Ὅσιος Μάρων
Ὁ Ὅσιος Μάρων ἔζησε πρὶν τὸν 5ο αἰῶνα μ.Χ. καὶ ἐπειδὴ ἀγαποῦσε τὸν μοναχικὸ βίο καὶ τὴν ἡσυχία εἶχε στήσει τὸ ἀσκητήριό του σὲ κορυφὴ βουνοῦ τῆς πόλεως Κύρρου τῆς Συρίας. Ἐκεῖ ὑπῆρχε ἐρειπωμένος εἰδωλολατρικὸς ναός, τὸν ὁποῖο ὁ Ὅσιος τὸν μετέτρεψε σὲ τόπο λατρείας τοῦ ἀληθινοῦ Θεοῦ. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του καὶ τὸ χάρισμα τῆς θαυματουργίας ποὺ ἔλαβε ἀπὸ τὸν Θεὸ ὁδήγησαν καὶ προσείλκυσαν κοντά του πολλοὺς μοναχούς, χάριν τῶν ὁποίων ὁ Ὅσιος ἔκτισε μονὲς καὶ ἀσκητήρια στὴν εὐρύτερη περιοχὴ τῆς Κύρρου.
Ὁ Ὅσιος Μάρων, μετὰ ἀπὸ ἀσθένεια, κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη.
Ὅσιος Ἀβραάμης
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης ἔζησε κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ αὐτοκράτορα Θεοδοσίου τοῦ Μεγάλου (395 – 408 μ.Χ.). Καταγόταν ἀπὸ τὴν πόλη Κύρρο τῆς Συρίας καὶ ἀνατράφηκε μὲ παιδεία καὶ νουθεσία Κυρίου. Ὅταν ἔμαθε ὅτι σὲ κάποιο χωριὸ τοῦ Λιβάνου οἱ κάτοικοι ἦταν ὅλοι εἰδωλολάτρες, μετέβη ἐκεῖ καὶ μὲ τὴ διδασκαλία, τὴν ἁγία βιοτή του καὶ τὴ φιλανθρωπική του δράση, ἀφοῦ πλήρωσε ὁ ἴδιος τοὺς φόρους στοὺς εἰσπράκτορες ποὺ πίεζαν τὸν λαό, προσείλκυσε στὴ χριστιανικὴ πίστη πολλοὺς ἐθνικούς. Οἱ Χριστιανοὶ ἔκτισαν ναὸ στὸ χωριό τους καὶ εἶχαν τὸν Ἅγιο ὡς ἱερέα τους.
Ὁ Ὅσιος Ἀβραάμης, μετὰ ἀπὸ τριετὴ δράση, ἐπέστρεψε στὸ κελί του καὶ ἀπὸ ἐκεῖ μετέβη στὴν πόλη τῶν Καρρῶν τῆς Παλαιστίνης, στὴν ὁποία ἔγινε Ἐπίσκοπος ἀγωνιζόμενος νὰ ὁδηγήσει στὴν ἀληθινὴ πίστη τοὺς εἰδωλολάτρες κατοίκους αὐτῆς.
Ἡ φήμη τῆς ἁγιότητας καὶ τῆς ἀποστολικῆς δράσεως αὐτοῦ ἔφθασε μέχρι τὴν Κωνσταντινούπολη, ὁ δὲ αὐτοκράτορας Θεοδόσιος, ποὺ ἐπιθυμοῦσε νὰ τὸν δεῖ προσωπικά, τὸν κάλεσε στὴν Βασιλεύουσα. Ἐκεῖ ὁ Ὅσιος κοιμήθηκε εἰρηνικά. Τὸ τίμιο λείψανό του, κατὰ βασιλικὴ προσταγή, τὸ προέπεμψαν μὲ μεγάλες τιμὲς στὴν πόλη τῶν Καρρῶν, ὅπου καὶ ἐνταφιάσθηκε.
Ὅσιος Ἰσαάκιος ὁ Ἔγκλειστος ὁ ἐκ Ρωσίας
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος (Τοροπτσάνιν) γεννήθηκε στὴ Ρωσία ἀπὸ πλούσιους καὶ ἐπιφανεῖς γονεῖς. Ἡ κύρια ἐνασχόλησή του ἦταν τὸ ἐμπόριο. Κάποτε ὅμως ἡ ἀγαθὴ διάνοιά του σκέφθηκε ὅτι ὅλα τὰ ἀνθρώπινα εἶναι μάταια. Μοίρασε τότε ὅλη τὴν περιουσία του στοὺς πτωχοὺς καὶ ᾖλθε στὸ σπήλαιο τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου), στὴ Λαύρα τοῦ Κιέβου, ποθώντας νὰ ἀφιερωθεῖ στὸν Κύριο. Ἐκεῖ ἐκάρη μοναχὸς καὶ ἄρχισε τὸν σκληρό του πνευματικὸ ἀγῶνα. Μὲ τὴν εὐλογία τοῦ Ὁσίου Ἀντωνίου κλείσθηκε στὸ βάθος τῶν Σπηλαίων, στὸ πιὸ σκοτεινὸ κελί.
Ὁ Ὅσιος προσευχόταν ἀδιάλειπτα στὸν Κύριο μὲ δάκρυα, χωρὶς νὰ γνωρίζει πότε ἦταν νύκτα καὶ πότε ἡμέρα. Δὲν εἶχε στρῶμα καὶ ποτὲ δὲν ξάπλωνε γιὰ ὕπνο. Κοιμόταν ἐλάχιστα καθισμένος σὲ ἕνα κούτσουρο. Ἔτρωγε μόνο λίγο πρόσφορο καὶ ἔπινε λίγο νερὸ ποὺ τοῦ ἔφερνε ὁ ἴδιος ὁ Ὅσιος Ἀντώνιος.
Ὁ Ὅσιος Ἰσαάκιος δοκιμάσθηκε σκληρὰ ἀπὸ τὸν πειρασμὸ τὴν κενοδοξίας. Ὅμως τὸ ἔλεος τοῦ Θεοῦ καὶ ἡ ἀγάπη τῶν Πατέρων τὸν διαφύλαξαν σῶο καὶ ἀβλαβή. Ἀφοῦ ἔζησε μὲ σκληρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία καὶ πρόκοψε στὴν ὑπακοὴ καὶ τὴν ἁπλότητα, κοιμήθηκε ὁσίως μὲ εἰρήνη. Ὁ ἡγούμενος Ἰωάννης καὶ οἱ ἀδελφοὶ κήδευσαν μὲ μεγάλη τιμὴ τὸ ἱερὸ λείψανό του στὸν ὑπόγειο τόπο, ὅπου ἀναπαύονταν τὰ σεπτὰ λείψανα καὶ τῶν ἄλλων Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Λαύρας.