Οἱ Ἅγιοι Νίκανδρος καὶ Ἑρμαῖος ἦταν μαθητὲς τοῦ Ἀποστόλου Τίτου, τοῦ τόσο ἀγαπητοῦ συνεργάτη τοῦ Ἀποστόλου Παύλου.
Κήρυτταν τὸ Εὐαγγέλιο μὲ περίσσιο ζῆλο καὶ ἀφοσίωση. Μὲ τὸ κήρυγμά τους πολλοὶ εἰδωλολάτρες πίστεψαν τὴν μία ἀληθινὴ πίστη τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ.
Γιὰ τὸν λόγο αὐτὸ καταγγέλθηκαν στὸν ἄρχοντα τῆς πόλης, τὸν Λιβάνιο. Παρουσιάστηκαν ὑπὸ τῆς βίας μπροστά του καὶ διακήρυξαν τὴν ἀλήθεια τοῦ Εὐαγγελίου.Ὁ
Λιβάνιος ἐξοργισμένος διέταξε τὸν βασανισμό τους. Συγκεκριμένα διέταξε
νὰ τοὺς ξεσκίσουν τὶς σάρκες τους, ὅμως μὲ τὴν βοήθεια τῆς Θείας Χάρης
οἱ Ἅγιοι θεραπεύτηκαν. Τὸ θαῦμα αὐτὸ ἀντὶ νὰ συνετίσει τὸν ἄρχοντα, τὸν
θύμωσε περισσότερο. Ἔτσι διέταξε τὸ βασανισμό τους μὲ πυρὰ καὶ τὸν
ἐνταφιασμό τους καθὼς ἦταν ζωντανοὶ ἀκόμα.
Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο παρέδωσαν τὸ πνεῦμά τους στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Γνῶσιν
ἔνθεον, καρποφόρησας, ὡς ὁμότροπος, τῶν Ἀποστόλων, ἐν ἱερεῦσι πιστὸς
ἐχρημάτισας· καὶ μαρτυρίου τοῖς σκάμμασι Νίκανδρε, συγκοινωνὸν τὸν
Ἑρμαῖον ἐκέκτησο· μεθ’ οὗ πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ σὲ δοξάσαντι, δωρήσασθαι
ἡμῖν τὸ μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τῶν
ψυχῶν τὴν ἄρουραν, γεηπονοῦντες τῷ λόγῳ, μυστικῶς ἠνέγκατε, Χριστῷ
ἀθλήσεως στάχυν· Τίτῳ γάρ, τῷ θεηγόρῳ μεθητευθέντες, ὤφθητε, διδασκαλίας
θεῖα πυξία, Νίκανδρε Ἱερομάρτυς, σὺν τῷ Ἑρμαίῳ λαμπρῶς ἀθλήσαντες.
Μεγαλυνάριον.
Χάριν
εἰληφότες τὴν θεουργόν, ταῖς χερσὶ τοῦ Τίτου, τὸν τῆς χάριτος φωτισμόν,
τοῖς ἐσκοτισμένοις, πυρσεύετε τῷ λόγῳ, Νίκανδρε καὶ Ἑρμαῖε,
Ἱερομάρτυρες.