Ἔλαμψε μὲ τὴν πνευματική του σύνεση, τὴν ταπεινοφροσύνη, τὴν φιλαδελφία καὶ τὸ ἐνδιαφέρον του στὸ νὰ ἐπιστρέψει καὶ ἕναν μόνο ἁμαρτωλό.
Μεταξὺ τῶν ἀσκητῶν ἀναδείχτηκε ὀνομαστὸς καὶ μέγας, ἀθλητὴς τῆς πρώτης γραμμῆς, τύπος ἐγκράτειας, ἀλλὰ καὶ ψυχὴ ποὺ προσευχόταν γιὰ δικαίους καὶ ἀδίκους, πλούσιους καὶ φτωχούς, ἄρχοντες καὶ ἰδιῶτες, κληρικοὺς καὶ λαϊκοὺς καὶ γενικὰ γιὰ ὅλο τὸν κόσμο. Στὴν
γῆ ἦταν, ἀλλὰ ἡ ζωή του ἦταν οὐράνια. Ὑψωμένος πάνω ἀπὸ τὴ σάρκα, ποὺ
χαλιναγωγοῦσε τέλεια μὲ τὴν χάρη τοῦ Ἁγίου Πνεύματος καὶ τὴν θεία
κοινωνία τοῦ σώματος καὶ τοῦ αἵματος τοῦ Χριστοῦ.
Ἡ μνήμη του μένει ὑπόδειγμα σὲ ὅσους θέλουν τὴν ἀσκητικὴ ζωή, γιὰ νὰ εἶναι γνήσιοι καὶ πραγματικοὶ ἀσκητές, ὄχι μόνο μὲ τὴν ἀντοχὴ τοῦ σώματος, ἀλλὰ καὶ μὲ τὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση καὶ τὴ λάμψη τῆς ἀρετῆς.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλάγιος α’. Τὸν συνάναρχον Λόγον.
Ἐκ
παιδὸς γεωργήσας ζωὴν τὴν κρείττονα, τῶν κατ’ αὐτῆς ἐνεπλήσθης
θεουργικῶν ἀγαθῶν, τῶν Ἀγγέλων μιμητὰ Σισώη Ὅσιε· ὅθεν ὡς ἥλιος λαμπρός,
ἀπαυγάζεις τηλαυγῶς, ἐν ὥρᾳ τῆς σῆς ἐξόδου, δηλοποιῶν τὴν σὴν δόξαν,
καὶ καταλάμπων τὰς ψυχὰς ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ἐπεφάνης σήμερον.
Ἐν
ἀσκήσει ἄγγελος ἐν γῇ ὡράσθης, καταυγάζων Ὅσιε, τὰς διανοίας τῶν
πιστῶν, θεοσημείαις ἑκάστοτε· ὅθεν σε πάντες, Σισώη γεραίρομεν.
Μεγαλυνάριον.
Νέκρωσιν
Σισώη ζωοποιόν, παθῶν τῇ ἐκδύσει, ἐνδυσάμενος ὁλικῶς, νεκροὺς ὡς ἐξ
ὕπνου, τῷ ἱερῷ σου λόγῳ, ἐξήγειρας νεκρώσας, τὸν παναλάστορα.