Όπως
κάθε χρόνο, έτσι και εφέτος, το Ιερό Προσκύνημα «ΑΓΙΟΣ ΡΗΓΙΝΟΣ Ο
ΛΕΒΑΔΕΥΣ», της Ιεράς Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας, στην πόλη της
Λειβαδιάς, οργάνωσε εορταστικές εκδηλώσεις προς τιμήν και μνήμη του
Αγίου ενδόξου Ιερομάρτυρος Ρηγίνου, Επισκόπου Σκοπέλου, με την ευκαιρία της ιεράς μνήμης του.
Την
Κυριακή 23 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε μουσική πολιτιστική εκδήλωση με
τα Μουσικά Σύνολα και την Πολυφωνική Χορωδία της Μουσικής Ακαδημίας
Μουσικής και τεχνών Λειβαδιάς, υπό την διεύθυνση του μαέστρου κ. Ν.
Κοτροκόη και τη φιλική συμμετοχή της χορωδίας καλλιτεχνικής πορείας
Ορχομενού, υπό την διεύθυνση του μαέστρου κ. Γεωργίου Ζωγράφου. Στόχος
της συγκεκριμένης εκδήλωσης, όπως ανέφερε ο προϊστάμενος του Ιερού Ναού
Αγίου Ρηγίνου Λεβαδείας π. Αλέξιος Σαμαρτζής, είναι ο εξευγενισμός και η
ανύψωση των αισθημάτων μας στο βαρύ κλίμα της σημερινής πραγματικότητας
με την πολυσχιδή κρίση που βιώνουμε.
Τη Δευτέρα 24 Φεβρουαρίου, στις 6.30 μ.μ., πραγματοποιήθηκε με κάθε λαμπρότητα η Υποδοχή της Ιεράς Σιαγόνος του Τιμίου Ενδόξου Προφήτου Προδρόμου και Βαπτιστού Ιωάννου, εν
όψει της Ιεράς Μνήμης του Αγίου Ρηγίνου του Λεβαδέως, στον προαύλιο
χώρο του Ναού, παρουσία του Σεπτού Ποιμενάρχου μας κ. Γεωργίου, πολλών
ιερέων, των Βουλευτών του νομού μας, των Τοπικών Αρχόντων και πλήθους
κόσμου.
Στη
συνέχεια εψάλη Μέγας Πανηγυρικός Αρχιερατικός Εσπερινός, χοροστατούντος
του Σεβασμιωτάτου Μητροπολίτου Ζιχνών και Νευροκοπίου κ. Ιεροθέου, ο
οποίος και κόμισε τον πνευματικό αυτό θησαυρό στο προσκύνημα του Αγίου
Ρηγίνου.
Ο
οικοδεσπότης Μητροπολίτης Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεώργιος εκήρυξε τον
Πανηγυρικό της ημέρας, αφού πρώτα καλωσόρισε τον Μητροπολίτη Ζιχνών και
Νευροκοπίου κ. Ιερόθεο και τον ευχαρίστησε για την ανταπόκριση του
αιτήματος της Τοπικής Βοιωτικής Εκκλησίας για την μεταφορά της Ιεράς
Σιαγόνος του Τιμίου Προδρόμου.
Την κυριώνυμο ημέρα της εορτής του Αγίου Ρηγίνου (25
Φεβρουαρίου), εψάλη πανηγυρικός όρθρος και έγινε Αρχιερατικό
Συλλείτουργο, προεξάρχοντος του Σεβ. Μητροπολίτου Ζιχνών και Νευροκοπίου
κ. Ιεροθέου, συλλειτουργούντος του Ποιμενάρχου μας κ. Γεωργίου. Τον
θείο λόγο εκήρυξε ο κ. Ιερόθεος από το περρίσευμα της καρδίας του. Αφού
σκιαγράφησε τον βίο του εορταζομένου Αγίου Ρηγίνου, εστίασε στην φλογερή
πίστη του, που ευχαρίστως τον οδήγησε στο μαρτύριο δίνοντας τη ζωή του
για τον Κύριό μας και Θεό μας. Έτσι και εμείς, ανέφερε ο Μητροπολίτης
Ζιχνών και Νευροκοπίου, πρέπει να αποκτήσουμε αταλάντευτη πίστη δίνοντας
την μαρτυρία της συνειδήσεώς μας στην καθημερινότητα του βίου μας.
Την Τετάρτη 26 Φεβρουαρίου πραγματοποιήθηκε Εσπερίδα στον Ιερό Ναό του Αγίου Ρηγίνου, με θέμα: «Ταφή ή καύση των σωμάτων: αμετάκλητη λήθη ή αιώνια μνήμη;», με δύο εισηγήσεις.
Στην
σύντομη προσλαλιά του ο εφημέριος του ναού π. Αλέξιος ανέφερε, μεταξύ
άλλων, ότι τελευταία γίνεται πολύς λόγος για την καύση των σωμάτων και
δυστυχώς η νέα νομοθεσία επιτρέπει την δημιουργία αποτεφρωτηρίων στην
Ορθόδοξη Πατρίδα μας. Ο χριστιανισμός, και μάλιστα η Ορθόδοξη Εκκλησία,
είναι αντίθετος με την καύση των νεκρών και τάσσεται υπέρ της ταφής, σε
συνάρτηση με την ιερότητα της ψυχής και του σώματος, κατά την
χριστιανική δογματική διδασκαλία.
Πρώτη εισήγηση του Σεβ. Μητροπολίτου Θηβών και Λεβαδείας κ. Γεωργίου, με θέμα: «Η καύση των νεκρών ως πρόκληση για την Ποιμαντική της Εκκλησίας. Η περίπτωση του αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα».
Ο εισηγητής στο πρώτο μέρος της ομιλίας του προσέγγισε το θέμα της
καύσης με θεολογικά, ιστορικά, υμνογραφικά, κοινωνικά, ψυχολογικά και
περιβαλλοντικά κριτήρια. Ανέφερε ότι μέσα στο νεωτερικό κλίμα της
γενικευμένης εκκοσμίκευσης που επιδιώκει την αποϊεροποίηση των πάντων
και την περιθωριοποίηση ή και τον πλήρη εξοβελισμό των παραδοσιακών
αξιών και πρακτικών, η Ορθόδοξη Εκκλησία βρίσκεται διαρκώς αντιμέτωπη με
νέες καταστάσεις, αδιανόητες μέχρι το πρόσφατο παρελθόν.
Οι
καταστάσεις αυτές αποτελούν πραγματικές προκλήσεις και κάποτε σοβαρούς
κινδύνους, γιατί θέτουν σε αμφισβήτηση με λογικοφανείς προφάσεις ακόμη
και θεμελιώδεις αρχές της Ορθόδοξης πίστης και παράδοσης.
Μια
τέτοια καινοφανής πρόκληση για την Εκκλησία είναι η προτεινόμενη και
ήδη εφαρμοζόμενη πρακτική της καύσης των νεκρών σε ειδικές αποτεφρωτικές
εγκαταστάσεις ως τρόπος διαχείρισης των σωμάτων μετά τον θάνατο,
εναλλακτικά προς τον παραδοσιακό ενταφιασμό.
Σε
άλλο σημείο ο Σεβασμιώτατος ανέφερε ότι η ταφή του νεκρού σώματος στη
γη «ἐξ ἧς ἐλήφθη» προϋποθέτει και υπονοεί πίστη στην ανάσταση κατά το
εσχατολογικό γεγονός της Δευτέρας Παρουσίας.
Άρα
η πρακτική του ενταφιασμού φανερώνει ελπίδα και προσδοκία νέας ζωής,
σύμφωνα με το επιτυχές βιβλικό παράδειγμα του κόκκου του σίτου που
πέφτει στο χώμα, «πεθαίνει» και έπειτα βλασταίνει και καρποφορεί (Α΄
Κορ. ιε΄, 37). Ο ενταφιασμός καθίσταται αισιόδοξο προάγγελμα
αναγέννησης από την μήτρα της γης.
Αντίθετα
η καύση και αποτέφρωση υποδηλώνει έλλειψη πίστης και ελπίδας καθώς
πραγματοποιεί άμεσα τον πλήρη αφανισμό και εκμηδενισμό. Η αποτέφρωση de
facto αρνείται την προσδοκία της ανάστασης της σαρκός, και αναιρεί την
προοπτική της ζωής του μέλλοντος αιώνος, που ομολογείται από τους
χριστιανούς και στο σύμβολο της Πίστεως.
Στο
δεύτερο μέρος της εισήγησής του ο κ. Γεώργιος αναφέρθηκε στην περίπτωση
του αποτεφρωτηρίου στη Ριτσώνα, καθώς και στις αγωνιώδεις προσπάθειες
του ιδίου και των κληρικών της Μητροπόλεως Θηβών και Λεβαδείας να
αποτρέψουν την δημιουργία και εγκατάσταση του συγκεκριμένου
αποτεφρωτηρίου, με αδιάσειστα επιχειρήματα, κάτι που δεν κατέστη δυνατό.
Ο Ποιμενάρχης μας εξέφρασε τον προβληματισμό του για το ότι αδελφοί μας
χριστιανοί επιλέγουν είτε οι ίδιοι είτε οι συγγενείς τους να
αποτεφρωθούν και στο τέλος κάλεσε τους ακροατές της Εσπερίδος να
προβληματιστούν και να παραμείνουν πιστοί στη διδασκαλία της Εκκλησίας
και την παράδοσή μας.
Δεύτερη
εισήγηση του Αναπληρωτού Καθηγητού της Πατριαρχικής Ανωτάτης
Εκκλησιαστικής Ακαδημίας Κρήτης κ. Εμμανουήλ Δουνδουλάκη, με θέμα: «Σωματική αυτοδιάθεση-καύση νεκρών και η θέση της Ορθόδοξης Εκκλησίας».
Ο εισηγητής στο πλαίσιο της ομιλίας του παρέθεσε ένα εύρος ζητημάτων
και πτυχών που πλαισιώνουν το θέμα της σωματικής αυτοδιάθεσης και της
καύσης των νεκρών. Ανέφερε ότι η αξίωση για σωματική αυτοδιάθεση, η
εκτίμηση δηλαδή ότι μπορούμε ανεμπόδιστα, να διαθέτουμε το σώμα μας, εν
ζωή και μετά θάνατον, όπως επιθυμούμε, ελέγχεται ως επισφαλής θεολογικά,
όταν δεν εμπίπτει σε συγκεκριμένα κριτήρια.
Η
καύση των νεκρών, ως προβαλλόμενη δυνητική επιλογή, αποτελούσε πράξη
απαξιωτική, ατιμωτική και εκδικητική, σύμφωνα με την Αγία Γραφή και την
μακραίωνη Ιερά Παράδοση.
Ο
καθηγητής ανέφερε επίσης ότι η Ορθόδοξη Εκκλησία, ακολουθώντας την
Παράδοσή Της, υπέρ του ενταφιασμού και εστιάζοντας στο σεβασμό του
προσώπου και του σώματος, διακηρύσσει την ιερότητά τους, με την προβολή
και την τιμητική προσκύνηση των ιερών λειψάνων των Αγίων.