Την
Τετάρτη 2 Μαΐου το πρωί ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας, Ναούσης
και Καμπανίας κ. Παντελεήμων λειτούργησε και κήρυξε το θείο λόγο στην
πανηγυρίζουσα Ιερά Μονή Αγίου Αθανασίου Σφηνίτσης στην Αγκαθιά Ημαθίας
επί τη εορτή της μετακομιδής του ιερού λειψάνου του Αγίου Αθανασίου.
Μετά
το τέλος της θείας Λειτουργίας πραγματοποιήθηκε λιτάνευση της ιεράς
εικόνος και του ιερού λειψάνου του Αγίου Αθανασίου πέριξ της Μονής.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Σεβασμιωτάτου :
«Ἡ ἐμή διδαχή οὐκ ἔστιν ἐμή ἀλλά τοῦ πέμψαντός με».
Εἰκοσιπέντε
ἡμέρες ἔχουν περάσει ἀπό τήν ἡμέρα τῆς λαμπροφόρου Ἀναστάσεως τοῦ
Κυρίου μας, καί στό διάστημα αὐτό εἴδαμε τόν Ἰησοῦ νά ἐμφανίζεται στούς
μαθητές του προκειμένου νά ἑδραιώσει τήν πίστη τους στό θαῦμα τῆς
Ἀναστάσεώς του ἀλλά καί νά τούς ἐνισχύσει γιά τό ἔργο τοῦ εὐαγγελισμοῦ
τῶν ἀνθρώπων, τό ὁποῖο θά ἀναλάμβαναν μετά τήν ἐπιφοίτηση τοῦ
Παναγίου Πνεύματος κατά τήν ἡμέρα τῆς Πεντηκοστῆς.
Καί
σήμερα, στό μέσον αὐτῆς τῆς περιόδου τῶν πενήντα ἡμερῶν, οἱ ὁποῖες
μεσολαβοῦν μεταξύ τῶν δύο μεγάλων ἑορτῶν τῆς Ἐκκλησίας μας, τῆς
Ἀναστάσεως καί τῆς Πεντηκοστῆς, ἡ Ἐκκλησία μας μᾶς παρουσιάζει τόν
Χριστό μέ ἕναν ἄλλο τρόπο. Μᾶς τόν παρουσιάζει νά ὁμιλεῖ πρίν ἀπό τό
Πάθος καί τήν Ἀνάστασή του στούς Ἰουδαίους, μία ἡμέρα σάν τή
σημερινή, εἰκοσιπέντε ἡμέρες μετά τό Πάσχα τῶν Ἰουδαίων, καί νά
τούς ἀποκαλύπτει τό νόημα τῆς ἀποστολῆς του καί τῆς διδασκαλίας του
στούς ἀνθρώπους.
Ὁ
Χριστός ὅμως δέν μίλησε μόνο τότε στούς Ἰουδαίους, ἀλλά μιλᾶ καί σέ μᾶς
σήμερα καί σέ κάθε ἐποχή. Μιλᾶ γιά τή διδασκαλία καί τό Εὐαγγέλιό
του, γι᾽ αὐτά δηλαδή πού ἐμπιστεύθηκε στούς μαθητές καί ἀποστόλους του
νά τά κηρύξουν σέ ὅλα τά ἔθνη, γι᾽ αὐτά τά ὁποῖα ἄφησε ὡς ἱερή καί
σωτήρια παρακαταθήκη στήν Ἐκκλησία του. Μιλᾶ γιά ὅλους ἐκείνους πού
ἐπρόκειτο νά συνεχίσουν τό ἔργο του καί γιά ὅλους ἐμᾶς πού ἐπρόκειτο νά
πιστεύσουμε διά τοῦ λόγου των σέ αὐτό.
«Ἡ
ἐμή διδαχή οὐκ ἔστιν ἐμή ἀλλά τοῦ πέμψαντός με». Ἡ διδασκαλία μου
δέν εἶναι δική μου ἀλλά αὐτοῦ πού μέ ἀπέστειλε, δηλαδή τοῦ
Θεοῦ-Πατρός μου, λέγει.
Ὁ
Χριστός ἀπαντᾶ μέ αὐτόν τόν τρόπο σέ ἐκείνους πού ἀποροῦν πῶς εἶναι
δυνατόν νά διδάσκει, ἀφοῦ δέν ἔμαθε γράμματα, ἀλλά συγχρόνως ἀπαντᾶ καί
σέ ἐκείνους πού νομίζουν ὅτι ἐπειδή ἔχουν μάθει γράμματα, ἐπειδή
ἔχουν σπουδάσει, ἐπειδή ἔχουν κάποια θέση στήν Ἐκκλησία, μποροῦν νά
διδάσκουν τούς ἀνθρώπους ὅ,τι νομίζουν καί ὅπως νομίζουν. Ἀπαντᾶ σέ
ἐκείνους πού σφετερίζονται τή διδασκαλία τοῦ εὐαγγελικοῦ λόγου γιά νά
ἀποκομίζουν τήν τιμή καί τή δόξα τῶν ἀνθρώπων.
Καί
ἐάν ὁ Χριστός, ὁ ὁποῖος εἶναι ὁ Υἱός καί Λόγος τοῦ Πατρός, ὁ ὁποῖος
εἶναι ἀσυγχύτως καί ἀδιαιρέτως ἑνωμένος μέ τόν Θεό-Πατέρα του,
διακηρύττει ὅτι ἡ διδασκαλία του δέν εἶναι δική του ἀλλά τοῦ Πατέρα
του, πού τόν ἀπέστειλε στόν κόσμο γιά νά διδάξει τούς ἀνθρώπους, καί ὁ
ἴδιος ἐπιτελεῖ τό ἔργο αὐτό ὡς ἔργο ὑπακοῆς πρός τόν Πατέρα του, τό ἴδιο
ἀκριβῶς κάνει ἀνά τούς αἰῶνες καί ἡ Ἐκκλησία μας διά τῶν ἁγίων
ἀποστόλων, τῶν θεοφόρων Πατέρων καί ἱεραρχῶν της καί τῶν κηρύκων τοῦ
Εὐαγγελίου. Διότι τό Εὐαγγέλιο τοῦ Χριστοῦ κηρύχθηκε καί
κηρύσσεται μόνο ἐν ὑπακοῇ πρός τόν Θεό, ὅπως μᾶς διδάσκει καί ὁ
ἑορταζόμενος σήμερα μέγας ἱεράρχης καί διδάσκαλος τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ
ἅγιος Ἀθανάσιος, ἀρχιεπίσκοπος Ἀλεξανδρείας, ὁ προστάτης καί ἔφορος
τοῦ ἱεροῦ αὐτοῦ Κοινοβίου, τοῦ ὁποίου ἔχουμε τήν εὐλογία νά
προσκυνοῦμε τήν τιμία καί χαριτόβρυτη Κάρα καί νά λαμβάνουμε τή
χάρη καί τόν ἁγιασμό πού μεταδίδει.
Μέ
ὑπακοή πρός τόν Θεό καί τήν Ἐκκλησία δίδαξε καί ὁ ἅγιος Ἀθανάσιος,
χωρίς νά ἐπιδιώκει τόν ἔπαινο καί τήν προβολή, χωρίς νά ἐπιζητᾶ τήν
τιμή καί τή δόξα πού ἀπέρρεε ἀπό τό ὑψηλό πατριαρχικό του ἀξίωμα καί
τήν ἀρχιερωσύνη. Ἀντίθετα μάλιστα, δίδασκε μέ ἀπόλυτη συναίσθηση
ὅτι ἡ διδασκαλία του δέν ἦταν δική του, ἀλλά ἦταν αὐτή πού τοῦ
ἐμπιστεύθηκε ὁ Χριστός διά τῆς Ἐκκλησίας του γιά νά τή μεταδώσει στούς
ἀνθρώπους, ὥστε νά σωθοῦν δι᾽ αὐτῆς.
Γι᾽
αὐτό καί τήν ὑπερασπίσθηκε μέ τόσο σθένος καί τόση γενναιότητα ἔναντι
τοῦ Ἀρείου καί τῶν ἄλλων κακοδόξων οἱ ὁποῖοι προσπαθοῦσαν νά
ἐπιβάλλουν τίς δικές τους αἱρετικές ἀπόψεις γιά τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ
Θεοῦ, διότι ἡ ὑψηλοφροσύνη τους καί ὁ ἐγωισμός τους δέν τούς
ἐπέτρεπαν νά ἀντιληφθοῦν ὅτι ἡ διδαχή τῆς Ἐκκλησίας δέν εἶναι δική
τους γιά νά διδάσκουν ὅ,τι νομίζουν, ἀλλά εἶναι τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος
καί φωτίζει καί δίνει λόγο σέ ὅποιον τόν ἀκούει μέ σεβασμό, ὥστε νά
μήν πλανᾶται καί νά μήν παρερμηνεύει τόν θεῖο Λόγο, καί νά μήν
ἀπομακρύνεται ἔτσι ἀπό τήν ἀλήθεια τῆς Ἐκκλησίας καί νά ἀποκόπτεται
ἀπό αὐτήν, μαζί μέ ὅσους τόν ἀκολουθοῦν, ὡς αἱρετικός.
Μέ
τήν ἴδια συναίσθηση τῆς ὑπακοῆς στό θέλημα τοῦ Θεοῦ, τήν ὁποία μᾶς
δίδαξε ὁ Χριστός, ἀλλά καί μέ τήν ὁποία δίδαξε τόν λόγο τῆς ἀληθείας καί
τοῦ Εὐαγγελίου καί ὁ τιμώμενος Μέγας Πατήρ τῆς Ἐκκλησίας μας, ὁ
Μέγας Ἀθανάσιος, θά πρέπει καί νά διδάσκουμε, ὅσοι διδάσκουμε, ἀλλά
καί νά ἀκοῦμε τόν λόγο τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά εἶναι σωτήριος καί γιά μᾶς,
κατά τήν ὑπόσχεση τοῦ Κυρίου μας, πού τόν ἀκούσαμε σήμερα νά λέγει,
ὅτι «τοῦτο γάρ ἐστιν τό θέλημα τοῦ Πατρός μου, ἵνα πᾶς ὁ θεωρῶν τόν
Υἱόν καί πιστεύων εἰς αὐτόν ἔχῃ ζωήν αἰώνιον».
Εὔχομαι,
λοιπόν, νά μᾶς ἀξιώσει ὁ Θεός, διά πρεσβειῶν τοῦ ἐν ἁγίοις Πατρός ἡμῶν
Ἀθανασίου τοῦ Μεγάλου, νά θεωροῦμε καί νά πιστεύουμε πάντοτε στόν
Χριστό, σύμφωνα μέ τό θέλημα τοῦ Θεοῦ, ὥστε νά χαρίσει καί σέ μᾶς τήν
αἰώνιο ζωή καί τή μακαριότητα τῆς βασιλείας του.