Οἱ Ἅγιοι Θύρσος, Λεύκιος καὶ Καλλίνικος ἔζησαν τὸν 3ου αἰώνα μ.Χ. Κατάγονταν ἀπὸ τὴν Βιθυνία καὶ κατοικοῦσαν στὴν Καισάρεια. Ἦταν γόνοι ἐπιφανῶν οἰκογενειῶν καὶ διῆγαν εὐσεβὴ καὶ ταπεινὸ βίο.
Μαρτύρησαν, ὅταν ὁ αὐτοκράτορας Δέκιος κήρυξε σκληρὸ διωγμὸ κατὰ τῶν χριστιανῶν. Χωρὶς νὰ φοβηθεῖ τὶς ἀπειλὲς τῶν εἰδωλολατρῶν, ὁ Λεύκιος παρουσιάστηκε οἰκειοθελῶς στὸν ἔπαρχο Κουμβρίκιο, στὸν ὁποῖο καὶ ὁμολόγησε τὴν πίστη του. Δὲν δίστασε νὰ ἐλέγξει τὸν ἔπαρχο, ποὺ προσπαθοῦσε μὲ κάθε μέσο, νὰ περιορίσει τὴν διάδοση τοῦ χριστιανισμοῦ. Ἐξοργισθεῖς ὁ Κουμβρίκιος διέταξε τὸν βασανισμὸ τοῦ Ἁγίου. Ἀφοῦ ὑπέστη φρικτὰ βασανιστήρια, ὁ Λεύκιος πέθανε μὲ ἀποκεφαλισμό.
Ἡ γενναία στάση τοῦ Ἁγίου ὁδήγησε μπροστὰ στὸν ἡγεμόνα καὶ τὸν Θύρσο, ὁ ὁποῖος ὁμολόγησε μὲ θάρρος ὅτι Κύριος καὶ Θεός του εἶναι ὁ Ἰησοῦς Χριστός. Γιὰ τὴν ὁμολογία του αὐτὴ ὑπέστη φοβερὰ βασανιστήρια, γεγονὸς ποὺ ὁδήγησε στὴν χριστιανικὴ πίστη τὸν εἰδωλολάτρη ἱερέα Καλλίνικο.
Οἱ δυὸ ἄνδρες βρῆκαν μαρτυρικὸ θάνατο. Ὁ Καλλίνικος ἀποκεφαλίστηκε, ἐνῶ ὁ Θύρσος θανατώθηκε μὲ πριόνια ἀπὸ τοὺς δήμιους.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Τὴν ὡραιότητα.
Τὴν ἑξαστέλεχον, Μαρτύρων φάλαγγα, ᾀσμάτων ἄνθεσιν ἀνευφημήσωμεν, ὡς καθαιρέτας τοῦ ἐχθροῦ, καὶ στύλους τῆς ευσεβείας, Θύρσον καὶ Φιλήμονα, καὶ στερρὸν Ἀπολλώνιον, Ἀρριανὸν Καλλίνικον, καὶ τὸν ἔνδοξον Λεύκιον· αὐτοὶ γὰρ οὐρανίων χαρίτων, κόσμῳ πυρσεύουσι τὴν αἴγλην.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Τοὺς φωστῆρας ἅπαντες, τῆς Ἐκκλησίας, συνελθόντες σήμερον, ἐν ἐγκωμίοις ἱεροίς, ἀνευφημοῦντες ὑμνήσωμεν, ὡς Ἀθλοφόρους Χριστοῦ τοῦ Θεοῦ ἡμῶν.
Μεγαλυνάριον.
Δῆμος ἁγιόλεκτος καὶ σεπτός, πρόκειται εἰς αἶνον, Ἀθλοφόρων θεοστεφῶν, ὧν τὰς ἀριστείας, πνευματικῶς τιμῶντες, τὴν τούτων μυηθῶμεν, θείαν ἀνάβασιν.