Στη συνοικία
Πρόνοια Ναυπλίου πανηγυρίζει όλως ιδιαιτέρως ο Ιερός Ναός της Αγίας Τριάδος
.Στον πανηγυρικό εσπερινό χοροστάτησε ο ιεροκήρυκας της Ιεράς Μητροπόλεως Αργολίδας
Χρυσόστομος Παπουλέσης πλαισιωμένος από ιερείς της πόλεως Ναυπλίου.
Στον εορταστικό εσπερινό παραβρέθηκαν ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Καλαθάς από την Μητρόπολη Ιλίου ,γέννημα θρέμμα του Ναυπλίου
Στον εορταστικό εσπερινό παραβρέθηκαν ο αρχιμανδρίτης Χρυσόστομος Καλαθάς από την Μητρόπολη Ιλίου ,γέννημα θρέμμα του Ναυπλίου
Στο τέλος του
εσπερινού ακολούθησε η λιτάνευση της ιερής εικόνας παιανιζούσης της Δημοτικής
φιλαρμονικής Ναυπλίου. Χαρακτηριστικό το πλήθος του κόσμου και ιδιαίτερα τα νέα
παιδιά τα οποία μάλιστα συμμετείχαν και ενεργά στους εορτασμούς του Αγίου
Πνεύματος.
Στον
πανηγυρικό εσπερινό παραβρέθηκαν ο Δήμαρχος Ναυπλίεων Δ.Κωστούρος ,ο επικεφαλής
της αξιωματικής αντιπολίτευσης του δήμου Ναυπλίου Χρ. Γραμματικόπουλος, ο
βουλευτής Αργολίδος Γ.Ανδριανός , ο αντιδήμαρχος Ναυπλίου Στ.Γαβρήλος ,δημοτικοί
σύμβουλοι από το Ναύπλιο και πολύς κόσμος. Μετά το πέρας της λιτανείας ο
εφημέριος του ναού π. Κωνσταντίνος Σέρρος ,ευχαρίστησε τους Ιερείς που
λάμπρυναν με την παρουσία τους την εορτή ,ευχαρίστησε επίσης τον Δήμαρχο
Ναυπλιέων Δ.Κωστούρο καθώς και τον επικεφαλής της αξιωματικής αντιπολίτευσης
Χ.Γραμματικόπουλο για την παρουσία τους στον πανηγυρικό εσπερινό, ευχαρίστησε
τον Λιμενάρχη Ναυπλίου ,τον νέο διοικητή του ΚΕΜΧ Ναυπλίου ,τις αστυνομικές
αρχές για την ρύθμιση της κυκλοφορίας κατά την περιφορά της εικόνας αλλά και
την τουριστική Αστυνομία.
Στις
6 Ιανουαρίου του 1828 έφτασε
στο Ναύπλιο ως Κυβερνήτης της Ελλάδας ο Ιωάννης Καποδίστριας. Τα
προβλήματα που είχε να αντιμετωπίσει ήταν πολλά, ποικίλα και μεγάλα. Ένα από
αυτά ήταν η συσσώρευση στο Ναύπλιο πλήθους κόσμου από κάθε μεριά του ελλαδικού
χώρου. Οι άνθρωποι αυτοί ήρθαν σε μια πόλη κατεστραμμένη και ακάθαρτη με σπίτια
ερειπωμένα. Εγκαταστάθηκαν όπου μπορούσε να φανταστεί κανείς, φτιάχνοντας
καλύβες. Οι συνθήκες υγιεινής ήταν άθλιες και υπήρχε μεγάλος κίνδυνος
επιδημιών.
Στις
αρχές Απριλίου ο Κυβερνήτης έστειλε επιστολή προς τους μηχανικούς Σταμάτη Βούλγαρη
και Ν. Μαυρομμάτη με την εντολή να επισκεφθούν μία προς μία τις καλύβες και να
καταγράψουν ονομαστικά τους ενοίκους τους. Επίσης, να συντάξουν προϋπολογισμό
για την κατασκευή καλυβών σε μέρος κατάλληλο, προκειμένου να στεγαστεί όλος
αυτός ο κόσμος.
Η τοποθεσία, που εκείνος πρότεινε, βρισκόταν κοντά στο χωριό Άρια, όπου ο τόπος
ήταν υγιεινός και κατάλληλος, ενώ η τελική και ακριβής επιλογή του τόπου θα
ήταν έργο και των τριών, δηλαδή του ίδιου και των δύο μηχανικών.
Σε
μία εβδομάδα, στις 17 Απριλίου, είχε γίνει η καταγραφή του πληθυσμού που έπρεπε
να μετακινηθεί: 2.500 ψυχές ή, σύμφωνα με την τότε καταμέτρηση, 2.158 άτομα,
που είχαν εγκατασταθεί σε 662 καλύβες. Επίσης, είχε επιλεγεί ο τόπος
εγκατάστασης και είχε εκπονηθεί το πολεοδομικό σχέδιο. Τέλος, είχε υπολογιστεί
και το κόστος κατασκευής. Μάλιστα, ο ίδιος ο Κυβερνήτης «βάφτισε» το νέο
προάστιο δίνοντάς του το όνομα «Πρόνοια».
Οι
εργασίες κατασκευής είχαν ήδη αρχίσει στις 5 Μαΐου. Στις 24 Μαΐου οι μάστορες
παρέδωσαν 96 καλύβες44. Όμως, μετά από δυο μέρες ξέσπασε επιδημία πανώλης, και
όπως ήταν αναμενόμενο, πρωτοεμφανίστηκε στις φτωχές οικογένειες, που έμεναν στα
παραπήγματα, έξω από την πύλη της Ξηράς. Οι πύλες της πόλης έκλεισαν, οι
εργασίες σταμάτησαν και οι μάστορες παραπονιόταν ότι δεν είχαν εξοφληθεί.
Τα
σπίτια αυτά ήταν πέτρινα, χτισμένα σε οικόπεδα με πρόσοψη 3 μ. και βάθος 6.
Ήταν χτισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Είχαν ένα μόνο χώρο, σχεδόν τετράγωνο, και
καλύπτονταν με μονοκλινή στέγη, η οποία ήταν μάλλον από ψαθί. Η προς το δρόμο
όψη είχε ύψος 2 μ. και διακοπτόταν από τα ανοίγματα μιας πόρτας και ενός
παραθύρου. Στο πίσω μέρος του οικοπέδου, όπου υπήρχαν οι βοηθητικοί χώροι,
αφηνόταν ένας μικρός
υπαίθριος
χώρος. Ακόμη και σήμερα υπάρχουν τέτοια σπίτια στην Πρόνοια.
Πολύ
σύντομα τα σπίτια αυτά φαίνεται ότι άρχισαν να αντικαθίστανται από μεγαλύτερα
οικοδομήματα· το Νοέμβριο του 1830 ο Καποδίστριας έγραφε σε επιστολή του: « Αι δε
καλύβαι, τας οποίας είχα κατασκευάσει έξω [από το Ναύπλιο] προ δύο ετών,
εκλείπουσι, και αντ’ αυτών εγείρονται οίκοι μεγάλοι και ευπρεπείς, συστήσαντες
το προάστειον, την Πρόνοιαν».
Στο
σχεδιασμό της Πρόνοιας εφαρμόστηκε το Ιπποδάμειο σύστημα, δηλαδή ορθογώνια
παραλληλεπίπεδα οικοδομικά τετράγωνα, τα οποία ορίζονταν από οριζόντιους και
κάθετους δρόμους. Το αρχικό σχέδιο του Βούλγαρη, καθώς και το επόμενο που
συνέταξε μετά την επιδημία της πανώλης, περισσότερο εκτεταμένο από το πρώτο, δε
σώζονται. Από τότε
εκπονήθηκαν
αρκετά πολεοδομικά σχέδια για την Πρόνοια, από τα οποία άλλα σώζονται και άλλα
όχι. Πάντως, το βέβαιο είναι ότι για τη σύνταξη όλων αυτών των σχεδίων
χρησιμοποιήθηκε ως πρότυπο το σχέδιο του Βούλγαρη.
Ο
ρυθμός κατοίκησης και οικοδομικής δραστηριότητας στο νέο προάστιο υπήρξε
έντονος. Το 1829 ο
πληθυσμός του αριθμούσε 2.500 ψυχές, ενώ την άνοιξη του 1830 πραγματοποιήθηκε ομαδική άφιξη
Κρητών, οι οποίοι συγκρότησαν δική τους συνοικία, «τα κρητικά», στο λόφο της
Ευαγγελίστριας. Ακόμη και σήμερα αυτό το οικιστικό σύνολο ξεχωρίζει με τα
ταπεινά σπίτια και τα στενά σοκάκια.
Η
εγκατάσταση των προσφύγων στην Πρόνοια συνοδεύτηκε από παρατυπίες, παραλήψεις
και παράνομες πράξεις. Γράφει ο αείμνηστος Γεώργιος Χώρας: «Γενικώς όλοι
προέβαλαν αδυναμία πληρωμής της οφειλής τους. Μεταξύ αυτών άλλοι είχαν
καταβάλει τις πρώτες δόσεις, άλλοι ώφειλαν ακόμη στο Δημόσιο Ταμείο. Άλλοι ήσαν
οφειλέτες για όλο το χρηματικό ποσό της αξίας του οικοπέδου. Άλλοι είχαν
εγκατασταθή χωρίς καμμία άδεια, άτυπα ή αυθαίρετα. Μια άλλη κατηγορία «των
ευπόρων», κατέλαβαν οικόπεδα στην
Πρόνοια
για επένδυση των χρημάτων τους και εκμετάλλευση. Αυτοί έβλεπαν μακριά. Ήξεραν
ότι υπήρχε οικιστικό πρόβλημα και συνωστισμός στο Ναύπλιον συνεχώς αυξανόμενος.
Εζήτησαν λοιπόν να επωφεληθούν από τη μεγάλη ζήτηση κατοικίας. Σημαντικός ήταν
ο αριθμός των απόρων, για τους οποίους δεν υπήρχε δυνατότητα ούτε ελπίδα εξοφλήσεως
της οφειλής τους προς το Δημόσιο. Πολλοί μάλιστα άποροι συνέχισαν να μένουν σε
καλύβες, τις οποίες απλώς μετέφεραν στα οικόπεδα της Πρόνοιας, χωρίς δυνατότητα
να στήσουν ούτε παράπηγμα καλλίτερο ούτε οικοδομή.»
Ο Καποδίστριας θέλοντας να δώσει λύση στο πρόβλημα που είχε
προκύψει υπέγραψε στις 3 Ιουνίου 1831 το
ΚΣΤ΄. Ψήφισμα της Δ΄. Εθνοσυνέλευσης του Άργους, το οποίο αναφερόταν ειδικά
στην Πρόνοια και με το οποίο οι άποροι και οι φτωχοί, που είχαν καλύβες, δεν
πλήρωναν καμία εισφορά ενόσο κατοικούσαν σ’ αυτές, ενώ, όσοι είχαν κτίσει
σπίτια, εργαστήρια ή οποιοδήποτε άλλο κτίριο με σκοπό να ωφεληθούν, έπρεπε να
πληρώσουν το εθνικό δικαίωμα της γης. Τα χρήματα που επρόκειτο να
καταβληθούν θα χρησίμευαν για τον καλλωπισμό της πόλης του Ναυπλίου και της
Πρόνοιας.
Η
στυγερή δολοφονία του Καποδίστρια στις 27 Σεπτεμβρίου 1831 και η αναταραχή που ακολούθησε
είχε τις συνέπειές της και στον τομέα της δόμησης της Πρόνοιας. Ένα χρόνο μετά
τη δημοσίευση του ψηφίσματος, το 1832, είχαν κτιστεί στο προάστιο αρκετές οικοδομές δίχως άδεια. Η
κατάσταση της αυθαίρετης δόμησης συνεχίστηκε και επεκτάθηκε μέχρι το τέλος
του 1833,
γι’ αυτό οι Βαυαροί διόρισαν, ειδικά για την Πρόνοια, μηχανικό με σκοπό να
τηρηθεί ακριβώς το σχέδιο.
Σε όλα τα πολεοδομικά σχέδια της Πρόνοιας σημειώνονται δύο
ελεύθεροι χώροι. Ο ένας βρίσκεται στο κέντρο σχεδόν του οικισμού, στο μέρος
εκείνο που το 1836 κτίστηκε η εκκλησία της Αγίας Τριάδας, και ο
άλλος στα ανατολικά όριά του. Σ’ αυτόν τον τελευταίο τον Ιούλιο του 1832 διεξήχθησαν οι εργασίες της Δ΄. Εθνοσυνέλευσης55. Βέβαια, δεν
υπήρχε η υποδομή, δηλαδή ένα κτίριο στο οποίο θα συνεδρίαζαν οι 224 βουλευτές
του
Έθνους. Για το σκοπό αυτό κατασκευάστηκε ένα ξύλινο παράπηγμα, η
γνωστή «παράγκα». Ήταν ένα ξύλινο ορθογώνιο παράπηγμα από δοκάρια και σανίδες με
πλάτος 10-12 μ. και διπλάσιο μήκος. Το ύψος του έφτανε τα 3 μ. και η σκεπή του
ήταν «μυτερή».
Στο
χώρο όπου συνεδρίαζαν τότε οι Πληρεξούσιοι του Έθνους υπάρχει σήμερα πλατεία με
το όνομα «Πλατεία Εθνοσυνέλευσης».
Οἱ
ἐκκλησίες
τῆς
Προνοίας. (Αναφορά από το πρωτότυπο κείμενο του Γεωργίου Χώρα)
Ὅπως γίνεται φανερὸ ἀπὸ
τὰ προηγούμενα ὅλη ἡ ἀνωτέρω
διαδικασία καὶ οἱ συνδυασμοί, σχετικὰ μὲ τὴν
ἐξόφληση «τοῦ ἐθνικοῦ
τόπου» τῆς Προνοίας,
στόχο εἶχαν τὴν συγκέντρωση χρημάτων γιὰ τὸ κτίσιμο ἐκκλησίας
καὶ σχολείου. Γι' αὐτό, παράλληλα μὲ τὶς ἀνωτέρω
συνενοήσεις καὶ πρὶν ἀπὸ
τὶς ρυθμίσεις τῶν Ψηφισμάτων τοῦ Καποδίστρια, οἱ Προνοιῶτες
ἐζήτησαν
εἰδικὸ
οἰκόπεδο
ἀλλὰ
καὶ
σχέδιο καὶ ἄδεια γιὰ
τὴν
ἀνέγερση
ναοῦ,
στο κέντρο τῆς Προνοίας.
Ἔτσι τὸν Δεκέμβριο τοῦ
1830 ἡ
Δημογεροντία τοῦ Ναυπλίου ἔθεσε
τὸ
ζήτημα γραπτῶς: «ὅτι οἱ πολῖται
ἐπιθυμοῦν
νὰ
ἐγείρουν
ναὸν
εἰς
τὸ
προάστειον Πρόνοια, ἐπειδὴ ἡ
ἐκκλησία
τῶν
Ἁγίων
Πάντων εἶναι παλαιοτάτη καὶ μικρὰ
ὡς
πρὸς
τὸ
ἐκεῖ
πλῆθος»
. Στὴν
συνέχεια ὁ Διοικητὴς τῶν Ἐπαρχιῶν Ναυπλίου, Ἄργους καὶ Κάτω Ναχαγιέ, Κωνσταντῖνος Ἀξιώτης, διερμηνεύοντας «τὴν πρότασιν ταύτην τῶν ἐπιτρόπων
τοῦ κατὰ τὴν Πρόνοιαν ναοῦ
τῶν Ἁγίων Πάντων καὶ τῶν ἐκεῖ χριστιανῶν» ἔγραφε «Πρὸς
τὴν
Α.Ε. τὸν
Σ(εβαστὸν) Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος»
γιὰ
«νὰ
δοθῆ
εἰς
αὐτοὺς
ἡ
ἄδεια
τῆς
ἐγέρσεως
ὁμοῦ
καὶ
τὸ
σχέδιον κατ' ἀρέσκειαν Αὐτῆς»
καὶ
ἔγραφε
ἀκόμη
ὅτι
«ἡ
οἰκοδομὴ
αὔτη
θέλει γενῆ διὰ συνδρομῆς
τῶν
χριστιανῶν καὶ θέλει γενῆ
ἔναρξις
δι' ὀλίγων
τινῶν
χρημάτων, τὰ ὁποῖα εἶναι
συναγμένα πρὸς τὸ παρόν... Θέλει δὲ
ἐπονομασθῆ
ἐπ'
ὀνόματι
τοῦ
προδρόμου προφήτου Ἰωάννου, ἑορταζομένου
τὴν
ἑβδόμην
Ἰανουαρίου
μηνός, ἡμέραν ἀξιομνημόνευτον καὶ
ἑορτάσιμον
ἀφ'
ὅλον
τὸ
Ἑλληνικὸν
Κράτος, ἑξαιρέτως δὲ ἀπὸ
τὴν
πόλιν τῆς Ναυπλίας, καθότι πρώτη τῶν
ἄλλων
πόλεων κατ' εὐτυχίαν ἠξιώθη νὰ
ἴδη
ἐκείνην
τὴν
ἡμέραν
τὸν
Σ. Κυβερνήτην τῆς Ἑλλάδος»
. Πράγματι ὁ
Καποδίστριας κατέπλευσε γιὰ
πρώτη φορὰ στὸ λιμάνι τοῦ Ναυπλίου τὸ βράδυ τῆς 6ης Ἰανουαρίου 1828 καὶ
τὴν ἑπομένην ἐδέχθη τὶς στρατιωτικὲς καὶ πολιτικὲς
Ἀρχὲς τῆς πόλης.
Ὁ
Νικόλαος Χρυσόγελος, «Γραμματεὺς
ἐπὶ τῶν Ἐκκλησιαστικῶν καὶ τῆς
Δημοσίου Ἐκπαιδεύσεως» ἀπήντηςε μετὰ μίαν ἑβδομάδα «κατ' ἐπιταγὴν τῆς Αὐτοῦ Ἐξοχότητος» πρὸς
τὸν Δῆμον Ναυπλίας ὅτι «ἡ Κυβέρνησις παραχωρεῖ εὐχαρίστως
εἰς τοὺς κατοίκους τῆς Προνοίας τὸν ζητούμενον τόπον εἰς οἰκοδομὴν
τοῦ Ἱεροῦ Ναοῦ».
Δὲν θὰ πρέπει ὅμως νὰ ἀρχίσουν
τὴν οἰκοδομὴ «πρὶν
καθυποβάλωσι τὸ σχέδιον
τῆς οἰκοδομῆς εἰς
τὴν Κυβέρνησιν καὶ πρὶν συναχθῶσι
ἐξ οἰκείας συνεισφορᾶς, ὥσπερ ὑπόσχεσθε,
τὰ ἀναγκαῖα χρήματα εἰς
τὴν πραγματοποίησιν τοῦ σχεδίου».
Τὶς
πρῶτες ἡμέρες τοῦ 1831 ὑπεβλήθη σχέδιο πρὸς
τὸν Κυβερνήτη «ὅπερ ἐγκριθὲν
ἐπεκυρώθη», ἀλλὰ «δὲν
θέλετε συγχωρεῖσθε», ἐπέμενε ὁ Καποδίστριας, «ἂν ἐπιχειρήσητε τὴν
οἰκοδομὴν οἱ παρουσιαζόμενοι ἐκ
μέρους τῶν κατοίκων
Δημογέροντες, πρὶν
συναχθῆ πραγματικῶς ἡ ἀναγκαία
χρηματικὴ ποσότης εἰς τὴν τελειοποίησιν τοῦ
ναοῦ καὶ διορισθῶσι οἱ Ἐπιτρόποι.
Θέλετε μᾶς καθυποβάλει δὲ τὸν κατάλογον τῆς
συναχθείσης ποσότητος διὰ
νὰ συνδράμωμεν καὶ ἡμεῖς
τοὺς πολίτας,
συνεισφέροντες χρηματικὰ
βοηθήματα».
Πῶς
συνέδραμε ἡ μετακαποδιστριακὴ Κυβέρνηση καὶ
μὲ
ποιὰ
χρήματα ἐκτίσθη ἡ Ἁγία Τριάδα τῆς
Προνοίας εἴδαμε στὶς προηγούμενες σελίδες.
Σύμφωνα μὲ
τὴν ὑπόσχεση τοῦ Κυβερνήτη, ἡ μετακαποδιστριακὴ Κυβέρνηση ἐνέκρινε νὰ διατεθῆ τὸ ἀντίτιμο
τῶν οἰκοπέδων ὄχι στο κενὸ Δημόσιο Ταμεῖο, ἀλλὰ
γιὰ τὸ κτίσιμο στὴν Πρόνοια ἐκκλησίας καὶ σχολείου. Τὸ αἴτημα αὐτὸ ἔγινε ἐπίσημα
δεκτό τὶς τελευταῖες μέρες τοῦ τελευταίου μῆνα τοῦ 1832 ἀπὸ τὴν τελευταία πρὸ
τῆς Ἀντιβασιλείας τοῦ Ὄθωνα προσωρινὴ
Κυβέρνηση. Ἦσαν δὲ τότε στὴν ἐξουσία ἡ
τριμελὴς λεγομένη
«Διοικητικὴ Ἐπιτροπὴ» ἀπὸ τὸν Ἀνδρέα
Ζαΐμη, ὡς πρόεδρο καὶ μέλη τὸν Ἰωάννη Κωλέτη, ποὺ
διεδραμάτισε τὸν
σπουδαιότερο ρόλο, καὶ τὸν Ἀνδρέα Μεταξᾶ.
Τότε σοβοῦσε στὴν Πελοπόννησο καὶ στὴν Στερεὰ
Ἑλλάδα ὁ ἐσωτερικὸς
διχασμός, ἡ ἀντιπολίτευση, ἡ ἀναρχία, ἡ
σύγκρουση μεταξὺ
συνταγματικῶν
(ρουμελιωτικῶν
στρατευμάτων τοῦ Ἰ. Κωλέτη) καὶ τῶν καποδιστριακῶν
(τῶν Ναπαίων, τοῦ φιλορωσικοῦ κόμματος μὲ τὸν Κολοκοτρώνη κ.ἄ.).
Βρισκόμαστε στὴν περίοδο
τῆς ἀναρχίας καὶ μοιραίως τῶν ξενικῶν ἐπεμβάσεων (1831-1833). Μέσα σ' αὐτὸ τὸ
πολιτικὸ κλῖμα ὑποβάλλονται τὰ
αἰτήματα τῶν ΙΙρονοιωτῶν, παράλληλα μὲ τὴν τεταμένη ἀτμόσφαιρα
ποὺ ἐπικρατεῖ στὴν Πρόνοια πρὸ
καὶ μετὰ τὴν Δ' «κατ' ἐπανάληψιν
Ἐθνικὴν Συνέλευσιν» (Ἰούλιος - 22 Αὐγούστου 1832), ποῦ ὡς γνωστὸ
διαλύθηκε βίαια μετὰ ἀπὸ ἀνάλογα
ἐπεισόδια.
Ἐπὶ πλέον ἡ συγκέντρωση στρατευμάτων στὴν περιοχὴ τῆς Ἀργολίδας
καὶ πολλῶν προσφύγων στὴν Πρόνοια καὶ τὸ Ναύπλιον εἶχε
προκαλέσει μεγάλη ἀναταραχή.
Λεηλασίες, αὐθαιρεσίες
καὶ ἁρπαγὴ ἀγαθῶν ἦσαν ἠ
μάστιγα τῶν κατοίκων ἀπὸ τὰ
πεινασμένα καὶ ἀπλήρωτα στρατεύματα τῶν Ρουμελιωτῶν, ποῦ περιφέρονταν στὸ
Ἄργος καὶ στὴν γύρω περιοχή. Οἱ
χωρικοὶ καὶ ἄλλοι ἀναπολοῦσαν «τὴν μακαρίαν Καποδιστριακὴν ἐποχήν».
Φαίνεται ὅτι ἡ Κυβέρνηση γιὰ νὰ διασκεδάση τὶς
δυσαρέσκειες καὶ νὰ μὴ δώση ἀφορμὲς στὸ παληὸ
καποδιστριακὸ κόμμα
βάλθηκε νὰ ἰκανοποιήση τὶς ὑποσχέσεις τοῦ
Κυβερνήτη, στὰ λογικὰ ἄλλωστε αἰτήματα
τῶν Προνοιωτῶν, παρὰ τὴν
τέλεια ἀχρηματία, ποῦ ἀποτελοῡσε
τὸ βασικὸ της πρόβλημα.
Ἀξίζει ἀκόμη
νὰ
ἀναφέρουμε
ὅτι
οἱ
Προνοιῶτες,
στοὺς
ὁποίους
δυναμικὸ μέρος ἀποτελοῦσαν
οἱ
Κρῆτες,
ἦσαν
ἀντικείμενο
ἐπηρεασμοῦ
καὶ
πολιτικοῦ προσεταιρισμοῦ. Αὐτὸ προκύπτει καὶ
ἀπὸ ἀναφορὰ
τῶν Κρητῶν τῆς Προνοίας μὲ
τὴν ὁποία δηλώνουν τὴν εὐπείθεια καὶ
τὴν ἐμπιστοσύνη τους πρὸς τὴν Κυβέρνηση ἀφ'
ἑνὸς καὶ ἀφ'
ἑτέρου καταδικάζουν τὶς ἀντικυβερνητικὲς
ἐνεργειες τῆς Σύρου καὶ ἄλλων νησιῶν
τοῦ Αἰγαίου, στὶς ὁποῖες
προσχώρησαν οἱ ἐκεῖ Κρῆτες
πρόσφυγες - συμπατριῶτες
τους.
Ό Ἰ.
Κωλέτης, ποὺ ἐνδιαφερόταν νὰ
κρατηθῆ
μὲ
κάθε ἐνέργεια
στήν ἐξουσία
καὶ
ποὺ
γι' αὐτὸ
κατέβασε τὰ Ρουμελιώτικα στρατεύματα στὴν
Πελοπόννησο, εἶχε κάθε λόγο νὰ
καλοκαρδίση τοὺς Προνοιῶτες,
ἰκανοποιῶντας
τὰ
αἰτήματα
τους. Πρᾶγμα ποὺ ἔγινε καὶ
ἔτσι
κτίστηκε ἡ Ἁγία Τριάδα στὴν
Πρόνοια.
Ὁ Ἰωάννης Καποδίστριας ὅμως δὲν ἐπέζησε
γιὰ νὰ συμμερισθῆ τὴν χαρὰ
τοῦ ἀποτελειωμένου ἔργου. Ἐδολοφονήθη στὶς
27 Σεπτεμβρίου 1831.
Οὔτε
τελικὰ
ἐπεκράτησε
στὴν
νέα ἐκκλησία
τῆς
Προνοίας τὸ ὄνομα τοῦ
Ἁγίου
Ἰωάννου
τοῦ
Προδρόμου. Βέβαια ὁ ναὸς εἶναι
δυσυπόστατος (Ἁγίας Τριάδος - Τιμίου
Προδρόμου), ἀλλὰ αὐτὸ
δὲν
εἶναι
εὑρύτερα
γνωστό. Ἡ ἐπίσημη ὀνομασία
καὶ
ἡ
λαϊκὴ
συνείδηση ξέρει ὅτι ἡ κεντρικὴ
ἐκκλησία
τῆς
Προνοίας εἶναι ἀφιερωμένη στὴν
Ἁγία
Τριάδα, ἡ δὲ ἑπομένη τῆς
Πεντηκοστῆς εἶναι κάθε χρονιὰ
ἡ
ἡμέρα
τῆς
πανήγυρης τοῦ ναοῦ. Δὲν φαίνεται, ὅπως
συμπεραίνουμε ἀπὸ τὴν
ἐπιτόπια
παράδοση, ὅτι λησμονήθηκε ἡ κολακευτικὴ
ὑπόσχεση
τοῦ Κ. Ἀξιώτη πρὸς τὸν Ἰ.
Καποδίστρια, μετὰ τὸ θλιβερὸ τέλος του.
Φαίνεται μᾶλλον ὅτι
στὴν
Πρόνοια, ὅπου ὁ σημερινὸς
καποδιστριακὸς ναός, προϋπῆρχε ναΐσκος, ἀφιερωμένος
στὸ
μέγα ὄνομα
τῆς
Ἁγίας
Τριάδος.
Αὐτό,
κατὰ περίεργο τρόπο, δὲν ἀναφέρεται ρητά, οὔτε
σὰν ἐπιχείρημα, στὴν ἀλληλογραφία τῶν
Προνοιωτῶν μὲ τὸν Καποδίστρια, προκύπτει ὅμως ἀπὸ ἄλλα ἔγγραφα
τῆς ἴδιας ἐποχῆς.
Συγκεκριμένα, ὁ
Γενικὸς Γραμματέας τοῦ Ὑπουργείου τῆς
Θρησκείας, Ἀγαθόνικος
Μιλτιάδης, γράφει τὴν 9 Ὀκτωβρίου 1825, μὲ ἐντολὴ
τοῦ 'Υπουργοῦ, πρὸς τὸν
διαμένοντα στὸ Ναύπλιον ἐπίσκοπον Κομάνων Εὐγένιον57 νὰ ἱερουργήση τὴν
ἑπομένην «ἐν τῷ ναῷ
τῆς Ἁγίας Τριάδος» διὰ «νὰ τελὲση
καὶ τὸ μνημόσυνον τοῦ μακαρίου Μιχαὴλ ἱερέως»58. Ἡ
ἐντολὴ δίδεται μετὰ ἀπὸ
σχετικὸ αἴτημα τοῦ Ἀναστασίου Μαυροκέφαλου. Ὁ Μαυροκέφαλος εἶναι
ὁ γνωστὸς ἀπὸ
πλῆθος ἄλλων ἐγγράφων «δημόσιος μνήμων» (συμβολαιογράφος)
Ναυπλίου59.
Ὁ Ἰωάσαφ Βυζάντιος, Γενικὸς Γραμματέας τοῦ αὐτοῦ
Ὑπουργείου, κοινοποιεῖ, μὲ τὸ
ἀριθ. 3529/16 Νοεμβρίου
1825 ἐγγραφό του, πρὸς τὸν Εὐστράτιον
Ζωγράφον, τὸν διορισμόν
του ὡς ἐπιτρόπου εἰς τὸν Ἱ.
Ν. τοῦ Ἁγίου Σπυρίδωνος Ναυπλίου «διὰ νὰ συνάζη τὸν
δίσκον τοῦ
Νοσοκομείου60 καὶ νὰ παραδίδη τὸν λογαριασμὸν καθ' ἕκαστον μῆνα εἰς τὸ
Ὑπουργεῖον τοῦτο». Στὸ
ἴδιο ἔγγραφο ὑπάρχει ἔνδειξη: «3530 ὅμοιον πρὸς τὸν ἀρχιμανδρίτην
κ. Ἰωακεὶμ διὰ τὴν
ἁγίαν Τριάδα» καὶ στὴν συνέχεια: «3836 ὅμοιον
πρὸς κ. Γιαννούλην
Γεώργιον διὰ τὴν Ἁγίαν Σοφίαν»61. Ἀπὸ τὶς γνωστὲς
ἐκκλησίες τῆς περιοχῆς τοῦ Ναυπλίου, δὲν
γνωρίζουμε ἄλλη Ἁγία Τριάδα, ἐκτὸς ἐκείνης
τῆς Προνοίας. Δὲν ἀπομένει λοιπὸν
ἀπὸ τὸ νὰ
δεχθοῦμε ὅτι. πρὶν ἀπὸ τὸν σημερινὸ
κεντρικὸ ναὸ προϋπῆρχε στὴν
Πρόνοια παλαιότερος ὁμώνυμος
ναΐσκος, στὸν ὁποῖο ἀναφέρεται
ἡ ἀνωτέρω ἀλληλογραφία τοῦ 1825.