Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ "ΠΑΝΑΓΙΑ Η ΓΙΑΤΡΙΣΣΑ" | | |
Η αρχή της ιδρύσεως χάνεται στο ανεξερεύνητο βάθος του παρελθόντος. Οι δια στόματος πληροφορίες μαρτυρούν, ότι την τοποθεσία αυτή την είχαν διαλέξει στην αρχή οι Αρχαίοι Έλληνες, για δική τους κατοικία. Μακρυά από τις θάλασσες, για το φόβο των πειρατών και κοντά στα δάση για τη χρήση της ξυλείας και τη συντήρηση της κτηνοτροφίας, είχαν κτίσει τις κατοικίες τους ψηλά στον Ταΰγετο. Εκεί λοιπόν είχαν ανεγείρει και τους βωμούς τους.
Οι αρχαίοι Έλληνες επεδίωκαν, με κάθε τρόπο, το ψυχικό ανέβασμα. Αναζητούσαν το Θεό κυρίως στα ψηλά. Για το σκοπό αυτό είχαν εκλέξει για κατοικία των θεών των τον ψηλόν Όλυμπον. Η προτροπή του Αποστόλου Παύλου: «τα άνω ζητείτε, oυ ο Χριστός εστίν τα άνω φρονείτε μη τα επί της γης», ήταν για τους ανθρώπους της προχριστιανικής εποχής πόθος βαθύς, πάντοτε απραγματοποίητος. Έμενε διαρκώς απραγματοποίητος μέχρι της ενανθρωπήσεως και της θυσίας του θεανθρώπου, όπως σαφώς εδήλωσε ο Ιησούς λίγο προ του Πάθους Του, όταν έλεγε στους μαθητές του: «καγώ εάν υψωθώ εκ της γης, πάντας ελκύσω προς εμαυτόν».
Στον τόπον λοιπόν, αυτόν έκτισαν, αργότερα οι χριστιανοί το Ναό της Παναγίας. Στο σημείο αυτό δεν εκτίσθη μόνο ένας ναός αλλά ολόκληρο συγκρότημα μοναστηριού, όπως άλλωστε μαρτυρείται και από την ονομασία της τοποθεσίας «Καλογερικά». Δεν είναι καθόλου απίθανον να πέρασε από το μέρος αυτό ο όσιος Νίκων ο «Μετανοείτε», ο οποίος για αρκετό χρόνο παρέμεινε στη Μάνη. Το βέβαιο πάντως είναι ότι ο φλογερός αυτός ιεραπόστολος είχε χτίσει στον Ταΰγετο πολλούς Ναούς. Μία μάλιστα από τις πολλές πλευρές του Ταϋγέτου, επάνω από το χωριό που λέγεται Άγιος Νίκων (Πολιάνα), ονομάζεται και σήμερα «Άγιος Νίκος». Σώζεται δε η παράδοση, ότι ο τάφος του Αγίου Νίκωνος βρίσκεται στο παλιό μοναστήρι του Προφήτου Ηλία του χωριού Λαγκάδας.
Ομοίως λείψανα του ιδίου Αγίου σώζονται στο χωριό αυτό, εντός μιας παλιάς λειψανοθήκης. Η λειψανοθήκη αυτή έχει μεταφερθεί από το Μοναστήρι του Αγιο-Λιά, όπως φαίνεται από την επιγραφή που φέρει.
Δια την Ιστορία της Μονής γράφει λεπτομέρειες ο αείμνηστος Αρχιμανδρίτης Σωφρόνιος Σαραντόπουλος Ηγούμενος της Μονής. 5 Δεκεμβρίου 1902.
ΕΚΚΛΗΣΙΑΣΤΙΚΗ ΔΙΟΙΚΗΣΗ |
Το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας” διοικητικά ανήκει σε δύο Νομούς Λακωνίας και Μεσσηνίας. Κατά σύμπτωση έχει χτισθεί στα σύνορα των δύο αυτών Νομών. Η μεν νοτιοανατολική πλευρά του βρίσκεται εντός της περιφέρειας της Κοινότητας Καστάνιας Λακωνίας, η δε βορειοδυτική στην περιφέρεια της Κοινότητας Μηλιάς Μεσσηνίας.
Από εκεί ψηλά η Παναγία έχει την εποπτεία των δύο αυτών Νομών, εφόσον οι χριστιανοί τους, με την πίστη και την αγάπη τους στη “Γιάτρισσα”, τη θέλουν δική τους. Στέκει και φρουρεί τους κατοίκους όλων των γύρω χωριών. Οι χριστιανοί που κατοικούν στους δύο αυτούς Νομούς πλησίον του Μοναστηριού στρέφουν την καρδιά τους και τα μάτια τους, με εμπιστοσύνη, προς το Μοναστήρι της. Απ’ εκεί η Παναγία, “επάνω Όρους κειμένη”, δέχεται τις ευχαριστίες τους, ακούει τις δεήσεις τους, ευλογεί και προστατεύει τους ναυτικούς και ψαράδες που βρίσκονται και διαπλέουν τους δύο γειτονικούς θαλάσσιους κόλπους, καθώς και εκείνους που περνούν τους δρόμους που οδηγούν από το Γύθειο στη Σπάρτη ή Καλαμάτα.
Η Εκκλησιαστική διοίκηση του Μοναστηριού της “Γιάτρισσας” είχε για πολλά χρόνια μία περίεργη ιδιομορφία, ένα ιδιότυπο καθεστώς, που εμπόδιζε πολύ την ανάπτυξη και πρόοδό του. Την πνευματική εποπτεία και παρακολούθηση του Μοναστηριού την είχαν οι δύο Μητροπόλεις, Σπάρτης και Γυθείου και τούτο διότι οι γειτονικές ενορίες υπήγοντο η μεν στη Μητρόπολη Σπάρτης, η δε στη Μητρόπολη Γυθείου. Αι εισπράξεις του Ναού κατά την ημέρα της Πανηγύρεως περιήρχοντο εις το Τ.Α.Κ.Ε. (Ταμείον Ασφαλίσεως Κλήρου Ελλάδος). Υπήρχε, συγχρόνως, μία πενταμελής Επιτροπή, από δύο ιερείς, των ως άνω χωριών, και τρείς λαϊκούς, που προτείνονταν απ τους Μητροπολίτες Σπάρτης και Γυθείου και διορίζονταν από τη Διοίκηση του Τ.Α.Κ.Ε. Έργο δε της επιτροπής ήταν να δέχεται δωρεές και να κάνει διάφορα έργα στο Μοναστήρι.
Επιβάλλεται, χάριν της ιστορικής αλήθειας και δια λόγους δικαιοσύνης να τονισθή η αξιόλογη προσφορά της επιτροπής αυτής, της οποίας τα μέλη ήταν διαρκώς τα ίδια πρόσωπα. Επετέλεσαν διάφορα έργα, όπως την επισκευή της στέγης του ναού, την κατασκευή υδραγωγείου κ.α., παρά τις δυσμενείς συνθήκες που επικρατούσαν δια την καλή λειτουργίαν του υπάρχοντος ως απλού προσκυνήματος του Μοναστηριού.
Πάντως πρέπει να ομολογηθεί ότι η όλη κατάσταση της Μονής δεν ήταν καλή εξ αιτίας της πολυαρχίας στη διοίκησή της, που κατέληγε κυριολεκτικά στην αναρχία και στην αποκαρδιωτική αταξία. Μια διασάφηση για κάθε αναγνώστη. Το ωνόμαζαν Μοναστήρι χωρίς να είναι Μοναστήρι! Ένα εξωκκλήσι σχεδόν ακέφαλο ή πολυκέφαλο ως προς τη διοίκηση. Παρά την θλιβερή αυτή κατάσταση από πάσης πλευράς συνέτρεχε πλήθος λαού κατά την ημέραν της εορτής των Γενεθλίων, 8 Σεπτεμβρίου. Προσκύνημα λαού σ’ έρημο τόπο!
Τέλος η Παναγία, καθώς φαίνεται από τη μετέπειτα μέχρι σήμερα εξέλιξη την πραγμάτων του Μοναστηριού από το έτος 1971 και εντεύθεν, με την αλματώδη πρόοδο που εσημείωσε και σημειώνει, θέλησε να τακτοποιήση “τα του οίκου της”. Διά του υπ’ αριθμ. 292/1971 Βασ. Διατάγματος της Ελληνικής Πολιτείας εγένετο διαρρύθμιση των συνόρων των γειτονικών Μητροπόλεων Μονεμβασίας – Σπάρτης και Γυθείου – Οιτύλου, ώστε το χωριό της Καστάνιας να περιέλθει με δέκα άλλα χωριά, εκκλησιαστικώς στη Μητρόπολη Γυθείου και κατ’ ακολουθία να περιέλθη σ’ αυτή εξ ολοκλήρου και το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας”.
Μετά από αυτό το Τ.Α.Κ.Ε. παρεχώρησε την οικονομική διαχείρηση αυτού στη Μητρόπολη Γυθείου. Η δε Ι. Σύνοδος με την υπ’ αριθ. 32/1972 (1) Κανονιστική Διάταξη, σύμφωνα με το Νόμο, το ανεκήρυξε Ιερό Προσκύνημα, με την προσωνυμία “Παναγία η Γιάτρισσα”. Έτσι λοιπόν κατέστη από νομικής πλευράς Νομικόν Πρόσωπον Δημοσίου Δικαίου, διοικούμενο από πενταμελή Επιτροπή, με Πρόεδρο τον Μητροπολίτη Γυθείου. Σαν Νομικό Πρόσωπο κατέστη ανεξάρτητο, αυτοτελές και αυτοδιοικούμενο Προσκύνημα, ώστε όλα τα έσοδα να περιέρχωνται στο δικό του ταμείο, για την αξιοποίηση του ναού και των κελλιών του.
Με τα έσοδα αυτά και πολλές δωρεές που εδέχετο και δέχεται έγιναν και γίνονται αρκετά και αξιόλογα έργα στο Μοναστήρι. Για την καλύτερη δε οργάνωσή του, από πνευματικής και εκκλησιαστικής πλευράς και την επιτυχία του προορισμού του, σαν εκκλησιαστικού και θρησκευτικού Κέντρου, ανακηρύχθηκε, κατά το έτος 1977, με το υπ’ αριθμ. 326/1978 Προεδρικό Διάταγμα, που δημοσιεύθηκε στο υπ’ αριθμ. 69 τεύχος Α 8-5-1978, φύλλο της Εφημερίδας της Κυβερνήσεως, Ανδρώα Κοινοβιακή Μονή, “Παναγία η Γιάτρισσα”. Οι πρώτοι Μοναχοί, που γράφτηκαν στο νέο αυτό Μοναστήρι ήσαν: 1) Αρχιμανδρίτης Βασίλειος Ζαρκανίτης, 2) Αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Δρόσος, 3) Ιερομόναχος π. Γρηγόριος Ασημακόπουλος και 4) ο Ιεροδιάκονος π. Ιγνάτιος Κεράνης.
ΟΝΟΜΑΣΙΑ ΤΗΣ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ |
Η Μητέρα του Χριστού, η Παναγία φέρει πολλά ονόματα. Της έχουν δοθεί τιμητικώς διάφορα προσωνύμια, με δογματικό και πνευματικό περιεχόμενο. Η Παλαιά Διαθήκη μιλάει, με σύμβολα και αλληγορίες, για το Πρόσωπο της Παρθένου Μαρίας. Η δε Καινή Διαθήκη μας εξιστορεί τα γεγονότα της ενανθρωπήσεως του Υιού και Λόγου του Θεού εκ της Παρθένου Μαρίας και το μοναδικό ρόλο της εις το απολυτρωτικό έργο, δια του Υιού, του ουρανίου Πατρός και ονομάζει αυτή “Παρθένον”, “Μαρίαν”, “Κεχαριτωμένη”, “Μαριάμ”, “Μητέρα του Ιησού”.
Στην Παναγία έχουν δώσει ονόματα αφ ενός, οι Πατέρες της Εκκλησίας, οι Θεολόγοι, οι Υμνογράφοι και οι Αγιογράφοι και αφ ετέρου, ο ορθόδοξος Λαός. Οι μεν πρώτοι έχουν δώσει ονόματα με θεολογικό κυρίως περιεχόμενο, οι δε χριστιανοί ονόματα, που διακηρύσσουν την αγάπη της Παναγίας για τον άνθρωπο αλλά και την πίστιν και εμπιστοσύνη αυτών σ’ αυτή. Χαρακτηριστικά αναφέρουμε μερικά απ’ αυτά τα ονόματα που έδωκεν ο Λαός και υιοθέτησε η Ορθόδοξος Εκκλησία: “Γοργοεπήκοος”, “Γλυκοφιλούσα”, “Γρηγορούσα”, “Μεγαλόχαρη”, “Παρηγορήτρια”, “Ελευθερώτρια”, “Γιάτρισσα”, κ.α.
Για να μπορή κανείς να εμβαθύνη στην πλατειά έννοια των ονομάτων αυτών και να ερμηνεύση αυτά ορθά χρειάζεται να έχη την αρετή, το φωτισμό, τη σοφία, τη δύναμι του λόγου του Ιωάννου του Χρυσοστόμου ή του Κυρίλλου Αλεξανδρείας ή του Γερμανού Κωνσταντινουπόλεως ή του Ιωάννου του Δαμασκηνού ή του Ηλία του Μηνιάτη. Τις ικανότητες δηλαδή των προσώπων αυτών, τα οποία μιλούν θεολογικώς και με πολλά εγκώμια για το σεπτό Πρόσωπο της Παναγίας Παρθένου. Χρειάζεται η πίστη αυτών και η θεολογική ικανότητα, για να μάθουμε, γιατί ο ορθόδοξος Χριστιανικός Λαός έδωσε τέτοια και τόσο ωραία ονόματα, όπως “Γλυκοφιλούσα”, “Παρηγορήτρια”, “Γιάτρισσα”, που μαρτυρούν πολλή αγάπη και μητρική τρυφερότητα και γεννούν πολλές ελπίδες στον πιστό και θρησκευτικό άνθρωπο.
Ο πιστός αυτός λαός έχει ονομάσει το Μοναστήρι αυτό της Παναγίας “Παναγία η Γιάτρισσα”. Πολλοί παραλείπουν τη λέξη, “Παναγία” και απλώς την αποκαλούν “Γιάτρισσα”.
Το ονομάζουν “Γιάτρισσα” το Μοναστήρι της Παναγίας γιατί έχει πολλή σχέση με αρρώστους. Πολλά χρόνια το επισκέπτονται άρρωστοι ή συγγενείς ασθενών από κάθε γωνιά της Ελλάδος. Πλησίον του Μοναστηριού βρίσκεται η γραφική ορεινή τοποθεσία, που ονομάζεται “Βασιλική”. Στο ωραίο αυτό τοπίο, με το Ελβετικό χρώμα, παραθέριζαν μέχρι το δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο, πολλοί κάτοικοι του Γυθείου και των γύρω χωριών. Μέχρι του έτους 1940 ήκμαζε το Γύθειο με το εμπόριο, το διακινούμενο δια του λιμανιού του Γυθείου. Τα δε χωριά είχαν πολλούς κατοίκους. Κάθε λοιπόν καλοκαίρι, εσχηματίζετο μία πόλη επάνω εκεί στη “Βασιλική”, από τρείς έως πέντε χιλιάδες παραθεριστές. Το βουνό που προσφέρει άφθονο οξυγόνο για ψυχική ηρεμία και διαύγεια πνεύματος και όχι η θάλασσα, όπως σήμερα, τραβούσε τότε τους ανθρώπους. "Η ενδημούσα τότε ελονοσία και η φοβερή αρρώστια της φυματιώσεως ανάγκαζαν, όχι μόνο τους αρρώστους, αλλά και τους υγιείς να παραθερίζουν σε ψηλά βουνά.
Όσοι έμεναν τα καλοκαίρια στο βουνό της “Βασιλικής”, περνούσαν απαραίτητα από τη “Γιάτρισσα”. Για τους ασθενείς και τους συγγενείς τους ήταν το κέντρο της ελπίδας και της ενισχύσεως. Προσέτρεχαν στο ναό της. Γονάτιζαν μπρος στην Εικόνα της Παναγίας. Την παρακαλούσαν, με δάκρυα. Την καθικέτευαν, με παρακλήσεις και προσευχές, για την αποκατάσταση της κλονισμένης υγείας τους. Στο Μοναστήρι έψαλλαν οι άρρωστοι στη “Γιάτρισσα”: “Από των πολλών μου αμαρτιών, ασθενεί το σώμα, ασθενεί μου και η ψυχή προς σε καταφεύγω, την Κεχαριτωμένην ελπίς απηλπισμένων, συ μοι βοήθησον”.
Πολλοί από τους προστρέχοντες στη “Γιάτρισσα” εθεραπεύοντο. Επέστρεφαν στα σπίτια τους και στους συγγενείς τους και “διηγούντο όσα εποίησεν αυτοίς” η Υπεραγία Θεοτόκος. Από το δεσμό, λοιπόν, αυτόν πολλών αρρώστων με το Μοναστήρι και τις πολλές ευεργεσίες και ιάσεις που είχαν λάβει διάφοροι από την Παναγία επήρε το όνομα “Γιάτρισσα”. Ωραιότατο όνομα, που στηρίζει τους ασθενείς και χαρίζει σ’ αυτούς πολλές ελπίδες.
Ο άρρωστος κοιτάζει κατάματα τον γιατρό, όταν τον εξετάζει και αποφαίνεται για την κατάσταση της υγείας του, για να μπορέση να μαντέψη, μέσα από τα μάτια του γιατρού και από την έκφραση του προσώπου του, τι διαπίστωσε με την εξέταση. Και ο πιστός άρρωστος, γονατιστός εμπρός στη θαματουργή Εικόνα της Παναγίας, κοιτάζει ικετευτικά στα μάτια την Παναγία και με το βλέμμα και τα χείλη του την παρακαλεί “Επίβλεψον, εν ευμενεία, πανύμνητε Θεοτόκε, επί την εμήν χαλεπήν του σώματος κάκωσιν, και ίασαι της ψυχής μου το άλγος”. Ψάλλει μετά την θεραπείαν: "τας ασθενείας μου της ψυχής ιατρεύεις, και σαρκός τας οδύνας, ίνα σε δοξάζω την Κεχαριτωμένην”. Επανέρχεται υγιής στο Μοναστήρι και δίδει την υπόσχεση: “ου σιωπήσωμεν ποτέ Θεοτόκε τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι... Ουκ αποστώμεν Δέσποινα εκ σου∙ σους γαρ δούλους σώσεις αεί εκ παντοίων δεινών”.
Το όνομα “Γιάτρισσα” δόθηκε στο Μοναστήρι αυτό από τα αποτελέσματα των προσευχών πολλών ασθενών και ευλαβών προσκυνητών. Τον καλό γιατρό τον επαινούν και τον διαφημίζουν σαν καλό επιστήμονα, χριστιανό άνθρωπο, σωτήρα των ασθενών, χρυσοχέρη στις επεμβάσεις, οι ασθενείς που θεραπεύτηκαν απ’ αυτόν. Και την Παναγία του Ταϋγέτου την ονόμασαν “Γιάτρισσα” όχι Προεδρικά Διατάγματα, μήτε διαταγές και εντολές “άνωθεν” προερχόμενες αλλά οι χριστιανοί. Οι πολλοί άρρωστοι που εζήτησαν και βρήκαν βοήθεια από την Παναγία στο Μοναστήρι της.
Έχει παρατηρηθεί ότι δίδονται, συνήθως στα Μοναστήρια της Παναγίας ονόματα ή της περιφερείας, όπου ευρίσκονται ή από το φυσικό περιβάλλον, στο οποίο έχουν κτισθεί. Εδώ το Μοναστήρι της Παναγίας δεν ονομάσθηκε “Παναγία η Ταϋγέτισσα” αλλά “Παναγία η Γιάτρισσα”, όπως δηλαδή την πιστεύει και τη ζει ο λαός. Αυτή ξεκουράζει τους πιστούς μέσα στον πόνο και την αρρώστια.
Ο ΠΝΕΥΜΑΤΙΚΟΣ ΔΕΣΜΟΣ ΤΩΝ ΧΡΙΣΤΙΑΝΩΝ ΜΕ ΤΟ ΜΟΝΑΣΤΗΡΙ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑΣ |
Μπορούμε να πούμε ότι δεν είναι μοναδική η περίπτωση του αειμνήστου Ηλία Παναγουλάκου, που φανερώνει το στενό πνευματικό δεσμό αρρώστου με την Μονή της “Γιάτρισσας”. Από τις πολλές επιστολές, που κατά διαφόρους καιρούς, έχουν σταλεί και μέχρι σήμερα στέλνονται στο Μοναστήρι από διαφόρους ξενιτεμένους και φυλάσσονται στα αρχεία της Μονής, σαν μία ζωντανή και αδιάψευστη Ιστορία, φαίνεται ο βαθύς και δυνατός δεσμός πολλών χριστιανών με το Μοναστήρι. Σ' αυτές περιγράφουν τη βοήθεια της Παναγίας, σε δύσκολες περιπτώσεις ασθενειών των ιδίων ή συγγενών τους. Τις επιστολές αυτές τις έχουν γράψει με το χέρι και με τις πτωχές ή πλούσιες γραμματικές τους γνώσεις, είναι όμως περίσσευμα της γεμάτης πίστεως καρδιάς τους. Με αυτές στέλνουν την ευγνωμοσύνη τους, τις ευχαριστίες τους και το δώρο τους στην Παναγία.
Άλλοι από τους ξενιτεμένους στέλνουν επιστολές και παρακαλούν να γίνει μια παράκληση στην Εικόνα της Παναγίας ή μια λειτουργία ή να αναφθή μια λαμπάδα στη “Χάρη της”. Όλα αυτά για κάποιον άρρωστο, για κάποια δυσκολία που περνούν ή στενοχώρια που δοκιμάζουν. Πολλοί απ’ αυτούς μάλιστα δεν έχουν ποτέ επισκεφθεί το Μοναστήρι. Απλώς έχουν ακούσει διηγήσεις άλλων γι αυτό. Στις επιστολές αυτές, που έχουν γραφεί, ως επί το πλείστον, από απλούς ανθρώπους, χωρίς πολλές γραμματικές γνώσεις μιλάει η καρδιά. Αυτή υπαγορεύει και από το περίσσευμά της γράφει το χέρι. Έχουν γραφεί από ψυχές πονεμένες σε στιγμές πόνου, που καίεται η καρδιά και ζητάει τη δροσιά από τον Ιησούν και την Παναγία Μητέρα του. Στις ώρες, που παγώνει ο άνθρωπος από την κακοήθεια, τη σκληρότητα, την αστοργία και την αχαριστία των συνανθρώπων του ή και την ανθρώπινη αδυναμία τους να τον βοηθήσουν αποτελεσματικά αναζητάει τη θέρμη της θείας αγάπης της Μεγάλης Μητέρας, της Παναγίας. Τότε κουρασμένος ο νους αφήνει ελεύθερη την καρδιά να μιλάη ειλικρινά με τον Πλάστη της και Δημιουργό της.
Αν μας συγκινούν οι επιστολές εκείνων, που από τα ξένα γράφουν, με δυνατή πίστη και πολλή ευλάβεια προς την “Παναγία τη Γιάτρισσα”, εξ ίσου και πολύ περισσότερο μας συγκινεί η παρουσία πολλών επισκεπτών στη Μονή ορισμένες ημέρες του καλοκαιριού. Άνθρωποι κάθε τάξεως από διάφορα μέρη φθάνουν στη κορυφή αυτή του Ταϋγέτου. Σήμερα μεν φθάνουν εκεί επάνω με αυτοκίνητο μέχρι την αυλή της Μονής, παλαιότερα δε εβάδιζαν με τα πόδια, περπατώντας πολλά χιλιόμετρα, μέσα από χαράδρες, απόκρημνους βράχους και επικίνδυνα μονοπάτια, μέχρι να φθάσουν στο Μοναστήρι. Και όταν έφθαναν στο τόπο του Μοναστηριού δεν εύρισκαν την απαιτούμενη από τον κόπο και την ιερότητα του χώρου περιποίηση και σχετική ανάπαυση. Δεν υπήρχαν τα στοιχειώδη: ένας καφές, ένα γλυκό, ένα ποτήρι κρύο νερό και αν ευρίσκοντο, έλειπαν οι άνθρωποι να τα προσφέρουν. Παρά ταύτα πολύς λαός έτρεχε να προσκυνήση την Παναγία.
Ελπίζουμε με όσα γίνονται τις ημέρες μας, στο Μοναστήρι για τον ανακαινισμό του και τη θρησκευτική αξιοποίησή του να μπορέσει να καταστεί σε λίγο καιρό, ένα τέλειο θρησκευτικό και πνευματικό κέντρο, για να βρίσκουν πλούσια ψυχική και σωματική ξεκούραση όλοι εκείνοι που θα την αναζητούν προστρέχοντες σ’ αυτό.
Το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας” δέχεται τους θερινούς μήνες και κυρίως τον Αύγουστο και Σεπτέμβριο πολλούς προσκυνητές. Ιδιαίτερα το επισκέπτονται πολλοί τις πρώτες ημέρες του Σεπτεμβρίου, όπου συμπίπτει και η εορτή “το Γενέσιον της Θεοτόκου” (8 Σεπτεμβρίου) επ’ ονόματι του οποίου τιμάται ο Ναός. Πολλοί φθάνουν σ' αυτό ξυπόλητοι ή και γονατιστοί, περπατώντας σταθερά πάνω σε μυτερά χαλίκια και μέσα από καλοκαιρινά αγκάθια, σαν να βαδίζουν σε μαρμαρόστρωτους δρόμους. Αισθάνονται βαθειά ικανοποίηση και ψυχική ξεκούραση, γιατί τους αξίωσε η Παναγία να εκπληρώσουν το τάμα τους. Τη γλυκειά αυτή εσωτερική ικανοποίηση δεν μπορεί να την αισθανθή κανείς άλλος παρά μόνο εκείνος που κατορθώνει, ελεύθερα και με την αγάπη και την ευγνωμοσύνη στην Παναγία και όχι από συμφέρον, υπολογισμό και φόβο, να εκπληρώνη τις υποσχέσεις, που δίδει σ’ Αυτή, σε στιγμές ψυχικής ανατάσεως ή ανθρώπινης αγωνίας.
Συγκινητικές εικόνες βλέπει εκείνος που για πρώτη φορά βρίσκεται στο Μοναστήρι στη γιορτή της Παναγίας. Διάφορα πρόσωπα άνδρες, γυναίκες, νέοι, γέροι και μικρά ακόμη παιδιά, βαστάζοντας στα χέρια τους, σαν βακτηρία παρηγοριάς και ελπίδας, μια λαμπάδα μέχρι το “μπόϊ” το δικό τους ή κάποιου συγγενή τους, φθάνουν μπρος την Εικόνα της Παναγίας. Κατάκοπη η απλοϊκή Χριστιανή αφήνει από την πλάτη της στα σκαλοπάτια της Εκκλησιάς το δοχείο με το λάδι, που φέρνει από το μακρυνό χωριό της, για τα καντήλια της “Γιάτρισσας”, με τη θερμή επιθυμία και προσευχή να λάβει απ' αυτή έλαιον αγαλλιάσεως και ψυχικής ευφροσύνης.
Στο Μοναστήρι αυτό δεν φθάνουν τουρίστες, μήτε άνθρωποι, που χωρίς σκοπό και από συνήθεια και μόδα επισκέπτονται τα Μοναστήρια. Εδώ φθάνει ο πατέρας και η μητέρα του ξενιτεμένου παιδιού, για να φέρουν το δώρο, που έστειλε ο γυιός, ή η κόρη από τη ξενιτειά. Καταφθάνουν βαθειά συγκινημένοι οι ευρισκόμενοι για λίγο καιρό στην Πατρίδα ξενιτεμένοι, που από μικρά παιδιά είχαν να επισκεφθούν το Μοναστήρι που το ξέρουν με το όνομα “Παναγία η Γιάτρισσα”. Έρχονται τα νεαρά ανδρόγυνα να αφήσουν τις λαμπάδες του γάμου τους στην Εικόνα της Παναγίας, για να έχουν την ευλογία της για κάθε προκοπή.
Κατά την μεγάλη, για το Μοναστήρι της Γιάτρισσας, ημέρα της εορτής της Γεννήσεως της Παρθένου Μαρίας αναπέμπονται πολλαί δεήσεις. Τελείται παννύχιος αγρυπνία. Οι προσευχές όλων των προσκυνητών είναι θερμές και ποτισμένες με δάκρυα κατά την λιτάνευση της θαυματουργού Εικόνας πέριξ του Ναού, και κυρίως, όταν οι ψάλται ψάλλουν την ικετήριoν δέησιν:
“Θεοτόκε η ελπίς πάντων των χριστιανών σκέπε, φρούρει, φύλαττε τους ελπίζοντες εις Σε”.
Περισσότερα δάκρυα προσφέρουν εις την Θεοτόκον οι σύζυγοι που έχουν στερηθεί το μεγάλο αγαθό γι' αυτούς, το θησαυρό της ευτυχίας τους, που είναι το παιδί. Αν και η ατεκνία δεν είναι όνειδος δια τους χριστιανούς, όπως ήταν δια τους Ιουδαίους, δεν κρύπτουν τον πόνον τους, που προέρχεται από την ατεκνία. Ζητούν από την, κατά χάριν, Μητέρα του ανθρωπίνου γένους, την κόρη του Ιωακείμ και της Άννας και Μητέρα κατά σάρκα, του Σωτήρος Χριστού, να τους χαρίση ένα παιδί.
Ακούουν με κατάνυξη και συγκίνηση το ψαλλόμενον Κοντάκιον της εορτής: “Ιωακείμ και Άννα ονειδισμού ατεκνίας... ηλευθερώθησαν Άχραντε, εν τη αγία γεννήσει σου” και την επομένην της εορτής, την ημέρα την αφιερωμένην εις τιμήν των θεοπατέρων γονέων της Μαριάμ ακούουν και πάλιν να ψάλλουν οι ψάλτες “Ευφραίνεται νυν, η Άννα της στειρώσεως, λυθείσα δεσμών, και τρέφει την Πανάχραντον” και αναπτερώνονται η πίστη και η ελπίδα ότι ο Ουράνιος Σωτήρ ο Υιός της Παρθένου, ο Κύριος Ιησούς Χριστός, θα τους εκπληρώση τους πόθους. Δίδουν την υπόσχεση στην Παναγία ότι το παιδί που θα τους χαρίση θα το δωρίσουν σ’ Αυτή, βαπτίζοντάς το στο Μοναστήρι της. Και τούτο γίνεται με πολλούς εις ένα από τα επόμενα χρόνια. Φθάνουν στο Μοναστήρι κρατώντας στα χέρια τους το δώρο που τους χάρισε η Μητέρα πάντων των ανθρώπων, το παιδί, το προσφέρουν στην Εικόνα και το βαπτίζουν στο βαπτιστήρι της Παναγίας. Πράγματι πόσα τέτοια πνευματικά παιδιά έχει η Παναγία η Γιάτρισσα! Χαίρεται και τα ευλογεί, όταν φθάνουν ως νέοι ή νέες, στην Εκκλησία, που δέχθηκαν το πρώτο Μυστήριο, το βάπτισμα, στο σπίτι της. Χαίρεται όταν βλέπει να την ενθυμούνται, όταν αναπτύσσονται ως νέοι, προοδεύουν σαν οικογενειάρχες και κυρίως σαν καλοί χριστιανοί.
Ο ευσεβής αυτός και ευγενικός λαός με τις συγκινητικές αυτές εκδηλώσεις της πίστεώς του στον Κύριο και την Παναγία Μητέρα Του, γίνεται ο πρακτικός διδάσκαλος των αρχόντων της Πολιτείας και της Εκκλησίας, της Επιστήμης και του Πλούτου. Γι’ αυτό το λαό επαναλαμβάνει ο Κύριος τα όσα είπε για τον Ρωμαίο Εκατόνταρχο, επαινώντας την πίστη του: “Αμήν λέγω υμίν, ουδέ εν τω Ισραήλ τοσαύτην πίστιν εύρον”.
Αν ήταν δυνατόν να μάζευε κανείς τους στεναγμούς, που έχουν βγει από τις καρδιές των πολλών χιλιάδων πιστών, που σε διάφορους καιρούς, επισκέφθηκαν το Μοναστήρι της “Γιάτρισσας” και να συγκέντρωνε τα δάκρυα που έχουν χυθεί μπρος την Εικόνα της Παναγίας θα εσχημάτιζε με τους στεναγμούς πυκνά νέφη, και με τα δάκρυα πολλά ποτάμια. Και αν είχε κάποιος την ικανότητα να άκουε τις κρυφές συζητήσεις και τις προς την Παναγία μυστικές παρακλήσεις των πονεμένων, που απευθύνουν στην Παναγία, με πονεμένη καρδιά, με δακρυσμένα μάτια, με τρεμουλιαστά και φλογισμένα από τον πόνο χείλη, θα έγραφε πολλούς τόμους βιβλίων, θα έφραζε δε μ’ αυτά τα στόματα των απίστων, που θέλουν τον άνθρωπο δίποδο ζώο και κατώτερο του ζώου, χωρίς πνευματικά ενδιαφέροντα, χωρίς πίστη στο Θεό και επικοινωνία με τον ουρανό.
Φοβερό τούτο, να θέλουν δηλαδή, να κάμουν τον άνθρωπο, αιώνιο οδοιπόρο και ναυτικό του παρόντος βίου, του πολυκύμαντου πελάγους, χωρίς σταθμούς αναπαύσεως, χωρίς λιμάνια ανεφοδιασμού, χωρίς πηγές αναψύξεως, χωρίς πυξίδα και χάρτη προσανατολισμού. Όλα αυτά που του δείχνουν διαρκώς από πού έρχεται και πού πηγαίνει. Ω! μεγαλυτέρα δυστυχία δεν είναι δυνατόν να υπάρξει για τον άνθρωπο απ’ αυτή, που προσπαθούν να του προκαλέσουν οι άπιστοι, με τη λυσσώδη μανία τους να του σκοτώσουν την πίστη. Για τους άθεους ισχύει το αιώνιο ερώτημα του μεγάλου Άγγλου Ποιητού, Σαίξπηρ “να ζη κανείς ή να μη ζη;” και η απάντηση που πρέπει να δίνεται στις θεωρίες των αθέων περί ανθρώπου, είναι, κάλλιο να μη ζη, εφ όσον η επίγεια ζωή είναι, για κάθε θνητό, ποτισμένη με ιδρώτα, μόχθο, δάκρυα, πόνο, αίμα και άλλα πλείστα δεινά και τέλος καταλήγει στο μηδέν, όπως πιστεύουν και διδάσκουν οι άθεοι, κάθε εποχής και ιδιαίτερα οι υλιστές και άπιστοι της εποχής μας. Όχι! Τούτο είναι τρέλλα. “Είπεν άφρων εν τη καρδία αυτού ουκ έστι Θεός”. Είναι κατάρα του Ουρανού για τη Γη.
Σ’ όλους αυτούς τους εξολοθρευτές των πνευματικών θεμελίων του ανθρώπου απαντά έμπρακτα το ανώνυμο αυτό πλήθος των προσκυνητών της “Γιάτρισσας”, που κάθε χρόνο υποβάλλεται σε κόπους και έξοδα, για να φθάσει εκεί ψηλά στον Ταΰγετο, στο Μοναστήρι της Παναγίας, που τον βοηθάει ν’ ανέβη ψηλά ψυχικά, σε συνάντηση και συνομιλία με τον Πανάγαθο Θεό.
Η παρουσία όλων αυτών στο Μοναστήρι για προσκυνητικούς σκοπούς, που με διάφορους τρόπους εκδηλώνουν, λέγει στους θρησκευτικά αδιάφορους και τους απίστους: “Αύτη η Πίστις των Αποστόλων, αύτη η Πίστις των Πατέρων, αύτη η Πίστις των Ορθοδόξων, αύτη η Πίστις την Οικουμένην εστήριξεν”. Αυτή και η δική μας Πίστη, που κανένα Κήρυγμα δικό σας δεν μπορεί να κλονίση. Και στη Παναγία υπόσχονται, “ου σιωπήσωμεν ποτέ, Θεοτόκε, τας δυναστείας σου λαλείν οι ανάξιοι... ουκ αποστώμεν, Δέσποινα, εκ σου· σους γαρ δούλους σώζεις αεί, εκ παντοίων δεινών”.
Χαιρετίζουν με τον χαιρετισμόν “Χαίρε Θεοτόκε, η χαρά η εμή, χαίρε κρήνη τας ιάσεις προχέουσα, χαίρε Γιάτρισσα σωμάτων και ψυχών”.
Για τα έργα που έχουν γίνει και γίνονται στο Μοναστήρι της Γιάτρισσας δεν γράφουμε τίποτα. Ένα μόνο λέγομε ότι με τη βοήθεια της Παναγίας και την ενίσχυση πολλών χριστιανών που έχουν πνευματικό δεσμό με την Γιάτρισσα έχουν γίνει πολλά έργα. Γι' αυτά ας μιλάνε αυτοί που γνωρίζουν το Μοναστήρι και συνδέονται μ' αυτό από πολλά χρόνια. Επιθυμώ μόνο να κάμω γνωστό εις κάθε χριστιανό ότι αρχίσαμε την ανέγερση νέου μεγαλοπρεπούς Ναού, αφού βεβαίως μένει όπως είναι η παλαιά εκκλησιά, με ωρισμένες επισκευές που θα γίνουν. Αποφασίσαμε και εθέσαμε σε ενέργεια την ανέγερση μεγάλου Ναού, που η δαπάνη του θα φθάση πολλά εκατομμύρια, κατόπιν της υποδείξεως πολλών που σαν παράπονο άκουα να μού λέγουν! “Σεβασμιώτατε, εκάνατε ωραία κελλιά για τους προσκυνητές και τους επισκέπτες. Το σπίτι της Παναγίας όμως δεν το φτιάξατε. Αποτελεί παραφωνία στο κέντρο των νεοκτίστων κελλιών”. Τους απαντούσα “Δίκαιο έχετε· εσκέφθηκα να κάμω πρώτα δωμάτια να μένουν τα παιδιά της Παναγίας, οι χριστιανοί, να μη κρυώνουν, να βρίσκουν ένα κρεββάτι και μία κουβέρτα να κοιμηθούν. Τα δε παιδιά της Παναγίας ασφαλώς θα θελήσουν, μαζί με τον Δεσπότη, να φτιάξουν καλό σπίτι της Μητέρας τους, της Παναγίας. Αυτό λοιπόν θα φτιάξουμε τώρα όλοι μαζί, ώστε σύντομα να το χαρεί η Παναγία και όλα τα παιδιά της, οι χριστιανοί”. Στους αιώνας των αιώνων, θα ακούεται μέσα σ' αυτόν “των μακαρίων και αειμνήστων κτιτόρων της Αγίας Εκκλησίας ταύτης, αιωνία η μνήμη”.
Η ΕΙΚΟΝΑ ΤΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΤΗΣ «ΓΙΑΤΡΙΣΣΑΣ» |
Το ιερώτερο τμήμα του Μοναστηριού της “Γιάτρισσας” και ο ανεκτίμητος θησαυρός του είναι η Ι. Εικόνα της Παναγίας. Είναι μικρή σε μέγεθος, 51Χ35 πόντους και παλαιά, όπως δείχνει η σημερινή της κατάσταση. Είναι αγιογραφημένη, επάνω σε σκληρό ξύλο από καστανιά, η ωραία σκηνή της Γεννήσεως της Θεοτόκου. Ολόκληρη η Εικόνα είναι καλυμμένη με φύλλο από ασήμι. Έχει επενδυθεί με ασήμι ολόκληρη η μπροστινή επιφάνειά της και φαίνονται μόνο τα Πρόσωπα των Θεοπατόρων, Ιωακείμ και Άννης, του Βρέφους Μαριάμ και τριών άλλων γυναικών.
Η επένδυση της Εικόνας, με ασήμι, έγινε πριν από εκατό τριάντα περίπου χρόνια, το 1863, από τον Ηλία Παναγουλάκο, από το Γύθειο, καθώς μαρτυρείται τούτο από την επιγραφή, που σώζεται στο κάτω μέρος της Εικόνας: “ΔΙΑ ΣΙΝΔΡΟΜΗΣ ΙΛΙΑΣ ΠΑΝΑΓΟΥΛΑΚΟΣ ΚΕ ΔΙΑ ΧΙΡΟΣ ΝΙΚΟΛΑΟΥ ΣΠΙΘΑΚΗ 1863 ΚΥΘΗΕ”.
Αξίζει να αναφέρουμε την αιτία για την οποία ο Ηλίας Παναγουλάκος έκανε τη δωρεά αυτή στην Εικόνα της “Γιάτρισσας”: Είχε προσβληθή από την τρομερή, για την εποχή του, ασθένεια της φυματίωσης. Κατέφυγε αμέσως στους καλύτερους γιατρούς της Αθήνας. Αυτοί όταν διαπίστωσαν την αρρώστια, του συνέστησαν να αναχωρήση για την Ελβετία. Η χώρα αυτή διέθετε τότε τους καλύτερους γιατρούς, τα τελειώτερα Σανατόρια και τις πιο ευνοϊκές κλιματολογικές συνθήκες για τους φυματικούς. Υπέδειξαν, λοιπόν, οι γιατροί στον Παναγουλάκο να φύγη σύντομα για την Ελβετία.
Αυτός όμως δεν συμμορφώθηκε με τις υποδείξεις των γιατρών του, αλλά και με τις υπαγορεύσεις της γεμάτης πίστεως στη “Παναγία τη Γιάτρισσα” καρδιάς του. Αντί να αναχωρήση για την Ελβετία, επέστρεψε στο Γύθειο και ανέβηκε στη “Γιάτρισσα”. Εκεί παρέμεινε αρκετό χρόνο προσευχόμενος.
Περνούσε τις ημέρες του μέσα στην καθαρή ατμόσφαιρα του Ταϋγέτου και κυρίως στο πνευματικό περιβάλλον του Μοναστηριού. Είχε συντροφιά τη "Γιάτρισσα”. Μπροστά στην εικόνα της, κάτω από το απαλό φως των καντηλιών, έψελνε κάθε βράδυ και πρωί. “Την πάσαν ελπίδα μου εις σε ανατίθημι, Μήτερ του Θεού, φύλαξόν με υπό την σκέπην σου”. Βρισκόμενος συνέχεια στο καμίνι του πυρετού έλεγε, με θέρμη, στη Παναγία: “Παράκλησιν εν ταις θλίψεσιν οίδα, και των νόσων ιατρόν σε γινώσκω… και πάντων των εν συμφοραίς, ταχινήν και οξείαν αντίληψιν”.
Εδώ στο Μοναστήρι, το άφθονο οξυγόνο της πίστεως του γέμιζε, με την προσευχή και τη μελέτη της Αγίας Γραφής, τα στήθια του με ελπίδα και έπαιρνε δύναμη για να νικήσει την αρρώστεια. Εδώ είχε συνεχή πνευματική υπερτροφία, με την συμμετοχή στο μυστήριο της θείας Ευχαριστίας, τρεφόμενος με “το Πανάγιο Σώμα και το Ζωηρόν Αίμα του Σωτήρος Χριστού, εις άφεσιν αμαρτιών, υγείαν ψυχής τε και σώματος και ζωήν την αιώνιον”. Τέλος, “κατά την πίστιν αυτού εγένετο”. Η “Γιάτρισσα” του εχάρισε το πολύτιμο και πολυπόθητο αγαθό, την υγεία.
Όταν και πάλι επεσκέφθηκε τους γιατρούς του στην Αθήνα, τον βρήκαν απαλλαγμένο από την φυματίωση. Με πολλή ικανοποίηση τον βεβαίωσαν ότι, κανένα ίχνος της ασθενείας του υπήρχε. Είχε τελείως εξαλειφθεί. Τούτο δε ωφείλετο, κατά τους γιατρούς, στη μετάβασή του στην Ελβετία. (Δε γνώριζαν οι γιατροί, ότι ο ασθενής τους παρήκουσε στην εντολή τους και δεν επήγε στην Ελβετία). Η ευχάριστη αυτή διαπίστωση των γιατρών τον έκαμε να δακρύση και να διηγηθή στους γιατρούς το θαύμα της “Γιάτρισσας”. “Τα όσα εποίησε” σ' αυτόν η Παναγία και όχι η Ελβετία.
Κατόπιν απ' όλα αυτά ο θεραπευθείς Ηλίας Παναγουλάκος ξαναγύρισε, όπως ο καθαρισμένος από τη λέπρα Σαμαρείτης, στο Μοναστήρι της “Γιάτρισσας”, για να ευχαριστήσει την Παναγία. Μέσα στο Ναό ευρεθείς και πάλιν, εμπρός στην Εικόνα της Παναγίας, εψέλισε τον ύμνο του Μεγάλου Παρακλητικού Κανόνα: “Τι σοι δώρον προσάξω, της ευχαριστίας, ανθ' ώνπερ απήλαυσα, των σων δωρημάτων, και της σης αμετρήτου χρηστότητος; Τοιγαρούν δοξάζω, υμνολογώ και μεγαλύνω, σου την άφατον προς με συμπάθειαν”. Εν συνεχεία επήρε τη θαυματουργόν Εικόνα της Παναγίας και την επήγε στα Κύθηρα όπου την επένδυσε με καθαρό ασήμι, “εις μνημόσυνον αιώνιον” και απέραντη ευγνωμοσύνη.
ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΗΣ ΜΟΝΗΣ ΤΗΣ ΓΙΑΤΡΙΣΣΗΣ | | |
Εν τη οροσειρά του Ταϋγέτου, και εις χίλια μέτρα άνωθεν της επιφανείας της θαλάσσης, μεταξύ της προς δυσμάς αρχαίας πόλεως Λεύκτρον και της προς ανατολάς επί των πηγών του ποταμού Όρφεως και της παρά τη στοά των Αρπυιών αρχαίας πόλεως Αρπυιάς και μεταξύ των δύο χωρίων Μηλέας και Καστάνιας, είνε θέσις εξόχου καλλονής και θεαματικότητος, ένθεν, ως εν πανοράματι βλέπετε προς ανατολάς μεν λίαν ευκρινώς πάσας τας πόλεις, κωμοπόλεις και χωρία της Λακεδαίμονος και της Μονεμβασίας από Σπάρτης μέχρι Μαλέα, και τα Κύθηρα και το Γύθειον, και τον οφιοειδώς περιβρέχοντα το λεκανοπέδιον της Λακεδαίμονος ποταμόν Ευρώταν. Προς δυσμάς δε, τον Μεσσηνιακόν κόλπον, τας χώρας της Λακωνικής και την Κορώνην. Προς βορράν τας κορυφάς του Ταϋγέτου, Προφήτην Ηλίαν, Κονδύλι και Βασιλικήν· και προς νότον τον Πρώταν και όλον το Ταίναρον. Εκεί απολαμβάνει τις το λαμπρότερον θέαμα της ανατολής και δύσεως του Ηλίου.
Επί της εκπάγλου ταύτης θέσεως, εις ην επιδαψιλεύουσιν αφειδώς τας αύρας των δύο θάλασαι, και την οποίαν περιβάλλει η μυροβόλος ατμόσφαιρα των εκ πεύκης, κέδρου και ελάτης υψικόρμων και παρθενικών δασών, εν οις και η αρωματώδης οσμή του Ταϋγετείου Τεΐου και του αγιοβαρβάρου (θαμνώδους αρωματικού φυτού λίαν ιαματικού κατά του βρογχικού κατάρρου), έκειτο π.Χ. μέγιστος Ναός της Αθηνάς, υπηρετούμενος υπό πολλών των τότε ιερέων. Εκ τούτων εις ονόματι Βρασίδας, μεταβάς τω 382 μ.Χ. εις Πάτρας, ένθα ήκμαζεν ο Χριστιανισμός, και κατηχηθείς, ησπάσθη τούτον μετονομασθείς Βιτάλιος επανελθών δε κατήχησε και τους άλλους ιερείς, οίτινες, γενόμενοι χριστιανοί, μετέδωκαν εκείθεν κηρύττοντες τον Χριστιανισμόν καθ' όλην την Λακωνικήν χώραν, μεταβαλόντες δε και τον ναόν τούτον απ' Αθηνάς εις “το γενέσιον της Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας”, ήγειραν εκεί και Μονήν, ή μάλλον ειπείν, πόλιν, καθ όσον παρατηρούνται λείψανα αρχαίων οικοδομών επί εκτάσεως διακοσίων περίπου στρεμμάτων. Αλλ' ο πανδαμάτωρ χρόνος και οι άγριοι και καταστρεπτικοί πόλεμοι εσάρωσαν ταύτα πάντα πλην των μυλογκολίθων, εξ ων συνίστατο ο ναός, και της επωνυμίας της θέσεως, ήτις εκλήθη “Καλογερικό”.
Κατά δε το 1632 Κυριακούλης Ηλιαφέντης τις καλούμενος, εκ της φερωνύμου πλουσίας οικογενείας των Ηλιαφεντέων εκ του χωρίου Καστάνιας του κειμένου ημίσειαν ώραν Μ.Α. της Γιατρίσσης μετά της συζύγου του Μαρίας, ηλικίας αμφότεροι 56 ετών, άτεκνοι όντες και βαρέως φέροντες το της ατεκνίας όνειδος, συναπεφάσισαν, όπως απομακρυνθώσι της κοινωνίας Καστάνιας και μονάσωσιν. Επί τω σκοπώ τούτω ήγειραν Ναόν επί των ερειπίων του αρχαίου Ναού εκ των τήδε κακείσε ερριμμένων μυλογκολίθων, ως και την μεγάλην γέφυραν Άρνας, και αφιέρωσαν εις αυτήν την πέριξ περιουσίαν των, εσκόπευον δε, ίνα το επιόν έτος οικοδομήσωσι και κελλία εγκαθιστάμενοι εκεί. Αλλά παρ’ ελπίδα, η στείρα σύζυγος Μαρία τίκτει υιόν μεθ’ ενός έτους πάροδον από της οικοδομής του ναού, τίκτει δε και δεύτερον υιόν το ακόλουθον έτος, εξ ων οι σήμερον Ηλιαφενταίοι οι αποτελούμενοι εκ των Πουλαίων, Αρφαναίων, Λαγαίων, Λυτσαίων, Κυλαίων, Γαβριλαίων εν Καμηνίοις της Φάριδος, Σαρανταίων ή Μπαταραίων εν Ζελίνη Σπυριδαίων εν Στρουτζά, και των εν Καλάμαις εγκατεστημένων πλουσίων Καριζοπούλων, εν οις διακρίνεται επί μορφώσει και αρετή ο αιδέσιμος εν Αθήναις ιερεύς Γεώργιος Πουλάκος. Ενταύθα βλέπομεν την πλουσίαν χάριν της Θεοτόκου Μαρίας επί της Παγκάλου ταύτης θέσεως, εξ ης δι’ απίστων και ειδωλολατρών ωκονόμησε παραδόξως την διάδοσιν του Χριστιανισμού εις τας χώρας της Λακωνίας. Και εντεύθεν εξυπηρετήθησαν ύψιστα αγαθά καθ’ όλην την ανθρωπότητα, διότι μορφωθείσης χριστιανικώς της εξ Οιτύλου οικογενείας των Στεφανοπούλων, κλάδος τις αυτής μετοικήσας εις την νήσον της Μεσογ. Θαλάσσης Κορσικήν, έδωκε τον μέγαν Ναπολέοντα.
Συνευδοκούσα η παντάνασσα Θεοτόκος Μαρία εις την απελευθέρωσιν του ελληνικού γένους εκ των σιδηρών αλύσεων του Οσμανικού κράτους, συνεβοήθησεν εις το να καταστή εστία δράσεως της ελευθερίας η μυροβόλος αύτη θέσις, και ωκονόμησεν, ίνα Πρίγκηψ τις εκ Βενετίας, Ιωάννης Βενετσανάκης καλούμενος, περαιωθή με τα αμύθητα πλούτη του εις το χωρίον Καστάνια. Ούτος, ίνα εξασφαλίση ταύτα και στηρίξη την υπεροχήν του κατά της τότε δυναστείας των Τούρκων, ωκοδόμησε πέριξ της Καστάνιας και της Γιατρίσσης επί των επικαίρων λόφων δυνατούς Πύργους και ισχυρότατα μέγαρα, ένθα συνέστησεν ικανάς στρατιωτικάς δυνάμεις εξ επιλέκτων Ελλήνων λεβέντηδων πάσης ελληνικής γης, δι’ ων και μετά των οικείων εξεστράτευε και κατεπολέμει τους Τούρκους καθ’ όλην την Πελοπόννησον και μέχρι της Αττικής. Και συν τω χρόνω τοσούτον ισχυρά κατέστη η οικογένεια Βενετσανάκη, προ πάντων ο εξ αυτής μέγας Παναγιώταρος, ώστε μη δυνάμενος ο Σουλτάνος να τον καταπολεμήση δια των εν Ελλάδι στρατιωτικών αυτού δυνάμεων, ηναγκάσθη πολλάκις να αποστείλη και εκ Κωνσταντινουπόλεως ισχυράς κατ’ αυτού στρατιάς, εν τέλει δε και εξ Αιγύπτου.
Οι ένδοξοι ούτοι αγώνες των Βενετσανάκηδων από του 1632 και τα ηρωϊκά αυτών κατορθώματα ηλέκτρισαν πλείστους όσους ευγενείς πάσης χώρας ελλήνων, οίτινες και έσπευσαν και εγκατεστάθησαν πέριξ αυτών προστασίαν συνέστησαν τας οικογενείας Μαυρομιχάλη, Κολοκοτρώνη, Γρηγοράκη, Γιατράκου, Ζερβόμπεη, Γερακάρη, Κουμουνδούρου, Καβαλιεράκη, Καπετανάκη, Ραζέλου, Χρηστέα, Κυβέλου, Μουρτζίνου, Πετρέα, Δουράκη, Πετροπουλάκη, Κοντοβουνύσιου, Ξανθάκη, Γουδέλη και πλείστων άλλων μεθ’ ων και συνεδέθησαν δια συγγενείας εξ αγχιστείας. Και ούτοι υπό την ηγεσίαν των Μαυρομιχάλη και Κολοκοτρώνη ύψωσαν το πρώτον την σημαίαν της ελευθερίας εις τας Καλάμας, και καταλαβόντες αυτάς επόρθησαν ακολούθως και την Τρίπολιν, και ούτως ηκολούθησαν γενναίως μαχόμενοι καθ’ όλα τα μέρη της Ελλάδος μέχρι της αποκαταστάσεως των πραγμάτων.
Εκ των ειρημένων εναργώς καταφαίνεται ότι η οικογένεια Βενετσανάκη εξυπηρέτησε σπουδαίως την βουλήν του Υψίστου Θεού και της Θεοτόκου Μαρίας εις απελευθέρωσιν της Ελλάδος, διότι τα πλούτη και τα ηρωϊκά αυτής κατορθώματα επισυνήγαγον τους ευγενείς άνδρας των αναφερομένων οικογενειών πέριξ της θαυματουργού θέσεως Γιατρίσσης, ένθα εξεπαιδεύθησαν υπό του λεοντοκάρδου Παναγιωτάρου Βενετσανάκη δια των ηρωϊκών κατά των Τούρκων αυτού πολέμων. Αυτού δε η πτώσις έλαβε χώραν το 1767 Ιουλίου 21, ότε ημύνετο επί 26 όλας ημέρας κατά 56 χιλιάδων οθωμανικού στρατού, στρατηγουμένου υπό του μεγάλου Βεζύρου γαζή Χασάν πασά και του Αιγυπτίου Καπουδάν Χασάν πασά. Αλλά και πάλιν βεβαίως δεν θα ηττάτο, εάν κατ' αίτησιν του Σουλτάνου δεν εξεδίδετο αφορισμός υπό του Οικουμενικού Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κατά των συμμάχων και συμπολεμιστών αυτού, εξ ου πτοηθέντες πολλοί στρατιώται εγκατέλιπον τας τάξεις και τας φυλακάς αυτών, και τότε πεσών εζωγρήθη βαρέως πληγωμένος αυτός και η οικογένειά του. Και αυτόν μεν πνέοντα τα λοίσθια απεκεφάλισαν, τους δε δύο υιούς του εξισλαμισθέντας κατέστησαν πασάδες. Εκ χριστιανικού κλάδου της οικογενείας ταύτης ήτο και ο πασίγνωστος Σάββας πασάς.
Και εν τούτοις, ενώ η πατρίς ώφειλε να τιμήση με χρυσούν ανδριάντα τον Βενετσανάκη Παναγιώταρον, τον θυσιάσαντα τριακόσια εκατομμύρια χρυσά γρόσια του τότε καιρού και δημιουργήσαντα στους στρατηλάτας του ιερού αγώνος μας Κολοκοτρώνην και λοιπούς από απλούς ποιμένας εις στρατάρχας, ετίμησε μεν (καλώς ποιήσασα) τους μαθητάς αυτού, αυτόν δε ούτε καν εμνημόνευσεν εις την Ιστορίαν.
Και εις το αδίκημα τούτο απορώ πώς ετήρησαν σιγήν οι απόγονοι αυτού Καπετανάκαι, Μουντζουρίδαι, Τζανεταίοι, κλπ., εν οις διακρίνονται οι δικηγόροι Γεώργιος και Μιλτιάδης αδελφοί Μουντζουρίδαι, ο μηχανικός Ιωάννης Μουντζουρίδης, οι Ευστράτιος και Αναγνώστης Μουντζουρίδαι, ο ζάμπλουτος Θωμάς Καπετανάκος, ο ευκατάστατος Αριστείδης Καπετανάκος, ο Αλέξανδρος Τζαννετάκος κλπ.
Το δε 1827 εκστρατεύοντος του Ιμβραήμ πασά κατά της Μάνης δι’ Αλμυρού και Οιτύλου, και μη δυνηθέντος να δασπάση τας σιδηράς φάλαγγας των Λακώνων στρατηγουμένων υπό του Μαυρομιχάλη, και εν αμηχανία διατελούντος δια την ποθητήν του κατάκτησιν της Λακωνίας επροτάθη εις αυτόν παρά τίνος Βόσυνα σατανικόν τι επινόημα ότι, ευχερώς τότε θα υπαχθή αυτώ η Λακωνία, όταν αιχμαλωτίση τας οικογενείας των προυχόντων, τας οποίας είχον εις τι ορεινόν χωρίον Πολυάραβον καλούμενον. Ούτος δε επιδοκιμάσας το σχέδιον και υπό την οδηγίαν αυτού του Βόσυνα, εξεστράτευσε μετά 26 χιλιάδων στρατού και δια Γυθείου διεπεραιώθη εις Μελιτίνην, κακείθεν ανήλθεν εις Τσεσφίνα, ένθα ηκολούθησεν ηρωϊκότατον δράμα του υπέρ της ανεξαρτησίας ημών ιερού αγώνος, έχον ούτως. Η οικογένεια Σταθαίων, εκ της διασήμου οικογενείας Ροζάκη, αποτελουμένη εκ του πατρός Κυριάκου, δύο υιών εγγάμων, Ηλιού και Ευσταθίου, και Θωμά και Γεωργίου Μπούμπουνα ή Σταματάκου, κάτοικοι αυτόθι, βλέποντες απροόπτως ανερχομένην την στρατιάν του Ιμβραήμ και πληροφορηθέντες παρά τίνος νέου εσπευσμένως εκείθεν διερχομένου ότι, τη οδηγία και προδοσία του συμπενθέρου αυτών Βόσυνα πρόκειται να αιχμαλωτισθώσιν οι, εν Πολυαράβω οικογένειαι των προυχόντων, και ούτω να εκβιασθή η υποταγή της Μάνης, και ότι συνακολουθεί και αυτός ο ίδιος ως οδηγός, συναπεφάσισαν ούτοι οι πέντε ήρωες, περιφρονούντες τον αναπόφευκτον θάνατον αυτών και των προσφιλεστάτων οικογενειών των, να κωλύσωσι το καθ’ εαυτούς (ως το πάλαι εν Θερμοπύλαις εκείνοι οι Σπαρτιάται του Λεωνίδα) την εκείθεν διάβασιν της στρατιάς.
Εισήλθον λοιπόν εις τας δύο οικίας των, ούσας παρά τω στενώ της οδού, και ήρξαντο του πυρός κατά της διερχομένης εκείθεν στρατιάς εξ ου, προς καιρόν, επήλθε σύγχυσις και διακοπή της πορείας του στρατού. Και τότε εκτιμών την ανδρείαν και γενναιότητα των ανδρών τούτων ο στρατάρχης Ιμβραήμ, εκάλεσεν αυτούς παρ’ αυτώ υποσχόμενος αυτοίς ασφάλειαν ζωής, τιμής, και περιουσίας, προς τούτοις δε και αμοιβήν της ανδρείας των εκ πλουσίων δώρων, τιμητικής σπάθης και καπετανάτου εις ένα έκαστον. Αλλ’ ούτοι εις απάντησιν εζήτησαν τον Βόσυναν, μεθ’ oυ να εξηγηθώσι περί της παραδόσεως, ότε ευθύς απεστάλη ούτος συνοδευόμενος υπό δύο αξιωματικών του στρατού και ενός πλουσίου οθωμανού εκ Βαρδουνίας. Ότε δε ούτοι επλησίασαν εις τας θύρας των οικιών, ηκούσθησαν έσωθεν φωναί “προδότα της πατρίδος, λάβε τα επίχειρα της κακίας σου”, και με τας φωνάς ήχησαν πέντε κρότοι τυφεκίων, εξ ωv κατέπεσον νεκροί ο τε Βόσυνας και οι μετ' αυτού. Εκ του συμβάντος δε τούτου οργισθείς ο στρατάρχης, διέταξε την πυρπόλησιν των οικιών, εν αις υπέστησαν πάντες οι ήρωές μας ούτοι τον δια του πυρός σκληρότατον θάνατον, πλην του Μπούμπουνα και του Γεωργίου. Διότι ούτοι εξελθόντες και ζωγρηθέντες υπέστησαν τον δι’ οβελία επώδυνον θάνατον του ηρώος Αθανασίου Διάκου. Κακείθεν οι Άραβες ανήλθον μάχην τεσσαράκοντα μόνον άνδρες, οίτινες κατά συγκυρίαν ευρέθησαν εκεί προς επίσκεψιν των οικογενειών των. Επί τη δεινή δε ταύτη περιστάσει, ότε οι τούρκοι εισήλθον εις το χωρίον και η αιχμαλωσία των γυναικών και των παιδίων και των ολίγων ανδρών επέκειτο, θα επήρχετο δε αφεύκτως και η κατάληψις της Λακωνίας - Μάνης, και θα εσβέννυτο και ο τελευταίος σπινθήρ της επαναστάσεως, εξ oυ και η τελεία καταστροφή του ελληνικού γένους, εβόησαν γοερώς αι γυναίκες και τα παιδία “Παναγία Γιάτρισσα, σώσον ημάς! σώσον και την Πατρίδα μας!”. Και με τας φωνάς, ευθύς ανέθορεν εκ του ναού της Γιατρίσσης νεφέλη φωτεινή και χρυσίζουσα, και εν τη νεφέλη δύο στρατηλάται έφιπποι και εν τω μέσω αυτών γυνή λευχειμονούσα και εξαστράπτουσα, εσπευσμένως δε και καλπάζοντες κατήρχοντο συν τη νεφέλη τας κορυφάς του Πρωτά εις τον Πολυάραβον. Και ορατοί εις πάντας τους ποιμένας και περιοίκους έφθασαν εις το χωρίον, καθ' ην ώραν διερρήγνυον οι τούρκοι τας θύρας των οικιών και συνελάμβανον τας οικογενείας. Τότε επέπεσον κατ' αυτών η τε λευχειμονούσα γυνή άτακτον φυγήν οι τούρκοι ωρυόμενοι και κραυγάζοντες “μας ηφάνισεν η Μαρία!”. Ευθύς δε ανεφάνη και Σταυρός εις το άνωθεν του χωρίου αποκοπέντα βράχον.
Εκ δε των παραδόξων τούτων γεγονότων, λαβόντες θάρρος οι εν ταις οικίαις άνδρες τε και γυναίκες και παιδία, εξήλθον και κατεδίωκον τους Τούρκους ως κύνας, φονεύοντες αυτούς με πελέκεις, πέτρας τε και ράβδους, και μετά των προσδραμόντων εκ των πέριξ χωρίων, και ενωθέντων μετ' αυτών, κατεδίωξαν αυτούς μέχρι Γυθείου, καταστρώσαντες τας οδούς από πτώματα Αιγυπτίων, λαφυραγωγήσαντες δε και τας αποσκευάς και τα σιτία της στρατιάς του αγερώχου Ιμβραήμ αυτοί οι αιχμάλωτοι αυτού, τη αντιλήψει της Υπερμάχου, Πανυμνήτoυ, Θεοτόκου και Αειπαρθένου Μαρίας της Παναγίας “Γιατρίσσης”. Συγχρόνως δε διεδραματίζετο και Έτερον παρεμφερές γεγονός εν Πύλω, η καταστροφή του οθωμανικού στόλου. Αμφότερα δε ταύτα τα θαυμάσια γεγονότα, έργα βεβαίως όντα της Παντανάσσης Θεοτόκου Μαρίας, επετέλεσαν έθνους, καθ' ην εχρησιμοποίησεν ως όργανά της το κατ' αρχάς μεν την οικογένειαν Βενετσανάκη ακολούθως δε τους Κολοκοτρώνην και Μαυρομιχάλας, ους εγαλούχησε και κατήρτισε παρά τη αυλή της, ένθα υπάρχει και σήμερον εις διάστημα ενός τετάρτου της ώρας από της Γιατρίσσης το μέγαρον του Κολοκοτρώνη.
ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΚΟ ΥΛΙΚΟ ΙΕΡΑΣ ΜΟΝΗΣ ΠΑΝΑΓΙΑΣ ΓΙΑΤΡΙΣΣΑΣ |
από: http://www.im-manis.gr