Ο ΣΙΣΑΝΙΟΥ ΚΑΙ ΣΙΑΤΙΣΤΗΣ ΑΝΤΩΝΙΟΣ (ΚΟΜΠΟΣ), 1920-2005 Α΄ ΜΕΡΟΣ
ὑπὸ ἀρχιμανδρίτου Ἐφραὶμ Γ. Τριανταφυλλοπούλου, Πρωτοσυγκέλλου Ἱερᾶς Μητροπόλεως Σισανίου καὶ Σιατίστης
Στὶς 17 Δεκεμβρίου 2005, τὸ πρωί, καὶ ὥρα ἐννέα παρὰ τέταρτο περίπου,
ἄφησε τὴν τελευταία του πνοὴ στὴν ΜΕΘ τοῦ Μποδοσάκειου Νοσοκομείου
Πτολεμαΐδος, ὁ μακαριστὸς Μητροπολίτης Σισανίου καὶ Σιατίστης, ὁ ἐξ’
Ἄργους τῆς Πελοποννήσου καταγόμενος, κυρὸς Ἀντώνιος Κόμπος, πλήρης
ἡμερῶν,
ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν ἐμπειριῶν, δεδοκιμασμένων τελικά καὶ στὸ καμίνι τῆς σύντομης, ἀλλὰ βαρύτατης ἀσθένειάς του. Κοντά του, τὴν ὥρα τῆς κοίμησής του, βρισκόταν ἱερομόναχος τῆς Μητροπόλεώς μας , σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ὁποίου, πολὺ λίγο προτοῦ ἐκπνεύσει ὁ μακαριστὸς εὑρισκόμενος ἤδη σὲ κῶμα μερικὲς ἡμέρες, ὅλες οἱ ἐνδείξεις τῶν μηχανημάτων στὴν Ἐντατικὴ ἦρθαν σὲ ἀπόλυτη ἰσορροπία, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπο ὑγιῆ. Ἡ ἐντατικολόγος ξαφνιάστηκε. Ἀμέσως μετὰ ἐπῆλθε τὸ τέλος, ἀποδεικνυόμενο καὶ μηχανικῶς. Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου νὰ ὑποδηλώθηκε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Ἄφησε μαρτυρία ἀγαθοῦ, προσευχομένου, ὑπομονετικοῦ, ἁγιασμένου
ποιμένος, στὸν πνευματικὸ κόσμο τῆς χώρας καὶ ὄχι μόνο. Ἐκ τῶν πολλῶν
πνευματικῶν του χαρισμάτων μὲ τὰ ὁποῖα τὸν εἶχε στολίσει ὁ Θεός,
ἀναφέρουμε τὸν ἄμεμπτο βίο, τὴν πολλὴ προσευχή, τὸ διορατικὸ καὶ
προορατικό του χάρισμα, τὴ συγγραφή, τὴ μελέτη, τὴν ἀπὸ φυσικοῦ του
ταπείνωση, ἡ ὁποία «αὐξήθηκε ἔτι περισσότερο, μὲ τὴν ἄνοδό του στὸν
ἐπισκοπικό βαθμό», σύμφωνα μὲ κάποιον ἁγιασμένο ἱερέα.ἀλλὰ καὶ πνευματικῶν ἐμπειριῶν, δεδοκιμασμένων τελικά καὶ στὸ καμίνι τῆς σύντομης, ἀλλὰ βαρύτατης ἀσθένειάς του. Κοντά του, τὴν ὥρα τῆς κοίμησής του, βρισκόταν ἱερομόναχος τῆς Μητροπόλεώς μας , σύμφωνα μὲ τὴ μαρτυρία τοῦ ὁποίου, πολὺ λίγο προτοῦ ἐκπνεύσει ὁ μακαριστὸς εὑρισκόμενος ἤδη σὲ κῶμα μερικὲς ἡμέρες, ὅλες οἱ ἐνδείξεις τῶν μηχανημάτων στὴν Ἐντατικὴ ἦρθαν σὲ ἀπόλυτη ἰσορροπία, ὡσὰν νὰ ἐπρόκειτο γιὰ ἄνθρωπο ὑγιῆ. Ἡ ἐντατικολόγος ξαφνιάστηκε. Ἀμέσως μετὰ ἐπῆλθε τὸ τέλος, ἀποδεικνυόμενο καὶ μηχανικῶς. Ἴσως ἡ παρουσία τοῦ Κυρίου νὰ ὑποδηλώθηκε μὲ αὐτὸ τὸν τρόπο.
Ἐκεῖνο ποὺ ἔκανε ἰδιαίτερη ἐντύπωση, ἦταν ἡ πολλὴ κατὰ κόσμον παιδεία ποὺ κατεῖχε. Ἐκινεῖτο ἄνετα στὸ χῶρο τῶν ἀρχαίων Ἑλλήνων συγγραφέων, φιλοσόφων καὶ δραματικῶν ποιητῶν καὶ συχνότατα διάνθιζε τὰ ἐξαιρετικὰ ἀπὸ πλευρᾶς ρητορικῆς δεινότητας κηρύγματά του, μὲ ρητὰ καὶ λόγους τους. Γενικότερα οἱ θύραθεν γνώσεις του κάλυπταν πολλὰ πεδία, ἀπὸ αὐτὸ τῆς πολιτικῆς ἱστορίας καὶ διαιτητικῆς, μέχρι κι’ ἐκεῖνο τῶν ἀγροτικῶν ἀσχολιῶν ἢ τῶν οἰκιακῶν καθηκόντων.
Ἐκτὸς ἀπὸ τὸ ὅτι ὡς ἐπίσκοπος ἦταν ἐπιφορτισμένος καὶ μὲ τὰ διοικητικὰ καθήκοντα ἑνὸς ἐπισκόπου, συνέγραφε, προσευχόταν πολλὲς φορὲς στὴ διάρκεια τῆς ἡμέρας καὶ μάλιστα «περιπατητικῶς», ἐπικαλούμενος συνεχῶς ἐκτὸς ἀπὸ τὸν Κύριο καὶ τὴν Παναγία Μητέρα Του, πλῆθος ἁγίων, ὅπως μοῦ ἔλεγε, ὅταν ἤμουν διάκονός του, ἐγκωμιάζοντάς μου συνεχῶς τὰ ἀγαθὰ τῆς ἀδιαλείπτου προσευχῆς.
Τὸν βλέπαμε νὰ ἐξομολογεῖ ἀσταμάτητα σὰν ἁπλὸς ἱερεὺς πολὺν κόσμο, ποὺ συνέρρεαν ἀπὸ κοντὰ καὶ μακριά, γιὰ νὰ ἀναπαυθοῦν στὶς σοφές του συμβουλές, ὅπου κάποιοι διαπίστωναν τὰ χαρίσματά του. Ἐκεῖνο ὅμως ποὺ ἔκανε πολυαρίθμους ἀνθρώπους νὰ τὸν πλησιάζουν, ἦταν ἡ φήμη γιὰ τὴν παρρησία τῆς προσευχῆς του, πρᾶγμα ποὺ σχολίαζε συχνὰ καὶ ὁ γέροντας Ἐφραὶμ στὴν Ἀριζόνα, λέγοντας ὅτι ἔχει τόση δύναμη προσευχῆς, ὥστε «ὅ,τι ζητήσει ἀπὸ τὸ Θεό γίνεται»(!) . Ἀλλὰ καὶ σὲ κάποιο πρόσωπο ἀπευθυνόμενος ὁ γέροντας Ἐφραίμ, σχολίασε ὅτι «γιὰ τὰ πνευματικά του παιδιά, ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔπεφτε μέσα στὴ φωτιά» . Τόσο πολὺ προσευχόταν.
Κατὰ τὴ μαρτυρία τοῦ πατρὸς Στεφάνου Ἀναγνωστοπούλου ἡ θεία Χάρις ἦταν «ὁρατή ἐπάνω του» κάποτε ὅταν λειτουργοῦσε, ἐνῶ στὴ διάρκεια μίας χειροτονίας καὶ κατὰ τὴν ὥρα ποὺ τελοῦσε τὴν κάλυψη τῆς Προσκομιδῆς ἐθεάθη σὲ ἔκσταση, πρᾶγμα ποὺ ἀντελήφθησαν καὶ οἱ παρευρισκόμενοι ἱερεῖς, σὰν κάτι ἰδιαίτερο. Ὅταν μετὰ ἀπὸ τὴ χειροτονία κάποιος ἀπὸ ἐκείνους τοὺς ἱερεῖς τὸν ρώτησε ἂν εἶναι κάποιες φορὲς δυνατὸν ἕνας ἐπίσκοπος νὰ αἰσθανθεῖ κάτι ἔκτακτο σὲ μία χειροτονία, ἔλαβε μία ἀπάντηση μὲ πολὺ νόημα: «Τὸ θέμα εἶναι τὶ νιώθει ὁ χειροτονούμενος, ὄχι ὁ Ἀρχιερεύς»! κι ἔριξε μιὰ ματιὰ στὸ νεοχειροτονηθέντα. Αὐτὰ παρόντος ἐμοῦ. Πολλὰ ἔχουν να διηγοῦνται γιὰ παρόμοιες ἐμπειρίες του καὶ κάποιοι Ἁγιορεῖτες Πατέρες. Ἀπὸ ὅσα ἔτυχε νὰ ἀκούσω, ὑπάρχει ἐμμονὴ κυρίως στὸ θέμα τῆς δυνατῆς, πεπαρρησιασμένης προσευχῆς του, ποὺ νομίζω δὲν εἶναι ἄσχετο μὲ τὴ βιοτὴ τοῦ γιὰ κάποια χρόνια πνευματικοῦ του πατέρα, ἀρχιεπισκόπου Ἀμερικῆς Μιχαήλ, τοῦ ἀπὸ Κορινθίας, γιὰ τὸν ὁποῖο ὑπῆρχε ἐπίσης ἡ φήμη ὅτι εἶχε προσευχὴ θαυματουργική. Ἔχω τὴ γνώμη ὅτι καὶ τὰ κείμενά τους ἔχουν μεγάλη ὑφολογικὴ συγγένεια, θυμίζοντας τὸ ὕφος τῶν κειμένων τοῦ ἁγίου Νεκταρίου, μὲ τὸν ὁποῖο ὁ ἐπίσκοπος Ἀντώνιος ἔλεγε καὶ ἔδειχνε κατὰ κάποιο τρόπο ὅτι εἶχε ἰδιαίτερη σχέση .
Ἐνθυμοῦμαι μία φορὰ μιὰ ἰδιαίτερη στιχομυθία ἀνάμεσά μας, ὅταν ἤμουν διάκονος:
-Πῶς πῆγε ἡ προσευχὴ σήμερα σεβασμιότατε;
-Δόξα τῷ Θεῷ, διάκο. 6 χιλιόμετρα προσευχὴ καὶ 2 χιλιόμετρα κήρυγμα(!).
Αὐτὸ τὸ ἀναφέρω γιὰ νὰ δείξω τὶ ἐννοῶ μὲ τὸν ὅρο «περιπατητική» προσευχὴ, που προηγουμένως χρησιμοποίησα.
Συνήθως ὄρθριζε στὶς 4:30 τὰ ξημερώματα, ἀφοῦ κοιμόταν ἀρκετὰ πρίν. Μοῦ διηγεῖτο πὼς νεότερος ἱερεὺς ὅταν ἦταν, συχνὰ ἄρχιζε τὴν πρωινὴ ἀκολουθία στὶς 3:00 ἡ ὥρα καὶ μὲ τὴ θεία Λειτουργία τελείωνε κατὰ τὶς 6:00 τὸ πρωί. Λίγο ἀργότερα πήγαινε γιὰ μάθημα στὴν ἱερατικὴ σχολὴ τῆς Ξάνθης ὅπου ὑπηρετοῦσε σὰν σχολάρχης.
Νήστευε ἀπὸ τὸ κρέας γιὰ τοὐλάχιστον 55 χρόνια. Καφὲ δὲν ἔπινε σχεδὸν ποτέ. Κάποτε μιὰ μοναχὴ καὶ δύο-τρεῖς λαϊκοὶ εἶδαν ἔκπληκτοι ὅτι, ὅταν μὲ χαρὰ τοὺς ὑποδέχτηκε στὴν Ἱερὰ Μονὴ Κοιμήσεως Θεοτόκου Μικροκάστρου, τοὺς ἔφτιαξε καφέ καὶ τοὺς τὸν σέρβιρε, δὲ δίστασε μάλιστα νὰ μεταφέρει βαλίτσες γνωστῶν του ἐπισκεπτῶν! (Καὶ στὰ δύο γεγονότα ὑπῆρξα αὐτόπτης μάρτυς).
Συχνὰ ἔλεγε, εἰδικὰ στοὺς κληρικοὺς, νὰ ἐφαρμόζουμε στὴ ζωή μας τὸ «λάθε βιώσας», δηλαδὴ νὰ ζεῖς κρυφά, νὰ κρύβεις τὴν ἀρετή σου. Ἦταν κανόνας τοῦ Γέροντα νὰ ἀποφεύγει μετ’ ἐπιμονῆς τὰ φῶτα τῆς δημοσιότητας, μόνο δὲ πρὸς τὸ τέλος τῆς ζωῆς του ἐκείνη τὸν πλησίασε, ἐφ’ ὅσον ἐξαπλώθηκε ἡ φήμη τῆς ἀρετῆς του.
Μισοῦσε μ’ ἕνα ἅγιο μῖσος τὴν ἐπίδειξη, καὶ προφανῶς τὴν ποιμαντικὴ ἐπίδειξη «ἔργου», «κινήσεως», κλπ. Τὴν θεωροῦσε, ὡς ἀσθένεια τῶν ἡμερῶν μας, προτεσταντικοῦ τύπου ἀντιστάθμισμα τῆς ἔλλειψης ἐσωτερικοῦ βιώματος καὶ προσευχῆς. Ἤξερε πὼς πίσω καὶ ἀπὸ τὸ πιὸ ἐντυπωσιακὸ ποιμαντικὸ ἔργο-τάχατες προϊὸν ὁλοκάρδιας ἀφιέρωσης-φωλιάζει ὁ ἀκοίμητος (καὶ πιὸ ἐπικίνδυνος) σκώληξ τῆς κενοδοξίας, ἕτοιμος νὰ καταβροχθίσει πρῶτον καὶ καλύτερο τὸν κληρικὸ καὶ τοὺς ὀπαδούς του.Τὸν ἄφηναν πλήρως ἀδιάφορο τὰ πολυτελῆ ἄμφια καὶ τὰ ἀκριβὰ αὐτοκίνητα, ὁδηγὸ δὲ δὲν εἶχε.
6-7 μῆνες πρὶν ἀπὸ τὴν κοίμησή του, στὸ Ἐπισκοπεῖο, εὑρισκόμασταν οἱ δυό μας. Καὶ μοῦ εἶπε: ἕνας παπᾶς, καθὼς προσευχόταν κάποτε, ἀνέβηκε ψηλά, νόμισε πὼς πέθανε. Πῆγε στὸν Κύριο κι ἐκεῖ ἦταν ὑπέροχα. Φαντάστηκε πὼς θὰ μείνει γιὰ πάντα ἐκεῖ. Ἀλλὰ δὲν εἶχε φτάσει ἡ ὥρα του. Καὶ τοῦ λέει ὁ Κύριος (σὰν νὰ μιλοῦσε ὁ ἴδιος στὸν/γιὰ τὸν ἑαυτό του): -Ἐσὺ, ὅμως, θὰ κατέβεις κάτω τώρα πάλι, γιατὶ ἔχεις ἔργο νὰ κάνεις ἀκόμη. Ἐδῶ ἀπ’ ὅ,τι καταλαβαίνουμε γίνεται λόγος γιὰ τὴν ἔκσταση τοῦ νοῦ, τὴν ἄνοδό του στὸν οὐρανό, ποὺ εἶναι ταυτόχρονα εἴσοδός του στὴν καρδία τοῦ προσευχομένου, ὅπου καὶ ἀκολουθοῦν οἱ ἀποκαλύψεις ποὺ περιγράφονται, ἐν φωτὶ καὶ ἐν ἔρωτι Χριστοῦ.
Πέρασε ἀνάμεσά μας ἀθόρυβα. Ἐδαπανήθηκε γιὰ τὸ Χριστὸ μέχρι τελευταίας του στιγμῆς. Τρέχοντας στὰ χωριὰ τῆς Μητροπολιτικῆς του περιφέρειας, ἕως καὶ τὶς παραμικρὲς ἐσχατιές της. Ἀλλὰ καὶ σὰν τοποτηρητὴς δὲν ἄφησε χωριὸ γιὰ χωριὸ σὲ Καστοριὰ καὶ Κοζάνη κατὰ μαρτυρία πολλῶν πιστῶν. Τὸ ἀξιοσημείωτο εἶναι ὅτι στὰ χωριὰ ἔφθανε πρὶν ἀπὸ τὸν παπᾶ. Σ’ αὐτὸ συμμαρτυρῶ κι ἐγώ, διότι κατὰ τὴ δική μου σὲ διάκονο χειροτονία, ἡ ὁποία ἔλαβε χώρα στὴν ἁγία Γλυκερία Γαλατσίου Ἀθηνῶν (13-5-1995), φτάνοντας στὸ ναό, τὸν βρήκαμε σὰν ἁπλὸ παπᾶ, μὲ ἕνα ἁπλὸ ζωστικό, νὰ παραλαμβάνει τὰ πρόσφορα ἀπὸ τοὺς πιστούς.
Ἡ ζωή του ἦταν ἕνας συνδυασμὸς ἐνθουσιώδους ἱεραποστολῆς καὶ ἄκρας ἀσκήσεως. Ἐπειδὴ ἐκεῖνος στὴ ζωή του ἦταν πολὺ αὐστηρός, ὅταν στὴν ἐξομολόγηση ἀσκοῦσε τὴν ἐπιείκεια στοὺς βαρέως ἁμαρτάνοντες, ἀκόμη καὶ κληρικοὺς-σημειωτέον- αὐτὴ ἔφερνε ἀποτέλεσμα: ὁ ἐξομολογούμενος ἀλλοιωνόταν τὴν καλὴν ἀλλοίωση, διότι ἐκτὸς τῶν ἄλλων, ὁ πρᾶος καὶ γλυκὺς ποιμένας καὶ πατέρας, εἶχε τὸ χάρισμα νὰ αἴρει τὰ βάρη τῶν ἄλλων καὶ νὰ τοὺς ἀπαλλάσσει ἀπὸ πάθη καὶ ἐφάμαρτες συνήθειες, ροπὲς καὶ ἀδυναμίες, «χάρισμα ποὺ ὁ Θεὸς μόνο στὸν ἐπίσκοπο δίνει», ὅπως εἶπε μὲ σημασία κάποιος πνευματικός, προκειμένου περὶ ἐπιεικείας ἀσκουμένης σὲ κληρικούς, κι ἂς μὴ σπεύσουν μερικοὶ νὰ σκανδαλισθοῦν: ἐπιείκεια μὲ ἐπιείκεια διαφέρουν στὸ ἀποτέλεσμα. Ἄλλο πρᾶγμα ἡ ἐπιείκεια τοῦ χαύνου καὶ ἡδυπαθοῦς γιὰ νὰ μὴ δυσαρεστηθοῦν κάποιοι, καὶ ἄλλο ἡ ἐπιείκεια τοῦ τετηγμένου ἀπὸ τὴν ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, οἱ ὁποῖες σὰν ἄκτιστες τοῦ Θεοῦ ἐνέργειες περνοῦν μέσα ἀπὸ τὴν καρδιά του, ἁπλώνουν στοὺς γύρωθέ του ἀνθρώπους καὶ ἀλλοιώνουν τὰ καλοπροαίρετα σκεύη.
Ἐπιπλέον, ἡ ἐπιείκεια τοῦ ὀκνηροῦ τὸν κάνει ἀκόμη ὀκνηρότερο, ἐνῶ ἡ ἐπιείκεια τοῦ τεταπεινωμένου καὶ ἀπλανοῦς τὸν ἁγιάζει ἔτι περαιτέρω.
Τὰ μάτια του, κατὰ τὴ διάρκεια τῆς σύντομης καὶ πολυώδυνης νόσου, συχνὰ γέμιζαν δάκρυα. Δὲν ἔλειπαν ὅμως οἱ χαρούμενες στιγμὲς καὶ ἡ ἀστεία διάθεση. Στὴν ἀρχή, ὅταν ὁ καλπάζων καρκῖνος δὲν εἶχε προλάβει ἀκόμη νὰ τὸν καταβάλει, ἔκανε καὶ κάποια κηρύγματα. Κάποια φορά, σὰν νὰ ἤθελε νὰ μᾶς ἐκμυστηρευθεῖ κάτι, κάποια ἐμπειρία του ἴσως, κάτι σὰ νὰ ἔνιωσε, ἐγὼ προσωπικὰ τὸν ἄκουσα νὰ λέει πὼς ὁ Κύριος εἶναι λυπημένος ἐπειδὴ δὲν ὑπάρχει ἀγάπη, χρειάζεται νὰ μετανοήσουμε ὅλοι καὶ θὰ μᾶς ἔλεγε περισσότερα, ἂν γινόταν καλά. «Ὁ Κύριός μου κι ὁ Θεός μου», ἔλεγε καὶ ἔδειχνε ψηλά. Προσευχόταν ἐνίοτε κι ὅταν κοιμόταν. Ἐλεεινολογοῦσε τὸν ἑαυτό του ὅτι ἔπραττε τὰ ἔργα τοῦ Κυρίου ἀμελῶς. Ἐκήρυξα, ἄραγε, ἐσένα Κύριε ἢ τὸν ἑαυτό μου; «Ὅλοι γιὰ τὸν Παράδεισο εἶσθε κι ἐγὼ γιὰ τὴν κόλαση! Εἶστε τ’ ἀδέλφια μου κι ἐσεῖς οἱ ἀδελφές μου!» (στὶς μοναχές). «Ὅλα τὰ ἔχω κάνει παιδί μου, κάθε ἁμαρτία!» (στὸν ἅγιο Καστορίας).
Ἀξιωθήκαμε νὰ τὸν διακονήσουμε πατέρες καὶ μοναχές, καὶ αὐτὸ τὸ θεωροῦμε δῶρο ἀπὸ τὸ Θεό. Εἴχαμε τὴν αἴσθηση ὅτι ὑπηρετοῦμε τὸ Χριστό, στὸ πρόσωπο τοῦ πρεσβυτέρου Ἀδελφοῦ καὶ Ἐπισκόπου μας. Δεθήκαμε πνευματικά, πρᾶγμα ποὺ ὀφείλαμε ὅλοι σὲ ὅλους. Δὲν ξέραμε πολλὲς φορὲς ἂν πρέπει νὰ κλαῖμε ἢ νὰ μειδιοῦμε βλέποντάς τον γεμᾶτον εὐγνωμοσύνη καὶ εὐχαριστίες. Καὶ φυσικά, δὲ θὰ λησμονήσουμε αὐτὰ τὰ μάτια, τὰ ἀθῶα καὶ συνάμα ἐξεταστικά, τὰ ὁποῖα εἴμαστε βέβαιοι ὅτι ἐν Πνεύματι μέσα ἀπὸ τὸ Φῶς τοῦ Χριστοῦ μᾶς παρακολουθοῦν συνεχῶς πατρικὰ καὶ φιλόστοργα.
Ὅταν πιὰ τὸν εἴδαμε κεκοιμημένο, κατάστικτο τοῖς μώλωψι στὸ νοσοκομεῖο, ἕτοιμοι νὰ τὸν ἐνδύσουμε τὰ αρχιερατικά του ἄμφια, μὲ τὴν πληγὴ τῶν ἐπεμβάσεων ἀκριβῶς κάτω ἀπὸ τὴ δεξιὰ πλευρά του, τὸ μυαλό μας πῆγε σὲ πολύτιμο πρόσφορο, ὑψωμένο καὶ λογχισμένο, ἕτοιμο γιὰ τὴν ἀναίμακτη ἱερουργία. Ὥσπερ πελεκὰν τετρωμένος τὴν πλευρὰν, ὁ ὁποῖος ἐπέσταξε τοὺς ζωτικοὺς κρουνοὺς τῆς διδασκαλίας του στὴν λιμώττουσα καρδιά μας.
Θὰ ἐπανέλθουμε μὲ ἕνα δεύτερο κείμενο ποὺ ἀφορᾶ σὲ ὁρισμένα λίαν εὔγλωττα περιστατικά, τὰ ὁποῖα δείχνουν τὸ πνευματικὸ ὕψος τοῦ ἀνδρός.