Παρασκευή 10 Σεπτεμβρίου 2010
Ὁσία Θεοδώρα ἡ ἐν Ἀλεξανδρείᾳ και ο Ἅγιος Εὐφρόσυνος ὁ μάγειρας(11 Σεπτεμβρίου).
Καταγόταν ἀπὸ τὴν Ἀλεξάνδρεια στὰ χρόνια τοῦ βασιλιὰ Ζήνωνος (474 – 490) καὶ ἦταν συνεζευγμένη μὲ εὐσεβὰ ἄνδρα, τὸν Παφνούτιο. Ἡ ζωὴ τῆς Θεοδώρας ἦταν τίμια, ἐνάρετη καὶ ἀφοσιωμένη στὸν σύζυγό της. Ὅμως, ὁ μισόκαλος διάβολος, σὲ κάποια στιγμὴ ἀδυναμίας τῆς Θεοδώρας, τὴν ἔσπρωξε κρυφὰ στὴν μοιχεία. Κανεὶς δὲν τὴν εἶδε. Κανεὶς δὲν τὸ ἔμαθε. Μποροῦσε, ἑπομένως, νὰ συνεχίσει ἁρμονικὰ τὴν ζωή της μὲ τὸν σύζυγό της. Ὅταν, ὅμως, ἄκουσε τὰ λόγια του Εὐαγγελίου, μὲ τὰ ὁποία ὁ Κύριος διδάσκει ὅτι «οὐκ ἐστὶ κρυπτόν, ὁ οὐ φανερὸν γενήσεται», δὲν ὑπάρχει, δηλαδή, κρυφό, τὸ ὁποῖο δὲν θὰ γίνει φανερὸ στὸ μέλλον, σκέφθηκε τὸ βάθος τῆς ἁμαρτίας της καὶ ἔκλαψε πικρά.
Ντύθηκε ἔπειτα ἀνδρικά, πῆγε σὲ μοναστῆρι καὶ ἐκάρη μοναχὸς μὲ τὸ ὄνομα Θεόδωρος. Ἐκεῖ, μέρα – νύκτα μετανοοῦσε καὶ ἔκλαιγε τὴν ἁμαρτία της. Μετὰ ἀπὸ δυὸ χρόνια, συκοφαντήθηκε ὅτι πόρνευσε μὲ γυναῖκα, ὅταν ἔφεραν ἕνα νεογέννητο μωράκι ἔξω ἀπὸ τὴν πόρτα τοῦ μοναστηριοῦ. Τότε ἡ Θεοδώρα πῆρε τὸ βρέφος καὶ γιὰ ἑπτὰ ὁλόκληρα χρόνια, ἔξω ἀπὸ τὸ μοναστῆρι μὲ διάφορες κακουχίες, τὸ ἀνέθρεψε σὰν δικό της.
Ὅταν ἐπανῆλθε στὸ μοναστῆρι, τὸ ταλαιπωρημένο σῶμά της μετὰ ἀπὸ λίγο καιρὸ ξεψύχησε. Τότε οἱ μοναχοί, ὅταν διαπίστωσαν τὸ φῦλο της, θαύμασαν καὶ ὅλοι μαζὶ δόξασαν τὸ Θεό.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Δῶρον ἔνθεον, ἡγιασμένον, Θεῷ ἤνεγκας, τὴν βιοτήν σου, Θεοδώρα Ὁσία πανεύφημε· τῆς μετανοίας τὸ πῦρ γὰρ ἐμφαίνουσα, μέσον ἀνδρῶν φιλοσόφως διέλαμψας· ὅθεν πρέσβευε, ἀπαύστως τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος α’. Χορός Ἀγγελικός.
Τὴν νύκτα τῶν παθῶν, ἐκφυγοῦσα θεόφρον, προσῆλθες νοητῶς, τῷ Ἡλίῳ τῆς δόξης, ἀσκήσει νεκρώσασα, τῆς σαρκὸς τὰ σκιρτήματα· ὅθεν γέγονας, ὑπογραμμὸς Μοναζόντων, καὶ ἀνόρθωσις, τῶν πεπτωκότων ἐν βίῳ, Θεοδώρα πάνσεμνε.
Μεγαλυνάριον.
Τίς σου τῆς ἀσκήσεως τὸ στερρόν, καὶ τῆς μετανοίας, ἀνυμνήσει, τὸ καρτερόν; Σὺ γὰρ Θεοδώρα, ὑπερφυέσι πόνοις, τὸν παλαμναῖον ὄφιν, κατετραυμάτισας.
Ὑπῆρξε ἀγράμματος, ἀλλὰ ἀληθινὰ εὐσεβὴς καὶ πιστός.
Ἔκανε οἰκονομίες μὲ στερήσεις τοῦ ἐαυτοῦ του, μόνο καὶ μόνο γιὰ νὰ κάνει ἐλεημοσύνες. Τὸ ἐπάγγελμά του, τοῦ ἐπέτρεπε νὰ τρώει πρῶτος τὰ καλύτερα φαγητά. Αὐτὸς ὅμως, δὲν θέλησε νὰ τὸ μεταχειριστεῖ ποτέ. Ἔτρωγε μὲ μεγάλη εὐχαρίστηση τὰ χόρτα καὶ τὶς ἐλιές του, τὴν στιγμὴ ποὺ ἔβραζαν ἢ ἕψηναν μπροστὰ του τὰ ὀρεκτικότερα κρέατα καὶ τὰ προκλητικότερα ψάρια.
Κατόπιν ὁ Εὐφρόσυνος πῆγε σὲ μοναστῆρι, ὅπου καὶ ἐκεῖ ἐξασκοῦσε τὸ ἔργο τοῦ μαγείρου. Ἀλλὰ αὐτός, ἀντίθετα ἀπὸ ὅτι στὰ κοσμικὰ ξενοδοχεῖα, στὸ μοναστῆρι ἔφτιαχνε μετριότατο φαγητό. Σὲ μερικοὺς ποὺ τὸν εἰρωνεύονταν γι’ αὐτὴ του τὴν κατάσταση, ὁ Εὐφρόσυνος μὲ πραότητα ἀπαντοῦσε: «Ἡ καλὴ μαγειρικὴ δὲν εἶναι τόσο καλὸς βοηθὸς γιὰ τὴν βασιλεία τῶν οὐρανῶν. Τὴν πολλὴ εὐφροσύνη ποὺ ζητοῦν τὰ σώματα, θὰ τὴν χάσουν κατ’ ἀνάγκην οἱ ψυχές. Καὶ ἐγὼ δὲν ἔχω ἐδῶ προορισμὸ νὰ σᾶς κολάσω».
Τελικὰ ὁ Εὐφρόσυνος, πέθανε σὲ ἕνα ἐρημικὸ ἡσυχαστήριο. Καὶ ἡ Ἐκκλησία, ποὺ ξέρει ὅτι στὴν αἰώνια ζωὴ δὲν ἔχει κανένα ἀνώτερο δικαίωμα ἀπὸ ἕναν μάγειρα ἕνας βασιλιὰς ἢ φιλόσοφος, ἀνέγραψε μεταξὺ τῶν ἁγίων της τὸν μάγειρο Εὐφρόσυνο, ἐπειδὴ ἤξερε καὶ νὰ πιστεύει καὶ νὰ ζεῖ κατὰ τὸ θέλημα τοῦ Θεοῦ.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ταπεινώσει καρδίας Πάτερ Εὐφρόσυνε, τῷ μαγειρείῳ προσφέρων διακονίαν τὴν σήν, ἐπληρώθης ἀληθῶς Ἁγίου Πνεύματος· ὅθεν ἐγνώρισεν ἡμῖν, τὴν σὴν δόξαν ὁ Θεός, δι’ ἱερέως ὁσίου· ἧς καὶ ἡμᾶς θεοφόρε, μετόχους δεῖξον ταῖς πρεσβείαις σου.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Εὐφροσύνης μέτοχος τῆς οὐρανίου, γεγονὼς Εὐφρόσυνε, τῇ ἰσαγγέλῳ σου ζωῇ, ὤφθης Ἀγγέλων ἰσότιμος, μεθ’ ὧν δυσώπει, ὑπὲρ τῶν τιμώντων σε.
Μεγαλυνάριον.
Ἤσκησας ὡς ἄγγελος ἐπὶ γῆς, τρόποις ἐναρέτοις, ἐκκαθάρας σου τὴν ψυχήν· ὅθεν τῆς ἀγήρω, μετέσχες εὐφροσύνης, ὑπὲρ ἡμῶν πρεσβεύων, Πάτερ Εὐφρόσυνε.