Οἱ Ἅγιοι αὐτοί, ἐκβιάζονταν ἀπὸ τὸν ἔπαρχο Μάξιμο νὰ θυσιάσουν στὰ εἴδωλα καὶ ἐπειδὴ ἀρνήθηκαν ὀμολογώντας τὸν Χριστό, ἀποκεφαλίστηκαν.
Ὅταν δὲ ὁ Ἅγιος Μωκιανὸς βάδιζε στὸν τόπο τῆς ἐκτέλεσής τους, τὸν ἀκολούθησαν ἡ γυναῖκα καὶ τὰ παιδιὰ του κλαίγοντας. Τότε ὁ Ἅγιος, ἀντὶ νὰ δειλιάσει εἶπε στὴν οἰκογένειά του νὰ μὴν κλαίει ἀλλὰ νὰ χαίρεται γιὰ τὸ μαρτύριο ποὺ τοῦ ἀξιώνει ὁ Θεός.
Ἐνῷ ἀντίθετα ἡ γυναῖκα τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅταν ἀποκεφαλίστηκε ὁ ἄντρας της, πῆρε τὸ κεφάλι του στὰ χέρια της μὲ χαρὰ σὰν πολύτιμο θησαυρό.
Ἐνῷ ἀντίθετα ἡ γυναῖκα τοῦ Ἁγίου Μάρκου, ὅταν ἀποκεφαλίστηκε ὁ ἄντρας της, πῆρε τὸ κεφάλι του στὰ χέρια της μὲ χαρὰ σὰν πολύτιμο θησαυρό.