Τώρα, όσον άφορα στον
Γέροντα Παΐσιο, με αφορμή την Θεολογική Σχολή, ιδιαίτερα κατά την περίοδο
93-94, πήγαινα τακτικά στην Σουρωτή και έκανα αρκετές, τότε, ακολουθίες,
Λειτουργίες, κλπ.
Θυμάμαι ότι, όταν
κάναμε ένα Ευχέλαιο και την ώρα πού ή άναξιότης μου θα έχριε τον Γέροντα Παΐσιο,
εκείνος, λόγω της ιεροσύνης μου και της ταπείνωσης του, βέβαια, έσκυψε και
φίλησε το αμαρτωλό χέρι μου. Εγώ τότε, κοκκίνισα, τάχασα, και ό μόνος τρόπος
πού μπορούσα νομίμως να αντιδράσω ήταν κι εγώ, αυθόρμητα, να πάρω την ιδική του
ευχή, γιατί είχα μπροστά μου έναν Άγιο, και να ασπασθώ κι εγώ, ταυτόχρονα, το
δικό του χέρι. Με την κίνηση, όμως, πού έκανα για να φθάσω και να ασπασθώ το
δικό του χέρι, έγινε μία σύγκρουσης κεφαλιών...!
Μόνο, πού το ένα ήταν γεμάτο
μυαλό, ή μάλλον, γεμάτο θεία Χάρι, και το άλλο ήταν κούφιο, και από μυαλό, και από
Χάρι, και αυτό φάνηκε και από τον χτύπο - σχήμα υπερβολής, βέβαια.
Αποκορύφωμα βέβαια
όλης αυτής της συγκυρίας, με αφορμή την Θεολογική Σχολή, πού με έστειλε ό π.
Παΐσιος, ήταν να κληθώ στην Μονή της Σουρωτής, για να κάνω τις ακολουθίες του
Πάσχα, το 1994, το τελευταίο Πάσχα της επί γης ζωής του Γέροντα.
Τώρα, το πώς πήρα
άδεια από τον Δεσπότη μου,στην Λαμία, και πώς ένας Δεσπότης είναι δυνατόν να αφήσει
έναν ιερέα, να πάρει άδεια το Πάσχα,
είναι μυστήριο, είναι ανεξήγητο, το πώς άνοιγαν οι πόρτες... Μάλιστα, μου είπε
ό τότε Σεβασμιότατος, κυρός Δαμασκηνός: «Φύγε αμέσως, δεν θέλω να μου εξήγησης
κανένα λόγο». Και, τότε, του είπα, γιατί του άρεσαν τα αστεία: «Φεύγω πριν το μετανιώσετε»....
η συνέχεια Εδώ