Ὑπηρετοῦσαν στὶς στρατιωτικὲς τάξεις τοῦ αὐτοκράτορα Μαξιμιανοῦ. Τοὺς διέκρινε μεγάλη ἀνδρεία στὰ πεδία τῶν μαχῶν, ἀλλὰ καὶ σωφροσύνη στὴν καθημερινή τους ζωή. Γι’ αὐτὸ καὶ ὁ αὐτοκράτορας τοὺς ἀπένειμε τὰ ἀξιώματα τοῦ πριμικηρίου καὶ τοῦ σεκουνδουκηρίου, ἀντίστοιχα.
Ὅταν ὅμως ἔμαθε ὅτι οἱ δυὸ ἐπίλεκτοι στρατιῶτες του ἦταν χριστιανοί, δὲν ἤθελε μὲ κανένα τρόπο νὰ τὸ πιστέψει. Γιὰ νὰ πεισθεῖ λοιπὸν χειροπιαστά, ὀργάνωσε τελετὲς μὲ θυσίες σὲ εἰδωλολατρικὸ ναὸ καὶ κάλεσε νὰ παραστοῦν σ’ αὐτὲς οἱ Σέργιος καὶ Βάκχος. Οἱ δυὸ χριστιανοὶ στρατιῶτες ἀρνήθηκαν καὶ ὁμολόγησαν τὸν Χριστὸ μὲ θαρραλέο φρόνημα. Ἐξοργισμένος τότε ὁ αὐτοκράτορας, διέταξε καὶ τοὺς ἀφαίρεσαν τὰ διάσημα τῶν ἀξιωμάτων τους. Ἔπειτα, ἀφοῦ τοὺς ἐνέπαιξαν καὶ τοὺς διαπόμπευσαν μὲ διάφορους τρόπους, τοὺς ἔστειλαν σὲ ἕνα σκληρὸ δοῦκα τῆς Ἀνατολῆς, τὸν Ἀντίοχο.
Αὐτὸς
μὲ πρωτοφανὴ ὠμότητα μαστίγωσε μέχρι θανάτου τὸ Βάκχο. Στὸν δὲ Σέργιο,
ἐπειδὴ κάποτε τὸν εἶχε εὐεργετήσει , πρότεινε, ἀφοῦ ἀρνηθεῖ τὸν Χριστό,
νὰ τοῦ χαρίσει τὴν ζωή. Ἡ γενναία ἀπάντηση τοῦ Σεργίου ἦταν τὰ λόγια του
Ἀπ. Παύλου: «Ἐμοὶ τὸ ζῆν Χριστὸς καὶ τὸ ἀποθανεὶν κέρδος». Σὲ μένα,
εἶπε ὁ Σέργιος, ζωὴ εἶναι ὁ Χριστός. Ἀλλὰ καὶ τὸ νὰ πεθάνω εἶναι κέρδος,
διότι ἔτσι θὰ ἑνωθῶ πλήρως μὲ τὸ Χριστό.
Τότε, ὁ Ἀντίοχος ἀμέσως ἔδωσε διαταγὴ καὶ τὸν ἀποκεφάλισαν.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Τριάδος
τῆς Ἁγίας ὁπλῖται τροπαιοῦχοι, ἡ λαμπρὰ δυὰς τῶν Μαρτύρων, ὡράθητε ἐν
ἄθλοις, Σέργιος ὁ θεῖος ἀριστεύς, καὶ Βάκχος ὁ γενναῖος ἀθλητής· διὰ
τοῦτο δοξασθέντες περιφανῶς, προΐστασθε τῶν βοώντων· δόξα τῷ ἐνισχύσαντι
ὑμᾶς, δόξα τῷ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι δι’ ὑμῶν, πᾶσιν ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος γ’. Ἡ Παρθένος σήμερον.
Τοὺς
γενναίους Μάρτυρας, καὶ ἀδελφοὺς ἐν τῇ πίστει, συνελθόντες στέψωμεν, ἐν
ἱεραῖς εὐφημίαις, Σέργιον, τὸν τῆς Τριάδος στερρὸν ὁπλίτην, Βάκχον τε,
τὸν ἐν βασάνοις συγκαρτεροῦντα, τὸν Χριστὸν θεολογοῦντας, τὸν ἀθλοθέτην
καὶ Ποιητὴν τοῦ παντός.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
τῶν Μαρτύρων ἡ ξυνωρίς, Σέργιος ὁ θεῖος, καὶ ὁ Βάκχος ὁ εὐκλεής, οἱ τὸν
Θεῖον Λόγον, δοξάσαντες ἐν ἄθλοις, ᾦ νῦν συνδοξασθέντες, ἡμᾶς
φρουρήσατε.