Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐγεννήθηκε στὴ Ρώμη, ἀπὸ εὔπορους καὶ εὐσεβεῖς γονεῖς καὶ ἦταν συγγενὴς τοῦ Μεγάλου Κωνσταντίνου. Ἐσπούδασε φιλολογία, φιλοσοφία καὶ ἰατρική. Μεταχειρίσθηκε ὅμως τὴν ἰατρικὴ ὄχι σὰν ἐπικερδὲς ἐπάγγελμα, ἀλλὰ γιὰ εὐεργετικοὺς καὶ φιλανθρωπικοὺς σκοπούς. Ὁδηγὸς στὸ βίο του ἦταν ὁ λόγος τοῦ Κυρίου: «Γίνεσθε οὖν οἰκτίρμονες καθὼς καὶ ὁ πατὴρ ἡμῶν οἰκτίρμων ἐστί». Ἔτσι ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἦταν προστάτης ἰατρὸς τῶν φτωχῶν. Τὴν οἰκία του τὴν εἶχε μετατρέψει σὲ νοσοκομεῖο καὶ περιέθαλπε πάσχοντες ἀστέγους.
Ὅταν ἀπέθαναν οἱ γονεῖς του, μὲ τὸν ἴδιο τρόπο ὁ Σαμψὼν συνέχισε τὴν ζωή του στὴν Κωνσταντινούπολη προσευχόμενος στοὺς ναοὺς τῶν Ἁγίων Προφητῶν. Ὁ Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Μηνᾶς (536 – 552 μ.Χ.), βλέποντας τὸ ἔργο καὶ τὴν ἀρετὴ τοῦ Σαμψών, τὸν ἐχειροτόνησε ἱερέα.
Μὲ ὅση περιουσία τοῦ ἀπέμεινε, ὁ Ὅσιος ἔκτισε νοσοκομεῖο, ποὺ ἀναδείχθηκε σὲ φημισμένο φιλανθρωπικὸ ἵδρυμα. Ἡ φήμη του προσείλκυσε τὴν εὔνοια καὶ αὐτοῦ τοῦ αὐτοκράτορος Ἰουστινιανοῦ (541 μ.Χ.), τὸν ὁποῖο ἐθεράπευσε ἀπὸ βαριὰ ἀσθένεια. Ὁ αὐτοκράτορας ἀπὸ εὐγνωμοσύνη ἀνακαίνισε τὸν ξενώνα, ποὺ εἶχε καταστραφεῖ ἀπὸ πυρκαγιὰ τὸ 532 μ.Χ., δίνοντάς του τὸ ὄνομα τοῦ ἰατροῦ ποὺ τὸν ἐθεράπευσε.
Ὁ ξενώνας τοῦ Ὁσίου Σαμψὼν κατεῖχε ξεχωριστὴ θέση ἀνάμεσα σὲ ὅλα τὰ νοσηλευτικὰ ἱδρύματα τῆς ἐποχῆς του. Εὑρισκόταν μεταξὺ τῶν ναῶν τῆς Ἁγίας Σοφίας καὶ τῆς Ἁγίας Εἰρήνης, σύγχρονοι δὲ μελετητὲς τὸν τοποθετοῦν στὰ βόρεια τῆς Ἁγίας Σοφίας. Τὸ Δεκέμβριο τοῦ 536 μ.Χ. καταστράφηκε πάλι ἀπὸ πυρκαγιὰ καὶ ξανακτίσθηκε. Ἡ «Σύνοψις τῶν Βασιλικῶν» στὸ τέλος τοῦ 9ου αἰῶνος μ.Χ. ὅριζε πὼς ὅλα τὰ προνόμια ποὺ εἶχαν δοθεῖ στὴν Ἐκκλησία τῆς Ἁγίας Σοφίας στὸν ξενώνα τοῦ ἀειμνήστου Σαμψὼν πρέπει νὰ διατηρηθοῦν. Ὁ Κωνσταντίνος ὁ Πορφυρογέννητος γράφει στὸ ἔργο του «Περὶ Βασιλείου Τάξεως», ὅτι ὁ διευθυντὴς τοῦ ξενῶνος τοῦ Σαμψὼν ἐκρατοῦσε στὴ λιτανεία τῆς Κυριακῆς τῶν Βαΐων τὸ ἕκτο λάβαρο. Ὁ ξενώνας ἐλειτούργησε ἄριστα μέχρι τὸν 13ο αἰώνα καὶ αὐτὸ φαίνεται ἀπὸ τὸ κείμενο τοῦ Μανουὴλ Φιλῆ (1275 – 1345), ὁ ὁποῖος ἐξέφρασε τὴν εὐχὴ ὁ ἀνιψιὸς τοῦ Μιχαὴλ Η’ Παλαιολόγου νὰ γίνει δεύτερος Σαμψών.
Ὁ Ὅσιος Σαμψὼν ἐκοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, σὲ βαθὺ γήρας, στὸν ξενώνα του. Τὸ τίμιο λείψανό του ἐτοποθετήθηκε στὸ ναὸ τοῦ Ἁγίου Μάρτυρος Μωκίου.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Ὁ φέρων τὴν μίμησιν, τῶν τοῦ Θεοῦ οἰκτίρμων, ἐνθέου χρηστότητος, ἀναβλυσταίνεις κρουνούς, Σαμψὼν ἱερώτατε· σὺ γὰρ θεομιμήτῳ, ἐλλαμφθεὶς συμπαθείᾳ, ὤφθης τῶν τεθλιμένων, καὶ πασχόντων ἀκέστωρ, παρέχων ἑνὶ ἑκάστῳ, ῥῶσιν καὶ ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. δ’. Ὡς ἀπαρχὰς τῆς φύσεως.
Ὡς ἰατρὸν πανάριστον, καὶ λειτουργὸν εὐπρόσδεκτον, οἱ τῇ σορῷ του τῇ θείᾳ προστρέχοντες, Σαμψὼν θεόφρον Ὅσιε, συνελθόντες σε ὕμνοις καὶ ψαλμοῖς ἀνυμνοῦμεν, Χριστὸν δοξάζοντες, τὸν τοιαύτην σοι χάριν, παρέχοντα τῶν ἰάσεων.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις ἀσθενούντων ὁ ἰατρός· χαίροις θλιβομένων, ὁ θερμότατος ἀρωγός· χαίροις τῶν πενήτων, καὶ ξένων ἀντιλήπτωρ, Σαμψὼν Χριστοῦ θεράπον, ἀξιοθαύμαστε.