Στὶς 11 Φεβρουαρίου 1841 κείρεται μοναχὸς καὶ λαμβάνει τὸ ὄνομα Θεοφάνης. Ἐργάσθηκε Ἱεραποστολικὰ καὶ τὸ 1855 ἀνέλαβε τὴ διεύθυνση τῆς ἐκκλησιαστικῆς σχολῆς Ὅλονετς. Τὸ ἔτος 1856 ταξίδεψε γιὰ ἐκκλησιαστικὲς ὑποθέσεις στὴν Κωνσταντινούπολη καὶ στὶς 29 Μαΐου 1859 ἐξελέγη Ἐπίσκοπος τῆς πόλεως Ταμπὼφ καὶ Βλαντιμίρ.
Λίγο ἀργότερα ἀφιερώνεται στὴν ἄσκηση καὶ ζεῖ ἔγκλειστος ἀκολουθώντας τὸν βίο τῶν Ἁγίων Ἀσκητῶν τῆς Ρωσίας.
Ὁ Ὅσιος Θεοφάνης κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, τὸ ἔτος 1894.