Γεννήθηκε στο Καρπενήσι το 1912.
Έχασε στα 6 της χρόνια, τη μάνα και τ’ αδέλφια της, τρία αγόρια κι’ ένα κορίτσι, σ’ ένα πολύ σύντομο καταστροφικό διάστημα. Τα δυο της αδέλφια, κάτω από 20 χρόνων, έφυγαν από πνευμονία. Η μάνα της, ο τρίτος αδελφός και η αδελφή της, και οι τρεις μαζί, από επιδημία του που έπεσε στη μείζονα περιοχή και ξεκλήρισε πολλούς, πιθανέστατα θανατηφόρα ισπανική γρίπη (1918-1919) ή με μικρή πιθανότητα, από τύφο. Αναγκαστικά έμεινε σε συγγενικά χέρια της μάνας της στην Καρύτσα της Ευρυτανίας.
Με το δεύτερο γάμο του πατέρα της, Αγραφιώτη λεπτουργού-εκκλησιαστικού ξυλογλύπτη και ιεροψάλτη Στυλιανού Υφαντή, έμεινε μαζί του για το διάστημα πριν παντρευτεί τον Δημήτριο Παπαδιονυσίου στο Κάψη στις 30 Νοε. 1930 και εγκατασταθεί στον Καραβά του Πειραιά, στην οδό Παλαιών Πατρών Γερμανού και Κλεισθένους. Στο Κάψη έκανε φιλίες με τα κορίτσια της οικογένειας του παπά Βαγγέλη Πολυχρονόπουλου και άλλων.
Απέκτησε τρία παιδιά. Τον Κωνσταντίνο, την Φωτεινή και τον γράφοντα Νικόλαο που γεννήθηκε στο Κάψη.
Πολλά θα μπορούσε να γράψει κανείς για τη ζωή της, την αφοσίωσή της στη θρησκεία, την εξυπνάδα και δημιουργικότητά της. Περιορίζομαι σε δύο περιστατικά, σχετικά με την ανέγερση δύο συγκεκριμένων εκκλησιών στα άκρα του Πειραιά.
Το ένα ειδικά περιστατικό αποτελεί κάτι που πλησιάζει, είναι, πραγματοποίηση οπτασίας ή ονείρου της!.
Περνώντας τα χρόνια, ειδικά με την 10ετία του 50, μετά τα δύσκολα χρόνια της Κατοχής, με τη σχετική βελτίωση της οικονομικής θέσης της οικογένειας και το μεγάλωμα των παιδιών της, άρχισε να έχει ελεύθερο χρόνο. Ήδη από ενωρίτερα είχε αρχίσει να ασχολείται με τα εκκλησιαστικά.
Κάποιο καλοκαιρινό πρωινό της αρχής της 10ετίας του 1950, μάλλον, χωρίς να είμαι σίγουρος, το 1951 ή 52, μας είπε όταν ξυπνήσαμε ότι είδε στον ύπνο της τους …Αγίους Αναργύρους. Της είπαν οι Άγιοι:
- Το Σπίτι Μας δε Μας χωράει !.
Το Σπίτι Τους ήταν η πολύ παλιά εκκλησούλα των Αγίων Αναργύρων του Καραβά, που λειτουργούσε τότε. Γύρο της υπήρχαν μερικοί πολυκαιρισμένοι τάφοι, ένδειξη μάλλον ότι παλιά ήταν εκκλησία νεκροταφείου. Το όνειρό της το διηγήθηκε αυθημερόν στη νονά μου Κατίνα Κατρανίδου- Λαγογιάννη, σαν πιο μορφωμένη αυτή, εκπαιδευτικό και ιδιοκτήτρια του μοναδικού τότε ιδιωτικού Δημοτικού Σχολείου στην ενορία, πιο κοινωνική και παράγοντα της περιοχής του Πειραιά, ασχολούμενη με τα εκκλησιαστικά των Αγίων Αναργύρων από καιρό.
Η τελευταία έχοντας προγνώσει από καιρό την ανάγκη νέας, μεγαλύτερης εκκλησίας για την ενορία, άρπαξε την ευκαιρία και συγκάλεσε άμεσα το εκκλησιαστικό συμβούλιο με το κύρος της, κόρη η ίδια της Δέσποινας Κατρανίδου, εκπαιδευτικού και ιδιοκτήτριας σχολείων στη Παλιά Κοκκινιά. Με τη συμμετοχή του τότε Αγίου Πειραιώς, παρουσιάστηκε η μητέρα μου Δέσποινα, γνωστή ήδη στους περισσότερους, και διηγήθηκε το όνειρο που θεωρήθηκε απ’ όλους τρόπος έκφρασης της επιθυμίας των Αγίων που δεν επιδεχόταν αναβολές ή μεμψιμοιρίες.
Επακολούθησε άμεση απόφαση ανέγερσης νέας εκκλησίας των Αγίων Αναργύρων (φωτό 1), αυτής που υπάρχει σήμερα, που ανακοινώθηκε στους πιστούς στην εκκλησία, με πρώτη αναφορά στο όνειρο της Δέσποινας για την επιθυμία των Αγίων. Λαχειοφόρες αγορές, δωρεές πλουσίων ενοριτών και μη, δίσκοι, τάματα, χρηματοδότησαν την ανέγερση ραγδαία επί κάποια χρόνια, πολύ πιο λίγα συγκριτικά με σημερινές καθυστερήσεις ανέγερσης- εικονογράφησης εκκλησιών. Πρώτη στις λαχειοφόρες αγορές η μητέρα μου με τα «τραπεζάκια της», πωλήσεις λαχνών, προσωπική εργασία για την οργάνωση. Ακόμη και στο εισιτήριο λεωφορείων Νικαίας και των άλλων συνοικιών – Πειραιά μπήκε προσαύξηση μιας δεκάρας υπέρ ανεγέρσεως του Ναού, όπως με πληροφόρησε η πεθερά μου, κάτοικος της περιοχής, πριν λίγα χρόνια.
Ο πρώτος ιερέας που ανέλαβε ήταν ο νεαρός τότε παπά- Γιώργης Κρητικός, ιερέας μαχητικός, που σήμερα εν ζωή σίγουρα θα θυμάται πρόσωπα και καταστάσεις.
Με την ίδια θέρμη εργάστηκε λίγο μετά, μάλιστα και σαν Πρόεδρος του Δ.Σ του Συλλόγου Ανέγερσης της εκκλησίας των Εισοδίων της Θεοτόκου ή Παναγίας της Οδηγήτριας ή «Παναγίτσας» (Φωτό 2), όπως την αποκαλούσαμε τότε, στη κορυφή του λόφου Βώκου Καραβά, παλιού πολυβολείου των Γερμανών, της γνωστής συνοικίας Μανιάτικα. Στην φωτο 3 (πιθανά 1953-54) εικονίζεται η μητέρα μου Δέσποινα στο κέντρο με τον τότε Δήμαρχο Πειραιά παλιό παίχτη του Ολυμπιακού Γ. Ανδριανόπουλο και άλλες κυρίες, σε δημόσιες σχέσεις που αφορούσαν την ενίσχυση του έργου της ανέγερσης. Κι’ εδώ εργάστηκε για την ανοικοδόμηση του νέου Ιερού Ναού στη θέση του πολύ παλιού μικρού και μάλλον πλινθόκτιστου, που κι’ αυτός παραμένει στη μνήμη του γράφοντος.
Ο εκκλησιασμός της οικογένειας γινόταν σε τρεις περίπου, της ίδιας απόστασης από το σπίτι μας, εκκλησίες και μάλιστα όσον αφορά τον γράφοντα ανάλογα με την παιδική και εφηβική του ηλικία και την προτίμησή του σε κατηχητές και εξομολογητές, όσο ζούσε στην περιοχή, στην Παναγίτσα, τους Αγίους Αναργύρους, τον Άγιο Νικόλαο Νικαίας και σπάνια στην Αγία Σωτήρα Πειραιά.
Η μητέρα μου Δέσποινα «έφυγε» στα 58 της το 1970 από οικιακό ατύχημα, πέφτοντας από ένα σκαλοπάτι, όπου έσπασε το πόδι της ψηλά, και μόλυνση στην κλινική στην επέμβαση για τη συγκόλληση με μέταλλο, όπου κυριολεκτικά έσβησε σε 10 ημέρες. Ο πατέρας μου την ακολούθησε σε 15 ημέρες, συγκλονισμένος από την απουσία της.
Ο παππούς μου Στυλιανός Υφαντής, τους ακολούθησε μετά περίπου τρεις μήνες, έχοντας δει και το τελευταίο του παιδί από την πρώτη του οικογένεια, την κόρη του, να φεύγει.
O υιός της
Νικόλαος Παπαδιονυσίου, Μεταλλειολόγος και Μεταλλουργός Μηχανικός ΕΜΠ, Ομότιμο Μέλος του ΤΕΕ, Αχιλλέως 7- 9 Π.Φάληρο 175 62, 210 9888060