Κατὰ τοὺς χρόνους τοῦ βασιλέως Νουμεριανοῦ, τὸ ἔτος 284 μ.Χ., συνελήφθησαν ἀπὸ τοὺς εἰδωλολάτρες ὁ Ἐπίσκοπος Ἐμέσης Σιλουανός, ὁ διάκονος Λουκᾶς καὶ ὁ ἀναγνώστης Μώκιος, οἱ ὁποῖοι ὁμολόγησαν μὲ θάρρος καὶ ἀνδρεία τὴν πίστη τους στὸν Χριστό. Τότε ὁ ἡγεμόνας διέταξε νὰ κατασπαραχθοῦν οἱ Ἅγιοι ἀπὸ τὰ ἄγρια θηρία.
Ὁ
Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν εἶχε παρασταθεῖ στὴν καταδίκη τους, ἀλλὰ ἄκουσε
ὅμως περὶ αὐτῆς. Ἔτρεξε, λοιπόν, μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις, γιὰ νὰ τοὺς
προφθάσει, ἀλλὰ ὅταν ᾖλθε στὸ κριτήριο, πληροφορήθηκε ὅτι τοὺς μετέφεραν
ἤδη στὸ ἀμφιθέατρο, γιὰ νὰ βροῦν τὸν θάνατο ἐκεῖ. Στὴ θέα τῶν Ἁγίων τὰ
μάτια του δάκρυσαν ἀλλὰ ἡ ψυχή του φλογίσθηκε. Οἱ τρεῖς ἐκεῖνοι Ἅγιοι
Μάρτυρες ἦταν ἀθλητὲς τοῦ Χριστοῦ, καυχήματα τῆς Ἐκκλησίας, στηρίγματα
τῶν ψυχῶν. Καὶ ἀμέσως ἔτρεξε κοντά τους, χωρὶς νὰ προλάβουν νὰ τὸν
ἐμποδίσουν οἱ στρατιῶτες καὶ τοὺς ἀσπάσθηκε ἀδελφικά. Ἡ πράξη του αὐτὴ
θεωρήθηκε ἔγκλημα καὶ κρίθηκε ὅτι οἱ ἀσπασμοὶ ἐκεῖνοι ἔπρεπε νὰ
ἐπισύρουν τὸν θάνατο.
Ὁ
Ἅγιος Ἰουλιανὸς δὲν φοβήθηκε ἀπὸ τὴν κρίση τῶν διωκτῶν. Ἔμεινε ἕως
τέλους ἀπτόητος καὶ ἄσειστος. Οἱ δήμιοι τοῦ διαπέρασαν καρφιὰ στὸ
κεφάλι, στὰ χέρια καὶ τὰ πόδια, κατόπιν δὲ καὶ στὴν κεφαλή. Ἔτσι, ὁ
Ἅγιος Μάρτυς Ἰουλιανὸς ἀκολούθησε τοὺς ἄλλους Ἁγίους Μάρτυρες καὶ ἔλαβε
τὸ ἔνδοξο στέφανο τοῦ μαρτυρίου.