από : Εδώ
15 Αυγούστου 2015
από : Εδώ
Οι άγιοι Πατέρες και οι ιεροί
υμνογράφοι όταν ομιλούν για την Παναγία, εκπλήσσονται μπροστά στη
μεγαλοσύνη της και την ατενίζουν με δέος ιερό. Θαυμάζουν τον υπερφυή
τόκο της, υμνούν το ύψος των πνευματικών της χαρισμάτων, δοξάζουν
τον Τριαδικό Θεό για την πρέσβειρα του ανθρωπίνου γένους στον ουρανό.
Γνωρίζουν ότι, τον έμψυχο ναό του Θεού δεν μπορούν να αγγίξουν χέρια
αμύητων. Ζητούν με ταπείνωση από τον Δωρεοδότη Κύριο να τους χαρίζει
γλώσσα, προφορά και λογισμό ακαταίσχυντο, λάμψη θεϊκή και
φωτισμένο νου, για να περιγράφουν το «υπέρ λόγον και έννοιαν»
μυστήριο της θείας ενανθρώπησης. Πάντοτε συνδέουν το ιερό πρόσωπό της
με το πρόσωπο του Σωτήρος Χριστού.
Η Παναγία αγάπησε πολύ και
πόνεσε πολύ. Βίωσε και γεύθηκε τον πόνο, την προσφυγιά, την
περιφρόνηση, τον ονειδισμό και την ανθρώπινη κακία σε απερίγραπτο
βαθμό. Η προφητεία του Συμεών είναι ενδεικτική: «και σου δε αυτής την
ψυχήν διελεύσεται ρομφέα» (Λουκ. 2,35). Ο Γέροντας Σωφρόνιος Σαχάρωφ
γράφει: «Η Παναγία μας, πόνεσε πιο πολύ απ΄ όλες τις γυναίκες, πιο πολύ απ΄ όλες τις μανάδες του κόσμου, γιατί κανένα δεν έβλαψε, σε κανένα δεν έκανε κακό, κι΄ όμως Της έκαναν
το μεγαλύτερο κακό όλης της οικουμένης. Σταύρωσαν Τον Υιό Της. Και
αντικρύζοντάς Τον πάνω Στο Σταυρό, πόνεσε τόσο η καρδιά της… Γι΄ αυτό
μπορεί να καταλάβει την κάθε πονεμένη ύπαρξη, και συμπάσχει με τον
κάθε άνθρωπο που πονά, γιατί ακριβώς , ξέρει τι πάει να πει πόνος».
Είναι κοινός τόπος στη διδασκαλία των
αγίων Πατέρων, ότι ο άνθρωπος του Θεού μέσα από τις θλίψεις, τις
δοκιμασίες, τον πόνο, τις ασθένειες, τους πειρασμούς, τις κακουχίες
και την οδύνη υπερβαίνει τον πειρασμό της εγωκεντρικής αυτάρκειας και
ωριμάζει στην πνευματική ζωή. Ο Μ. Βασίλειος σε μια Ομιλία του με τίτλο,
Εν λιμώ και αυχμώ, τονίζει σχετικά: «Τον καπετάνιο τον
δοκιμάζει και τον καταρτίζει η τρικυμία, τον αθλητή το στάδιο, τον
στρατηγό η παράταξη σε μάχη, τον μεγαλόψυχο και γενναίο η συμφορά,
τον δε χριστιανό οι πειρασμοί και οι δοκιμασίες. Οι λύπες φανερώνουν
τη γνήσια ψυχή, όπως η φωτιά το καθαρό χρυσάφι».
Η Παναγία δεν είχε ανάγκη
όλων αυτών των πειρασμών και των θλίψεων, για να φθάσει στο ύψος της
πνευματικής τελείωσης. Εξάλλου εκείνη δόξαζε δοξολογικά τον Κύριο και
αισθανόταν άπειρη αγαλλίαση, όταν κυοφορούσε τον Χριστό (βλ. Λουκ. 1,47
κ.ε.) Μετείχε όμως και συνέπασχε πάντοτε ως άνθρωπος στον πόνο και την
οδύνη του ανθρώπου της πτώσεως. Κι όσο μεγαλύτερη ήταν η αγάπη της
τόσο βαθύτερος ήταν ο πόνος της. Γράφει σχετικά ο Γέροντας Σωφρόνιος:
«Όταν η Παναγία στεκόταν δίπλα στο Σταυρό, τότε ήταν η θλίψη Της
απέραντη σαν τον ωκεανό, και οι πόνοι της ψυχής Της ήταν ασύγκριτα
μεγαλύτεροι από τον πόνο του Αδάμ μετά την έξωση από τον Παράδεισο,
γιατί και η αγάπη Της ήταν ασύγκριτα μεγαλύτερη από την αγάπη του Αδάμ
στον Παράδεισο. Και αν επέζησε, επέζησε μόνο με τη θεία δύναμη, με την
ενίσχυση του Κυρίου, γιατί το θέλημά Του ήταν να δει η Θεοτόκος την
Ανάσταση και ύστερα, μετά την Ανάληψή Του, να παραμείνει παρηγοριά και
χαρά των αποστόλων και του χριστιανικού λαού. Εμείς δεν
φτάνουμε στο πλήρωμα της αγάπης της Θεοτόκου, και γι’ αυτό δεν
μπορούμε να εννοήσουμε πλήρως το βάθος της θλίψεώς Της».
Η Παναγία, οι Απόστολοι και
οι άγιοι της Εκκλησίας γίνονται κοινωνοί των παθημάτων του Χριστού.
Κι ο Χριστός επιφυλάσσει για τους πιστούς του δούλους τα αγαθά της
Βασιλείας του. Οπότε ο πόνος και η θλίψη γίνονται χαρά και ευφροσύνη.
Τα βάσανα και οι κακουχίες, θείος γλυκασμός. Ο θάνατος γίνεται
κοίμηση, αιώνιος σαββατισμός και αιώνια ανάπαυση. Η Παναγία δεν πόνεσε
όπως πονάμε εμείς ενώπιον του θανάτου. Ο τρόπος ετοιμασίας της
δείχνει την αταραξία της μπροστά στο φοβερό αυτό μυστήριο. Κι αυτό
αποτελεί παιδαγωγία για όλους τους χριστιανούς.
Κι όπως διδάσκει η παράσταση
της βυζαντινής εικόνας της Κοιμήσεως της Θεοτόκου, την πάναγνη
ψυχή της Παρθένου υποδέχεται την ώρα του θανάτου της ο Μονογενής της
Υιός, ο Πλάστης και Σωτήρας του κόσμου. Και την δέχεται, για να την
αναπαύσει στα αιώνια σκηνώματα της θείας δόξας. «Εις τους πόδας της»,
όπως σημειώνει στο Άγιον Όρος τον 18ο αιώνα ο ιερομόναχος
Διονύσιος εκ Φουρνά των Αγράφων, «ο απόστολος Πέτρος θυμιών με
θυμιατόν, και εις την κεφαλήν της ο άγιος Παύλος και ο θεολόγος
Ιωάννης ασπαζόμενοι αυτήν· και γύροθεν οι λοιποί απόστολοι και οι
άγιοι ιεράρχαι, Διονύσιος ο Αρεοπαγίτης, Ιερόθεος και Τιμόθεος,
βαστάζοντες Ευαγγέλια και γυναίκες κλαίουσαι· επάνωθεν αυτής ο
Χριστός βαστών εις τας αγκάλας του την αγίαν αυτής ψυχήν λευκοφόρον· και
γύροθεν αυτού φως πολύ και πλήθος αγγέλων, και άνωθεν εις τον αέρα
πάλιν οι δώδεκα απόστολοι ερχόμενοι μετά νεφελών».
Η Υπεραγία Θεοτόκος δέχτηκε τόν
Ευαγγελισμό όταν ησύχαζε «υπερφυῶς» μέσα στά Ἅγια τῶν Ἁγίων, «ποθοῦσα
τήν ὑπερκόσμιον πρός τόν Θεόν ένωσιν», όπως γράφει ο άγιος Γρηγόριος
Παλαμάς. Έζησε κοντά στον Κύριο, δίπλα στον Απόστολο της αγάπης, Ιωάννη
το Θεολόγο και εντός της πρώτης Εκκλησίας. Κατά την Κοίμησή της
επιστρέφει στην αγκαλιά του Κυρίου της, στον οποίο δέεται έκτοτε
ικετευτικά για το ανθρώπινο γένος. Και όποιος προστρέχει σε αυτήν δεν
φεύγει «κατησχυμένος» και ντροπιασμένος, «αλλ’ αιτείται την χάριν
και λαμβάνει το δώρημα προς το συμφέρον της αιτήσεως».