Στην αρχή εψάλησαν βυζαντινοί ύμνοι από χορό ιεροψαλτών υπό τη διεύθυνση του πρωτοπρεσβύτερου π. Αθανασίου Νίκου και στη συνέχεια ο Γενικός Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Αρχιμ. Δημήτριος Μπακλαγής μετά από μία σύντομη εισαγωγή κάλεσε τον εκπρόσωπο της ΑΘΠ του Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κορέας κ. Αμβρόσιο να διαβάσει το μήνυμα του Πατριάρχου και να χαιρετίσει το Συνέδριο.
Χαιρετισμό απηύθυναν ο Αντιπεριφεριάρχης Ημαθίας κ. Κωνσταντίνος Καλαϊτσής , ο Δήμαρχος Βεροίας κ. Κωνσταντίνος Βοργιαζίδης, ο Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, ενώ εκ μέρους της επιστημονικής επιτροπής μίλησε ο αν. Καθηγητής κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης.
Τέλος στο βήμα ανήλθε ο Σεβασμιώτατος Μητροπολιτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων ο οποίος κήρυξε την έναρξη εργασιών του Συνεδρίου.
Κατά την πρώτη συνεδρία προήδρευσε ο κ. Μιλτιάδης Κωνσταντίνου, Κοσμήτορας της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ, ενώ την εναρκτήρια εισήγηση έκανε ο αν. Καθηγητής Θεολογικής Σχολής του Α.Π.Θ. κ. Χαράλαμπος Ατματζίδης, ο οποίος ανέπτυξε το θέμα: «Ἰησοῦς Χριστός, Ἀπόστολος Παῦλος, εὐαγγελισμός καί ἱεραποστολή».
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η κήρυξη έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου από τον Σεβασμιώτατο:
«Γνωρίζω δέ ὑμῖν, ἀδελφοί, τό εὐαγγέλιον ὅ εὐηγγελισάμην ὑμῖν, ὅ καί παρελάβατε, ἐν ᾧ καί ἑστήκατε, δι᾽ οὗ καί σώζεσθε, τίνι λόγῳ εὐηγγελισάμην ὑμῖν» (1 Κορ. 15.1).
Μέ αὐτούς τούς λόγους πρός τούς χριστιανούς τῆς Κορίνθου, τά πνευματικά του τέκνα, τά ὁποῖα, ὅπως γράφει ἀλλοῦ, «ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου» ἐγέννησε (1 Κορ. 4.15), δίδει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος τό στίγμα τοῦ εὐαγγελίου στήν ἀποστολική του διακονία· συγχρόνως
ὅμως δίδει καί τό νόημα τοῦ παρόντος Διεθνοῦς Συνεδρίου, τό ὁποῖο
ὀργανώνει πρός τιμήν του, στό πλαίσιο τῶν ΚΔ´ Παυλείων, ἡ Ἱερά Μητρόπολη
Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας.
Τό εὐαγγέλιο, τό χαρμόσυνο μήνυμα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, εἶναι τό κέντρο τοῦ κηρύγματος τοῦ οὐρανοβάμονος ἀποστόλου. Εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ἐκλήθη ὁ ἴδιος ἀπό τόν Χριστό, σύμφωνα μέ τή διαβεβαίωσή του στήν ἀρχή τῆς πρός Ρωμαίους ἐπιστολῆς του: «Παῦλος δοῦλος Χριστοῦ Ἰησοῦ, κλητός ἀπόστολος ἀφωρισμένος εἰς εὐαγγέλιον Θεοῦ», ἐνῶ γράφοντας πρός τούς Γαλάτες δηλώνει ἀπερίφραστα τή θεία προέλευση τοῦ εὐαγγελίου πού κηρύσσει: «τό εὐαγγέλιον τό εὐαγγελισθέν ὑπ᾽ ἐμοῦ … οὐκ ἔστιν κατ᾽ ἄνθρωπον» (Γαλ. 1.11).
Εἶναι αὐτό γιά τό ὁποῖο ὁ Ἰησοῦς τόν κάλεσε προσωπικά καί μέ θαυμαστό τρόπο, ἐνῶ ἐπορεύετο πρός τή Δαμασκό, μεταστρέφοντάς τον ἀπό φανατικό Ἰουδαῖο καί διώκτη τόν χριστιανῶν σέ «σκεῦος ἐκλογῆς, τοῦ βαστάσαι
τό ὄνομα» αὐτοῦ «ἐνώπιον ἐθνῶν καί βασιλέων» (Πραξ. 9.15), καί τοῦ
ἐμπιστεύθηκε τή διάδοσή του εἰς τά ἔθνη, ὥστε νά εἶναι καί τά ἔθνη
«συμμέτοχα τῆς ἐπαγγελίας ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ διά τοῦ εὐαγγελίου, οὗ ἐγενήθην διάκονος» (Ἐφεσ. 3.6).
Ὡς διάκονος τοῦ εὐαγγελίου ὁ μέγας Παῦλος δέν αἰσθάνεται τήν ἀποστολή του ὡς βάρος, ὡς ὑποχρέωση, ὡς καθῆκον. Τήν αἰσθάνεται ὡς τιμή. Τήν αἰσθάνεται ὡς τρόπο ἐκφράσεως τῆς ὑπάρξεώς του, τῆς πίστεως καί τῆς ἀγάπης του πρός τόν Χριστό, «τόν καλέσαντα αὐτόν κλήσει ἁγίᾳ» (2 Τιμ. 1.9). Τήν αἰσθάνεται ὡς ψυχική ἀνάγκη,
χωρίς τήν ἐκπλήρωση τῆς ὁποίας οὔτε ἡ ζωή του ἔχει νόημα οὔτε καί ἡ
σωτηρία του ἔχει νόημα. Γι᾽ αὐτό καί δέν διστάζει νά ἐξωτερικεύει αὐτή τήν ἐσώτερη ἀνάγκη του, ἡ ὁποία τόν ὁδηγεῖ νά ὁμολογεῖ ὅτι «ἐάν γάρ εὐαγγελίζωμαι, οὐκ ἔστιν μου καύχημα· ἀνάγκη γάρ μοι ἐπίκειται» (1 Κορ. 9.6).
Ἡ μεγάλη αὐτή ἀνάγκη πού αἰσθάνεται ὁ ἀπόστολος Παῦλος γιά τό κήρυγμα τοῦ εὐαγγελίου, εἶναι αὐτή πού τόν βοηθᾶ καί τόν στηρίζει στίς δύσκολες στιγμές πού διέρχεται κατά τή διάρκεια τῶν ἀποστολικῶν του περιοδειῶν.
Δέν μπορεῖ νά ζήσει χωρίς νά κηρύττει. Δέν μπορεῖ νά ἀναπνέει χωρίς νά γνωρίζει στούς ἀνθρώπους τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ. Δέν μπορεῖ νά ἀπολαμβάνει τήν παρουσία καί τή χάρη τοῦ Θεοῦ χωρίς νά τή μοιράζεται μέ τούς ἀδελφούς του.
Ὁ ἴδιος ζεῖ τό εὐαγγέλιο πού κηρύττει καί γι᾽ αὐτό προτρέπει καί τούς πιστούς «ἀξίως τοῦ εὐαγγελίου πολιτεύεσθε» (Φιλ. 1.27).
Ἡ ταύτισή του μέ τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ, ἡ βίωση καί τό κήρυγμα τοῦ ὁποίου ἀποτελοῦν τή μόνη πραγματικότητα τῆς ζωῆς του, εἶναι ἀπόλυτη. Χάριν αὐτοῦ κοπιάζει, κακοπαθεῖ, φυλακίζεται, ὁδοιπορεῖ, κλυδωνίζεται στή θάλασσα, ὑφίσταται διώξεις καί τιμωρίες, ἀλλά τά ὑπομένει ὅλα ἀδιαμαρτύρητα, ἀγγόγυστα καί μέ πολλή χαρά. Οὔτε πτοεῖται, οὔτε ἀπογοητεύεται, οὔτε παραιτεῖται ἀπό τήν ἀποστολή του. Ἀντίθετα προτρέπει καί τόν μαθητή του Τιμόθεο νά ἀκολουθήσει καί ἐκεῖνος τόν ἴδιο δρόμο
τῆς διακονίας τοῦ εὐαγγελίου τοῦ Χριστοῦ. «Μή οὖν ἐπαισχυνθῇς τό
μαρτύριον τοῦ Κυρίου … ἀλλά συγκακοπάθησον τῷ εὐαγγελίῳ κατά δύναμιν
Θεοῦ» (2 Τιμ. 1.8).
Ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος ἀντλεῖ τή δύναμή του γιά νά ὑπομένει τίς δυσκολίες καί τούς κόπους τῆς διακονίας τοῦ εὐαγγελίου ἀπό τή δύναμη πού ἐκπηγάζει ἀπό αὐτό. «Οὐκ ἐπαισχύνομαι» γράφει πρός τούς Ρωμαίους, «τό εὐαγγέλιον· δύναμις γάρ Θεοῦ ἐστι εἰς σωτηρίαν παντί τῷ πιστεύοντι» (Ρωμ. 1.16).
Ἡ σωτηρία εἶναι τό ζητούμενο γιά τόν ἀπόστολο Παῦλο, καί γιά τόν λόγο αὐτό δέν δίνει σημασία σέ ὅσους τόν χλευάζουν, γιατί κηρύττει
ἕνα Θεό πού σταυρώθηκε καί ἀναστήθηκε· γιατί κηρύττει ἕνα Θεό πού ἡ
πίστη σέ αὐτόν ἀποτελεῖ γιά κάποιους σκάνδαλο καί γιά ἄλλους μωρία·
γιατί κηρύττει ἕνα Θεό, ὁ ὁποῖος θεωρεῖ ὅλους τούς ἀνθρώπους παιδιά του
καί δέν κάνει διακρίσεις ἀνάμεσα σέ Ἰουδαίους καί Ἕλληνες, σέ ἄνδρες καί γυναῖκες, σέ ἐλεύθερους καί δούλους.
Ἡ ἀποκάλυψη τοῦ εὐαγγελίου ἀπό τόν ἴδιο τόν Χριστό τόν ἔχει πείσει ἀπόλυτα ὅτι εἶναι ὁ ἀληθινός Θεός, ὁ Θεός πού ἔχει τή δύναμη νά ἀλλάξει τόν κόσμο καί τούς ἀνθρώπους, νά τούς ἀπαλλάξει ἀπό τήν ἁμαρτία καί νά τούς χαρίσει «τό ἀνεξιχνίαστον πλοῦτος» του (Ἐφες. 3.8), τό ὁποῖο κηρύττει καί ὁ ἴδιος στά ἔθνη.
Γι᾽ αὐτό καί σπεύδει καί ἐπείγεται νά κηρύξει «τοῖς ἐγγύς καί τοῖς μακράν» καί νά εὐαγγελισθεῖ τήν εἰρήνη (Ἐφεσ. 2.17), κάνοντας γνωστό τόν Χριστό, τόν χορηγό τῆς εἰρήνης, στούς ἀνθρώπους πού ἀναζητοῦν τήν εἰρήνη στήν τρικυμισμένη θάλασσα τοῦ κόσμου καί τῆς ἁμαρτίας.
Καί
εἶναι τόση ἡ ἐπιθυμία του, καί εἶναι τόση ἡ λαχτάρα του γιά τόν
εὐαγγελισμό τῶν ἀνθρώπων, ὥστε ἀφενός χωρίς περιστροφές διακηρύσσει «οὐαί μοι, ἐάν μή εὐαγγελίζωμαι» (1 Κορ. 9.16) καί ἀφετέρου ἐπαινεῖ ὅσους ἐκδαπανῶνται στή διακονία τοῦ εὐαγγελίου: «ὡς ὡραῖοι οἱ πόδες τῶν εὐαγγελιζομένων τήν εἰρήνην, τῶν εὐαγγελιζομένων τά ἀγαθά» (Ρωμ. 10.15).
Στούς ὡραίους πόδες τοῦ διατρέξαντος κύκλῳ τήν οἰκουμένην μεγίστου ἀποστόλου Παύλου ὀφείλουμε καί ἐμεῖς τό εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ.
Στή
δική του θεοκίνητη σπουδή «ἵνα εὐαγγελίζηται» τόν Χριστόν «ἐν τοῖς
ἔθνεσιν» (Γαλ. 1.16) ὀφείλουμε τήν ἔλευσή του στή Βέροια καί τό κήρυγμά
του στό Βῆμα.
Εὐγνώμονες γιά αὐτήν τή μεγάλη εὐεργεσία, εὐγνώμονες γιατί ἄνοιξε
καί γιά μᾶς μέ τόν λόγο καί τό κήρυγμά του τήν ὁδό τῆς ἀληθείας, τοῦ
ἀφιερώνουμε καί φέτος μέ υἱική ἀγάπη καί ἀφοσίωση τό Διεθνές αὐτό
ἐπιστημονικό Συνέδριο, τό ὁποῖο ἐντάσσεται στό πλαίσιο τῶν ΚΔ´ Παυλείων.
Τό θέμα του, «Εὐαγγελισμός καί ἱεραποστολή κατά τόν ἀπόστολο Παῦλο», μᾶς παρακινεῖ νά σκύψουμε γιά ἀκόμη μία φορά στόν διαυγῆ λόγο τοῦ μεγάλου ἱεραποστόλου καί νά τόν ἀφήσουμε νά εἰσχωρήσει στίς ψυχές μας γιά νά μᾶς διδάξει
τό ἀληθινό περιεχόμενο ἀλλά καί τούς γνησίους τρόπους τοῦ εὐαγγελισμοῦ
τῶν ἀνθρώπων καί τῆς ἱεραποστολῆς πρός αὐτούς, γιά νά μᾶς βοηθήσει νά
συνειδητοποιήσουμε ὅτι τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ
καί τῆς ἱεραποστολῆς δέν τελείωσε, ἀλλά συνεχίζεται καί θά συνεχίζεται
ἕως τῆς συντελείας τοῦ αἰῶνος, καί εἶναι χρέος μας νά συσστρατευθοῦμε
ὅλοι σέ αὐτό «κατά τήν δύναμιν τοῦ Θεοῦ».
Πτυχές αὐτοῦ τοῦ μεγάλου θέματος θά μᾶς παρουσιάσουν μέ τίς εἰσηγήσεις τους οἱ διακεκριμένοι ὁμιλητές, πού θά ἔχουμε τή χαρά νά τούς ἀκούσουμε κατά τή διάρκεια του τριημέρου Συνεδρίου μας.
Πρίν ὅμως νά προχωρήσουμε στίς εἰσηγήσεις, ἐπιτρέψατέ μου νά καλωσορίσω μέ ἰδιαίτερη τιμή καί σεβασμό στήν Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας καί τή Βέροια τόν ἐκπρόσωπο τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Κορέας κύριο Ἀμβρόσιο, καί τούς ἐκπροσώπους τῶν Μακαριωτάτων Πατριαρχῶν, τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν Προκαθημένων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν Σεβασμιωτάτους καί Θεοφιλεστάτους ἀδελφούς ἀρχιερεῖς, καί νά ἐκφράσω τίς θερμότερες εὐχαριστίες μας τόσο πρός τούς Ἁγιωτάτους Προκαθημένους ὅσο καί πρός τούς ἐκπροσώπους των, διότι τιμοῦν τό ΚΔ´Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο πρός τιμήν τοῦ ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς μας Ἐκκλησίας καί ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί τῆς Μακεδονίας μας, ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου τοῦ οὐρανοβάμονος,
ἀλλά καί τά ΚΔ´ Παύλεια καί τήν Ἱερά Μητρόπολή μας, ἡ ὁποία μέ τή χάρη
τοῦ Θεοῦ καί τίς πρεσβεῖες τοῦ ἁγίου ἀποστόλου Παύλου, τά ὀργάνωσε καί
φέτος.
Θερμές εὐχαριστίες ἀνήκουν στίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀρχές τῆς πόλεώς μας καί τοῦ Νομοῦ
Ἠμαθίας, τόν εὐσεβῆ κλῆρο, τούς εὐλαβεῖς μοναχούς καί μοναχές τῆς Ἱερᾶς
μας Μητροπόλεως καί τόν πιστό λαό τῆς Ἠμαθίας, πού μέ τήν παρουσία τους
ἐκφράζουν τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους πρός τόν μέγιστο κήρυκα τοῦ
εὐαγγελίου, τόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο.
Ἡ πραγματοποίηση τοῦ Συνεδρίου μας δέν θά ἦταν δυνατή, ἐάν τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς καί τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς δέν ἐργαζόταν ἄοκνα καί μέ ζῆλο γιά τήν προετοιμασία καί τήν ὀργάνωση, καί, φυσικά, ἐάν οἱ ἐκλεκτοί εἰσηγητές μας δέν ἀποδεχόταν τήν πρόσκλησή μας. Τούς εὐχαριστῶ ὅλους ἀπό καρδίας.
Ὁ τελευταῖος ὅμως λόγος τῆς εὐχαριστίας καί τῆς εὐγνωμοσύνης ἀνήκει στόν μέγιστο ἀπόστολο Παῦλο, ὁ ὁποῖος «διά τοῦ εὐαγγελίου ἐγέννησε καί ἡμᾶς», καί αὐτοῦ τήν πρεσβεία ἐπικαλοῦμαι πρός εὐόδωση τοῦ ΚΔ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας, τοῦ ὁποίου κηρύσσω τήν ἔναρξη καί εὔχομαι ἐπιτυχία στίς ἐργασίες του.