Η
γιορτή των Πρωτοκορυφαίων Αποστόλων Πέτρου και Παύλου αποτελεί μία
σπουδαία πνευματική ευκαιρία υπενθύμισης στον καθέναν μας τι σημαίνει
να είναι κάποιος ηγέτης στη ζωή της Εκκλησίας. Ο λόγος του Παύλου στην
Β’ προς Κορινθίους επιστολή του θέτει το μέτρο της αποστολικότητας, αλλά
και της ηγετικής αποστολής,
στην οποία καλείται ο κάθε χριστιανός να προβληματιστεί, πολύ ψηλά. Γιατί δεν είναι μόνο το αποστολικό αξίωμα καθαυτό, το οποίο περιγράφεται στα λόγια του Παύλου, αλλά και η όλη χριστιανική παρουσία μέσα στον κόσμο, η ιδιότητα του χριστιανού η οποία αποτυπώνεται στην διακονία των Αποστόλων.
«Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ;» (Β’ Κορ. 11, 29) αναρωτιέται ο Παύλος. Απόστολος σημαίνει αυτός που δεν έχει ως κέντρο της ζωής και της ύπαρξής του τον εαυτό του, αλλά τον πλησίον του, τον κάθε πλησίον. Ο ηγέτης δεν λειτουργεί αυτοαναφορικά, αλλά πραγματοποιεί μία συνεχής έξοδο στον συνάνθρωπο, η οποία πηγάζει από την σχέση του με τον Χριστό και από την μίμηση προς τον Κύριο. Όπως ο Χριστός εκένωσε τον εαυτό του και έδειξε την συγκατάβαση προς τους ανθρώπους εξερχόμενος από το να είναι μόνο Θεός, όπως ήταν η φύση Του και προσλαμβάνοντας και το ανθρώπινο, με μόνη αιτία της κίνησης αυτής την αγάπη, έτσι και ο Απόστολος των Εθνών δείχνει ότι τα χαρακτηριστικά του ηγέτη εν τη Εκκλησία είναι η κένωση, η συγκατάβαση και την ίδια στιγμή μία συνεχής έξοδος από τον εαυτό, όχι για να προσλάβει την ανθρώπινη φύση, διότι ο ηγέτης δεν είναι θεός, αλλά είναι άνθρωπος, αλλά για να προσλάβει τις ασθένειες των άλλων ανθρώπων, να αναλάβει όσο το δυνατόν το σταυρό τους και να αναφερθεί λόγοις και προσευχαίς στο Χριστό γι’ αυτούς και την ίδια στιγμή να αναφέρει τον Χριστό προς εκείνους ως την μόνη θεραπεία για την κάθε ανθρώπινη ασθένεια. Σημείο της εξόδου η πρόσληψη, όχι των χαρισμάτων των άλλων, αλλά των ασθενειών, των αμαρτιών, των αδυναμιών. Ο ηγέτης υποφέρει για τα πάθη των άλλων. Ο ηγέτης αγωνίζεται για την θεραπεία τους. Ο ηγέτης συμπάσχει μαζί τους. Το ίδιο όμως και ο κάθε χριστιανός. Καλείται εκ της χριστιανικής του ιδιότητας και εκ της σχέσεώς του με το Χριστό να πραγματοποιεί μία συνεχή έξοδο από τον εαυτό του και την ίδια στιγμή να συνυπάρχει, να συμπάσχει, να συνασθενεί με τους άλλους.
Ο Παύλος δείχνει ότι και ο ίδιος αισθάνεται τον εαυτό του ασθενή. Αυτό σημαίνει ότι δεν τον ανεβάζει ψηλά, λόγω του αξιώματος και της αποστολής του, λόγω της κλήσης του από τον ίδιο το Χριστό και λόγω της τιμής και του σεβασμού που απολαμβάνει από τους χριστιανούς και την Εκκλησία. Η μόνη καύχησή του είναι οι ασθένειές του (Β’ Κορ. 12, 5). Αυτό σημαίνει ότι έχει επίγνωση πως όσο ανεβαίνει κανείς ψηλά στη ζωή της Εκκλησίας, τόσο περισσότερο καλείται να βιώνει την υψοποιό ταπείνωση. Ηγέτης δεν είναι αυτός που επαίρεται, αλλά ο ταπεινός. Ηγέτης είναι αυτός που έχει επίγνωση των αδυναμιών του. Που κατανοεί ότι σε σχέση με τον Δωρεοδότη Χριστό δεν μπορεί να καυχηθεί για τίποτε, ενώ ό,τι έχει λάβει από τους ανθρώπους δεν είναι αποτέλεσμα του τι δικαιούται, αλλά του τι ο Χριστός επιτρέπει να έχει. Έτσι το μόνο αυθεντικό που βρίσκεται επάνω του, το μόνο αληθινά δικό του, η μόνη περιουσία του είναι οι ασθένειες, οι αμαρτίες, οι αδυναμίες, η φθορά, οι ήττες του. Και αυτό ακριβώς τον καθιστά αληθινό ηγέτη. Ότι έχει μέτρο σύγκρισης και αυτογνωσία. Και την ίδια στιγμή γνωρίζει πού να στραφεί για οποιοδήποτε έργο, διδασκαλία, στόχο εκκλησιαστικό και πνευματικό. Το ίδιο και ο κάθε χριστιανός. Καλείται να βλέπει αληθινά τον εαυτό του και να λειτουργεί με ταπείνωση. Να κατανοεί ότι η μόνη του περιουσία είναι οι ασθένειές του και την ίδια στιγμή η αγάπη του Θεού, ο Οποίος, δια Χριστού, συγχωρεί, θεραπεύει και αναπληρώνει.
Την ίδια στιγμή ο Παύλος αφήνει να διαφαίνεται και μία άλλη διάσταση στην ασθένεια: «ποιανού η πίστη ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ;». Δεν μένει μόνο στην αμαρτία, την ήττα, την φθορά από το κακό και τις δοκιμασίες. Ο Παύλος μιλά και για την ασθένεια της πίστης, την ολιγοπιστία, τον κλονισμό από τις δυσκολίες της ζωής, την αμφιβολία, την αίσθηση ότι ο Θεός δεν ακούει τους ανθρώπινους καημούς. Ο Παύλος προσπάθησε να βλέπει στη ζωή του τι σκανδάλιζε τους άλλους και τι απειλούσε να γίνει πρόσκομμα στη σωτηρία τους. Και γι’ αυτό τονίζει ότι πονά για την ανθρώπινη ολιγοπιστία. Η αδυναμία του ανθρώπου να ερμηνεύσει τι θέλει πραγματικά ο Θεός από αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά των άλλων, των υπεύθυνων, των ηγετών που μπορούσε να αποτελέσει πρόφαση ή επιχείρημα, γίνεται πόνος για τον Απόστολο των Εθνών. Όμως αυτός ο πόνος δεν είναι μία παθητική διεργασία. Με όλη του τη ζωή ο Παύλος απέδειξε ότι αγωνίστηκε να στερεωθεί η πίστη των ανθρώπων, να τους παρηγορήσει, να μην επιτρέψει να σχηματιστεί μώμος εναντίον της Αλήθειας, ακόμη κι αν χρειάστηκε να θυσιάσει τα όσα δικαιούνταν, πολλές φορές και τα αυτονόητα. Γι’ αυτό εργάστηκε με τα χέρια του, παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να «φάει κρέας», έγινε «τα πάντα τοις πάσι» και θα επιθυμούσε να γίνει ακόμη και «ανάθεμα υπέρ των αδελφών του», μόνο και μόνο για να στερεωθεί η πίστη τους. Έτσι καλούμαστε κι εμείς να πορευτούμε στη ζωή μας. Να έχουμε υπόψιν τι δυσκολεύει τους άλλους, να προσπαθούμε να στερεώσουμε την πίστη τους στο Θεό, με την προσευχή, τα λόγια, την υπομονή, την θυσία των δικαιωμάτων μας.
Αντίστοιχος υπήρξε και ο δρόμος του αποστόλου Πέτρου. Αυτοί οι δρόμοι δεν θα είχαν νόημα αν δεν υπήρχε η ζωντανή σχέση με το Χριστό, η διαρκής επιβεβαίωση της κλήσης τους από Εκείνον και η συνάντηση μαζί Του και με τους άλλους χριστιανούς στη ζωή της Εκκλησίας. Μία τέτοια αποστολική ζωή μπορεί να φαντάζει αδιανόητη για την εποχή μας, όπου συνήθως αποφεύγουμε να μοιραστούμε με τους άλλους τις δυσκολίες και λειτουργούμε εγωκεντρικά αποστασιοποιημένοι, ενώ την ίδια στιγμή επαιρόμεθα γι’ αυτά που έχουμε και αποκρύπτουμε τα σφάλματά μας, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το πόσο πιστεύουν οι άλλοι στο Χριστό και τι τους εμποδίζει, κάποτε και από την δική μας ζωή. Τον αποστολικό όμως δρόμο προβάλλει η Εκκλησία και ζητά από όλους μας συμπόρευση επί τοις ίχνεσιν αυτών. Ας εντρυφούμε λοιπόν σ’ αυτή την πορεία και ας αναζητούμε ηγέτες όχι μόνο εκκλησιαστικούς, αλλά και σε κάθε θεσμό που να έχουν αυτά τα αποστολικά χαρακτηριστικά και την ίδια στιγμή ο καθένας μας, με τον τρόπο του, ας βάζει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα της Εκκλησίας και στη σχέση με τον πλησίον, μιμούμενος το αγιόλεκτον ζεύγος των Πρωτοκορυφαίων.
στην οποία καλείται ο κάθε χριστιανός να προβληματιστεί, πολύ ψηλά. Γιατί δεν είναι μόνο το αποστολικό αξίωμα καθαυτό, το οποίο περιγράφεται στα λόγια του Παύλου, αλλά και η όλη χριστιανική παρουσία μέσα στον κόσμο, η ιδιότητα του χριστιανού η οποία αποτυπώνεται στην διακονία των Αποστόλων.
«Τις ασθενεί και ουκ ασθενώ;» (Β’ Κορ. 11, 29) αναρωτιέται ο Παύλος. Απόστολος σημαίνει αυτός που δεν έχει ως κέντρο της ζωής και της ύπαρξής του τον εαυτό του, αλλά τον πλησίον του, τον κάθε πλησίον. Ο ηγέτης δεν λειτουργεί αυτοαναφορικά, αλλά πραγματοποιεί μία συνεχής έξοδο στον συνάνθρωπο, η οποία πηγάζει από την σχέση του με τον Χριστό και από την μίμηση προς τον Κύριο. Όπως ο Χριστός εκένωσε τον εαυτό του και έδειξε την συγκατάβαση προς τους ανθρώπους εξερχόμενος από το να είναι μόνο Θεός, όπως ήταν η φύση Του και προσλαμβάνοντας και το ανθρώπινο, με μόνη αιτία της κίνησης αυτής την αγάπη, έτσι και ο Απόστολος των Εθνών δείχνει ότι τα χαρακτηριστικά του ηγέτη εν τη Εκκλησία είναι η κένωση, η συγκατάβαση και την ίδια στιγμή μία συνεχής έξοδος από τον εαυτό, όχι για να προσλάβει την ανθρώπινη φύση, διότι ο ηγέτης δεν είναι θεός, αλλά είναι άνθρωπος, αλλά για να προσλάβει τις ασθένειες των άλλων ανθρώπων, να αναλάβει όσο το δυνατόν το σταυρό τους και να αναφερθεί λόγοις και προσευχαίς στο Χριστό γι’ αυτούς και την ίδια στιγμή να αναφέρει τον Χριστό προς εκείνους ως την μόνη θεραπεία για την κάθε ανθρώπινη ασθένεια. Σημείο της εξόδου η πρόσληψη, όχι των χαρισμάτων των άλλων, αλλά των ασθενειών, των αμαρτιών, των αδυναμιών. Ο ηγέτης υποφέρει για τα πάθη των άλλων. Ο ηγέτης αγωνίζεται για την θεραπεία τους. Ο ηγέτης συμπάσχει μαζί τους. Το ίδιο όμως και ο κάθε χριστιανός. Καλείται εκ της χριστιανικής του ιδιότητας και εκ της σχέσεώς του με το Χριστό να πραγματοποιεί μία συνεχή έξοδο από τον εαυτό του και την ίδια στιγμή να συνυπάρχει, να συμπάσχει, να συνασθενεί με τους άλλους.
Ο Παύλος δείχνει ότι και ο ίδιος αισθάνεται τον εαυτό του ασθενή. Αυτό σημαίνει ότι δεν τον ανεβάζει ψηλά, λόγω του αξιώματος και της αποστολής του, λόγω της κλήσης του από τον ίδιο το Χριστό και λόγω της τιμής και του σεβασμού που απολαμβάνει από τους χριστιανούς και την Εκκλησία. Η μόνη καύχησή του είναι οι ασθένειές του (Β’ Κορ. 12, 5). Αυτό σημαίνει ότι έχει επίγνωση πως όσο ανεβαίνει κανείς ψηλά στη ζωή της Εκκλησίας, τόσο περισσότερο καλείται να βιώνει την υψοποιό ταπείνωση. Ηγέτης δεν είναι αυτός που επαίρεται, αλλά ο ταπεινός. Ηγέτης είναι αυτός που έχει επίγνωση των αδυναμιών του. Που κατανοεί ότι σε σχέση με τον Δωρεοδότη Χριστό δεν μπορεί να καυχηθεί για τίποτε, ενώ ό,τι έχει λάβει από τους ανθρώπους δεν είναι αποτέλεσμα του τι δικαιούται, αλλά του τι ο Χριστός επιτρέπει να έχει. Έτσι το μόνο αυθεντικό που βρίσκεται επάνω του, το μόνο αληθινά δικό του, η μόνη περιουσία του είναι οι ασθένειες, οι αμαρτίες, οι αδυναμίες, η φθορά, οι ήττες του. Και αυτό ακριβώς τον καθιστά αληθινό ηγέτη. Ότι έχει μέτρο σύγκρισης και αυτογνωσία. Και την ίδια στιγμή γνωρίζει πού να στραφεί για οποιοδήποτε έργο, διδασκαλία, στόχο εκκλησιαστικό και πνευματικό. Το ίδιο και ο κάθε χριστιανός. Καλείται να βλέπει αληθινά τον εαυτό του και να λειτουργεί με ταπείνωση. Να κατανοεί ότι η μόνη του περιουσία είναι οι ασθένειές του και την ίδια στιγμή η αγάπη του Θεού, ο Οποίος, δια Χριστού, συγχωρεί, θεραπεύει και αναπληρώνει.
Την ίδια στιγμή ο Παύλος αφήνει να διαφαίνεται και μία άλλη διάσταση στην ασθένεια: «ποιανού η πίστη ασθενεί και δεν ασθενώ κι εγώ;». Δεν μένει μόνο στην αμαρτία, την ήττα, την φθορά από το κακό και τις δοκιμασίες. Ο Παύλος μιλά και για την ασθένεια της πίστης, την ολιγοπιστία, τον κλονισμό από τις δυσκολίες της ζωής, την αμφιβολία, την αίσθηση ότι ο Θεός δεν ακούει τους ανθρώπινους καημούς. Ο Παύλος προσπάθησε να βλέπει στη ζωή του τι σκανδάλιζε τους άλλους και τι απειλούσε να γίνει πρόσκομμα στη σωτηρία τους. Και γι’ αυτό τονίζει ότι πονά για την ανθρώπινη ολιγοπιστία. Η αδυναμία του ανθρώπου να ερμηνεύσει τι θέλει πραγματικά ο Θεός από αυτόν, αλλά και η συμπεριφορά των άλλων, των υπεύθυνων, των ηγετών που μπορούσε να αποτελέσει πρόφαση ή επιχείρημα, γίνεται πόνος για τον Απόστολο των Εθνών. Όμως αυτός ο πόνος δεν είναι μία παθητική διεργασία. Με όλη του τη ζωή ο Παύλος απέδειξε ότι αγωνίστηκε να στερεωθεί η πίστη των ανθρώπων, να τους παρηγορήσει, να μην επιτρέψει να σχηματιστεί μώμος εναντίον της Αλήθειας, ακόμη κι αν χρειάστηκε να θυσιάσει τα όσα δικαιούνταν, πολλές φορές και τα αυτονόητα. Γι’ αυτό εργάστηκε με τα χέρια του, παραιτήθηκε από το δικαίωμά του να «φάει κρέας», έγινε «τα πάντα τοις πάσι» και θα επιθυμούσε να γίνει ακόμη και «ανάθεμα υπέρ των αδελφών του», μόνο και μόνο για να στερεωθεί η πίστη τους. Έτσι καλούμαστε κι εμείς να πορευτούμε στη ζωή μας. Να έχουμε υπόψιν τι δυσκολεύει τους άλλους, να προσπαθούμε να στερεώσουμε την πίστη τους στο Θεό, με την προσευχή, τα λόγια, την υπομονή, την θυσία των δικαιωμάτων μας.
Αντίστοιχος υπήρξε και ο δρόμος του αποστόλου Πέτρου. Αυτοί οι δρόμοι δεν θα είχαν νόημα αν δεν υπήρχε η ζωντανή σχέση με το Χριστό, η διαρκής επιβεβαίωση της κλήσης τους από Εκείνον και η συνάντηση μαζί Του και με τους άλλους χριστιανούς στη ζωή της Εκκλησίας. Μία τέτοια αποστολική ζωή μπορεί να φαντάζει αδιανόητη για την εποχή μας, όπου συνήθως αποφεύγουμε να μοιραστούμε με τους άλλους τις δυσκολίες και λειτουργούμε εγωκεντρικά αποστασιοποιημένοι, ενώ την ίδια στιγμή επαιρόμεθα γι’ αυτά που έχουμε και αποκρύπτουμε τα σφάλματά μας, χωρίς να ενδιαφερόμαστε για το πόσο πιστεύουν οι άλλοι στο Χριστό και τι τους εμποδίζει, κάποτε και από την δική μας ζωή. Τον αποστολικό όμως δρόμο προβάλλει η Εκκλησία και ζητά από όλους μας συμπόρευση επί τοις ίχνεσιν αυτών. Ας εντρυφούμε λοιπόν σ’ αυτή την πορεία και ας αναζητούμε ηγέτες όχι μόνο εκκλησιαστικούς, αλλά και σε κάθε θεσμό που να έχουν αυτά τα αποστολικά χαρακτηριστικά και την ίδια στιγμή ο καθένας μας, με τον τρόπο του, ας βάζει το δικό του λιθαράκι στο οικοδόμημα της Εκκλησίας και στη σχέση με τον πλησίον, μιμούμενος το αγιόλεκτον ζεύγος των Πρωτοκορυφαίων.