Μία ημέρα λοιπόν δύο χωριάτες ήλθαν στα παζάρια και ο ένας αγόρασε την φοράδα του άλλου. Εκείνος που την αγόρασε, επήγε εις την εκκλησία και επροσκύνησε. Άφησε δε εμπρός εις την εικόνα του Τιμίου Προδρόμου και μερικά χρήματα και μου είπε να ανάψω ένα κερί.
Εγώ άναψα το κερί, είδα τα χρήματα, ήσαν αρκετά, δεν τα πήρα χρήματα, τ’ άφησα εμπρός στην εικόνα. Κατά το βράδυ, επήγα νανάψω τα καντήλια και βλέπω να λείπουν τα χρήματα. Μα δεν ξέρεις πόση στενοχώρια μου ήλθε. Ο πειρασμός με εσκλήρυνε και εμένα και, όπως κουβεντιάζουμεν μαζί, επήγα εμπρός στην εικόνα του Αγίου και του λέγω: