπως ἡ ἀλόγιστη σπατάλη τοῦ χρόνου, θησαυροῦ ἀνεκτίμητου, ἀλλ’ ὄχι
καὶ ἀνεξάντλητου, εἶναι τελικὰ ἡ μεγαλύτερη ἀνοησία; Γιατί ἄραγε
ἡ φιλανθρωπία τοῦ Θεοῦ κάθε μέρα μᾶς ἐγείρει «ἐκ τῆς κλίνης καὶ τοῦ ὕπνου» καὶ παρατείνει τὸν χρόνο τῆς ζωῆς
μας; Γιὰ νὰ παραδοθοῦν οἱ καρδιές μας σὲ κραιπάλη, μέθη καὶ μέριμνες βιοτικές; (Λουκ. 21, 34). Ἢ μήπως γιὰ νὰ μᾶς
δοθοῦν πολύτιμες εὐκαιρίες νὰ γνωρίσουμε τὸ θέλημα τοῦ Κυρίου, νὰ ἐγκαταλείψουμε
τὴν ἀφροσύνη τῆς ἁμαρτίας καὶ ἔτσι ἀπὸ ἄσοφοι νὰ γίνουμε σοφοί; (Ἐφ.
5, 15-20).
Καὶ γιατί, ἀλήθεια, θεωροῦμε ἀνεξάντλητο τὸν
χρόνο μας; Ποιός μᾶς τὸ ἐγγυᾶται αὐτό; Μόνο ὁ διάβολος, ποὺ πασχίζει
μὲ κάθε τρόπο νὰ μᾶς ξεγελάει καὶ νὰ μᾶς ἀποκοιμίζει μὲ τὴ διαρκῆ ἀναβολή.
Τί λέει ὁ Χριστός; Ἀκριβῶς τὸ ἀντίθετο: «Γρηγορεῖτε (μείνετε ξάγρυπνοι), γιατί δὲν γνωρίζετε τὴν
ἡμέρα οὐδὲ τὴν ὥρα ποὺ ὁ Υἱὸς τοῦ Ἀνθρώπου ἔρχεται» (Ματθ.
25, 13).
Καὶ ὅταν ἔλθει Ἐκεῖνος, ὅσοι δαπανήσαμε ὁλόκληρο τὸν χρόνο μας στὴν
ἁμαρτία θὰ ἐκλιπαρήσουμε γιὰ μιὰ στιγμὴ μετανοίας καὶ δὲν θὰ μᾶς δοθεῖ.
Στὶς ἡμέρες τοῦ Νῶε οἱ ἄνθρωποι, ἀγνοώντας τὶς
προειδοποιήσεις του, ζοῦσαν ἐντελῶς ἀμέριμνοι. Ἔτρωγαν, ἔπιναν, παντρεύονταν,
πωλοῦσαν, ἀγόραζαν, σὰν νὰ ἐπρόκειτο νὰ μείνουν γιὰ πάντα στὴ γῆ. Ἦρθε
ὅμως ξαφνικὰ ὁ κατακλυσμὸς καὶ χάθηκαν ὅλοι (Λουκ.
17, 26-27).
Τὸ ἴδιο δυστυχῶς συμβαίνει καὶ σὲ μᾶς. Μᾶς νοιάζει μόνο τὸ τώρα. Τὴ στιγμὴ
αὐτὴ νὰ περάσουμε καλά. Καμμιὰ σκέψη τί θὰ γίνει παραπέρα. Ζοῦμε γιὰ
τὴ στιγμὴ καὶ χάνουμε τὴν αἰωνιότητα. Ὣς τὴν τελευταία μας πνοὴ νομίζουμε
πὼς ἔχουμε καιρὸ καὶ ὅλο ἀναβάλλουμε τὸ ἔργο τῆς σωτηρίας μας. Δὲν σκεφτόμαστε
ποτὲ ὅτι, «ὡς κλέπτης ἐν νυκτὶ» (Α΄
Θεσ. 5, 2),
θά ’ρθει κάποτε τὸ τέλος.
Γράφει κάποιος: «Θυμᾶμαι μιὰ ἱστορία ποὺ διάβασα
κάπου γιὰ ἐκεῖνον τὸν μελλοθάνατο στὸν καιρὸ τῆς Τρομοκρατίας (ἐννοεῖ τὴ «φωτισμένη» Γαλλικὴ Ἐπανάσταση),
ὁ ὁποῖος διάβαζε ἕνα βιβλίο μέσα στὸ κάρο ποὺ τὸν πήγαινε στὴν ἀγχόνη
καί, πρὶν ἀνέβει
στὴν γκιλοτίνα, σημάδεψε τὴ σελίδα στὴν ὁποία εἶχε φτάσει» (Jacques
Bonnet, Βιβλιοθῆκες γεμάτες φαντάσματα).
Λὲς καὶ θὰ εἶχε τὴν εὐκαιρία νὰ ξαναδιαβάσει! Οὔτε ἐκείνη τὴ στιγμὴ
δὲν πῆρε εἴδηση ὅτι γι’ αὐτὸν εἶχε σημάνει ὁριστικὰ πλέον τὸ τέλος
τοῦ χρόνου. Πόσο τοῦ μοιάζουμε! Ἡ ἁμαρτία δυστυχῶς φέρνει τύφλωση καὶ
πώρωση.
Ὡσότου ἡ ἀγάπη τοῦ Θεοῦ μᾶς δίνει χρόνο, ἂς τὸν
ἀξιοποιοῦμε συνετά. Ὁ χρόνος εἶναι ὁ μεγαλύτερος θησαυρός. Ἂν τὸν
σπαταλήσουμε, δὲν τὸν ξαναγοράζουμε οὔτε μὲ ὅλα τὰ λεφτὰ τοῦ κόσμου.
Δὲν ξανάρχεται πίσω μὲ τίποτε.
Ἐσύ;
Πῶς πᾶς ἀπὸ χρόνο; Ἔχεις ἀρκετόν; Μήπως λὲς κι ἐσύ: «Σήμερα ἁμαρτάνω
καὶ αὔριο μετανοῶ;» Ὁ Κύριος κανονίζει τί θὰ γίνει αὔριο, ὄχι ἐσύ.
Μὴ «σκοτώνεις» λοιπὸν ἄλλο τὸν πολύτιμο χρόνο σου. Κάνε σήμερα «ἀρχὴν
μετανοίας».
(ΛΥΧΝΙΑ
ΝΙΚΟΠΟΛΕΩΣ, ἀρ. φ. 378, Ἰαν. 2015)