Η Κυριακή που μας έρχεται είναι από τις πιο πλούσιες σε νοήματα, σε πνευματικές προκλήσεις, σε θεολογικούς στοχασμούς, αλλά και σε απαντήσεις, που απευθύνονται στο «σήμερα».
Πράγματι όμως, δεν ξέρει κανείς από πού να πρωτοξεκινήσει.
– Μήπως από την ευαγγελική περικοπή;
– Μήπως από την ανάμνηση της αναστήλωσης των ιερών εικόνων;
– Μήπως από τη λέξη «Ορθοδοξία», που η ερχόμενη Κυριακή της είναι αφιερωμένη;
– Ή μήπως από την ατμόσφαιρα και τις ευκαιρίες της Μ. Σαρακοστής, που μέρα με τη μέρα, μας φέρνει όλο και κοντύτερα σε έναν μεγάλο τερματισμό;
Το καθένα από αυτά θα ήθελε από μόνο του να μονοπωλήσει όλη τη σημερινή μας επικοινωνία. Υπάρχει όμως ένα ερώτημα, που ίσως να μην αφήνει τίποτε σε δεύτερη μοίρα: Τι τα συνδέει όλα αυτά; Υπάρχει κάτι κοινό, πάνω στο οποίο η Εκκλησία βασίστηκε, ώστε να χωρέσει την ίδια μέρα, τόσο θεμελιώδη, αλλά και τόσο, εκ πρώτης όψεως, διαφορετικά θέματα;
Κατ’ αρχήν, την Κυριακή αυτή, ο Χριστός θα συνεχίσει να καλεί κοντά Του πρόσωπα πολύ συγκεκριμένων χαρακτηριστικών. Πρόσωπα ταπεινά, άσημα, άδολα, αλλά έτοιμα να πιστέψουν και να Τον ακολουθήσουν. Ήδη έχει καλέσει τον Ανδρέα, τον Ιωάννη και τον Πέτρο. Σήμερα ακολουθεί ο Φίλιππος και λίγο αργότερα ο Ναθαναήλ. Ο Φίλιππος, ούτε που το συζητάει. Αμέσως, χωρίς να ανοίξει καν συζήτηση με τον Χριστό, Τον ακολουθεί. Ο Ναθαναήλ καλείται, όχι από τον Χριστό, αλλά από τον Φίλιππο. Αμφιβάλλει. Και ακούει από τον φίλο του μια φράση μικρή, τρεις λέξεις όλες κι όλες, που αρκούν να περικλείσουν όλα το νόημα και όλη την ουσία της πίστης μας:
«Έρχου και ίδε»
Η φράση αυτή αποτελεί το έσχατο επιχείρημα, την έσχατη μορφή ιεραποστολής. Μπορεί να φαίνεται σκληρό, αλλά είναι αληθινό: Όσο κι αν προσπαθήσουμε, όσο κι αν φροντίσουμε το λόγο και τα κείμενά μας, όσο κι αν μιλήσουμε για τις εμπειρίες μας, δεν μπορούμε να πείσουμε τον ακροατή μας να πιστέψει, αν αυτός δεν αποφασίσει να έρθει και να δει, αν δεν εμπιστευτεί τη δική του, την προσωπική εμπειρία.
Λόγια, κείμενα, κηρύγματα και ομιλίες … όλα αναποτελεσματικά, αν ο άνθρωπος δεν αποφασίσει το μεγάλο άλμα, τη μεγάλη έξοδο προς το άγνωστο, το α-περίγραπτο, το α-ρρητο και δεν το συναντήσει πρόσωπο προς πρόσωπο.
Ακόμη όμως και αυτή η έξοδος δεν αποτελεί δική μας πρωτοβουλία. Πάντα προηγείται μια φράση, όπως βγήκε τότε από τα χείλη του Χριστού, όπως μας την απευθύνει, εδώ, σήμερα, κάθε στιγμή, ο ίδιος ο Θεός:
«Ακολούθει μοι!»
Αν όλοι θυμόμασταν, πως βρισκόμαστε επιβάτες μιας ευλογημένης κιβωτού, που ονομάζεται Ορθοδοξία, χάρη σ’ ένα τέτοιο «ακολούθει μοι» προς εμάς, πρώτα θα ζούσαμε σ’ ένα καθεστώς διαρκούς ευγνωμοσύνης. Τίποτε δεν θα θεωρείτο κατόρθωμά μας, τίποτε δεν θα υπήρχε αφορμή για κομπασμό ή θριαμβολογία. Και δεύτερον, θα ήμασταν διαρκώς ανοικτοί και δοτικοί προς τον διπλανό, ζώντας με ένα μόνον διαρκή φόβο: Μην τύχει και φανούμε ανάξιοι μιας τόσο μεγάλης αγάπης που δεχτήκαμε και την εγκλωβίσουμε στην αυλή μας.
Σήμερα, μόλις ο Φίλιππος δέχτηκε την πρόσκληση, έτρεξε να βρει κάποιον να μοιραστεί τη χαρά του. Γιατί η αληθινή χαρά, αν δεν την μοιραστείς, νιώθεις κυριολεκτικά πως …θα σκάσεις. Και νομίζω, πως καταλαβαίνω, γιατί η σημερινή ευαγγελική περικοπή αρκεί από μόνη της να τεκμηριώσει τη σημερινή γιορτή της Ορθοδοξίας. Είναι διότι η έχει για μοναδικά μηνύματα την κλήση και τη μοιρασιά.
Δες όμως πόσο εύστοχα, πόσο υπέροχα η αποθέωση της προσωπικής εμπειρίας έρχεται να συνδυαστεί με την ασφάλεια της Εκκλησίας. Διότι, ακόμη και οι πιο μοναχικοί πατέρες της ερήμου ξέρουν, πόσο εύκολα μπορεί να ξεγελαστεί εκείνος, που εμπιστεύεται μόνον τον εαυτό του και τις εμπειρίες του. Την ίδια λοιπόν μέρα της περικοπής του «Έρχου και Ίδε», η Εκκλησία γιορτάζει την αναστήλωση των εικόνων. Για τους περισσότερους ίσως να πρόκειται για μια αποκατάσταση της διακόσμησης του ναού. Πρόκειται όμως για κάτι πολύ σημαντικότερο:
Αναπαριστώντας το πρόσωπο του Χριστού είναι σα να ομολογείς πως όντως, ο Θεός έγινε άνθρωπος, ορατός από τα σωματικά μας μάτια. Είναι όμως και κάτι άλλο: με την αναστήλωση των εικόνων, ο κάθε ναός μεταβλήθηκε ξανά σε εκκλησία, δηλαδή σε κοινότητα ανθρώπων που νίκησαν τον Θάνατο, νίκησαν τον χρόνο και παραμένουν όλοι, ζώντες και κεκοιμημένοι σε σχέση μεταξύ τους και με τον Θεό των ζώντων.
Μόνο μέσα σ’ αυτήν την Εκκλησία λοιπόν, η εμπειρία του καθενός μετριέται με την εμπειρία των αγίων. Μόνο μέσα σ’ αυτήν, η προσωπική εμπειρία καταξιώνεται, όταν επιστρέφει ως αγάπη προς τους υπολοίπους. Κανείς στην Εκκλησία δε σώζεται μόνος του.
Βλέπω την εικόνα, που πάντα κοιτάει προς εμένα, και θυμάμαι, πως δεν είμαι μόνος. Θυμάμαι, πως αυτός ή αυτή που εικονίζεται, υπήρξε άνθρωπος σαν κι εμένα, με λάθη, με πάθη και πτώσεις, ίσως και πιο οδυνηρές από τις δικές μου. Αυτό όμως που του έδωσε το φωτοστέφανο που λάμπει γύρω απ’ το κεφάλι του είναι η πεποίθηση, πως τίποτε ισχυρότερο δεν υπάρχει στον κόσμο, από την αγάπη Του Θεού και τη συγνώμη Του. Το πίστεψαν, το ένιωσαν και το δοκίμασαν στη ζωή τους. Με κοιτούν και με παρακαλούν να κάνω το ίδιο. Αυτό το βλέμμα των αγίων στις εικόνες και τις τοιχογραφίες είναι η Ορθοδοξία. Βλέμμα ζωής, αγώνα και μετάνοιας. Βλέμμα, που όποιος το ένιωσε κι όποιος το ακολούθησε, δεν έχει πια καμιά αμφιβολία, πως, στο σχέδιο του Θεού για τη σωτηρία των ανθρώπων, τίποτε ευγενέστερο, τίποτε διακριτικότερο, τίποτε γλυκύτερο και τίποτε ισχυρότερο δεν βρέθηκε από την Χριστιανική Ορθόδοξη Εκκλησία του Χριστού. Και μάλιστα, συνοδευόμενο από ήχους γλυκείς πάνω στο στασίδι του ψάλτη, ευωδίες από θυμίαμα, μικρές φλόγες ταπεινών καντηλιών, που μπροστά τους σε τόσες και τόσες ταπεινές κάμαρες αστράφτει μέχρι και την ώρα ετούτη το πρόσωπο ενός αγίου, άγρυπνου αποδέκτη προσευχών με δάκρυα και μετάνοιες.
Φτάνουν όλα αυτά; Ίσως όχι! Θαρρώ, πως αν εσύ, αν εγώ μένουμε με συνείδηση ή ακόμη και με κόστος στο σπίτι αυτό που λέγεται Ορθοδοξία, είναι γιατί μία, έστω και μόνο μία φορά, βρεθήκαμε κοντά σε έναν άγιο. Και δε μιλώ για τους εικονισμένους αγίους. Μιλώ για κάποιον που η ταπεινότητα και η ευλογία της Ορθοδοξίας διαπέρασαν το κορμί και την ψυχή του και έγινε αυτός εμπειρία για μας. Κάποιος που δίπλα του ένιωσες να γίνεσαι καλύτερος, ένιωσες πως ο Θεός ζει, ένιωσες πως πάντα υπάρχει καιρός για ένα νέο ξεκίνημα.
Εδώ βρίσκεται το μέγα ερώτημα: Ίσως δύσκολο δεν είναι να απευθύνει κανείς στον σημερινό άνθρωπο αυτό το «έρχου και ίδε» του Φίλιππου. Αν όμως τελικά το αποφασίσει, τι έχουμε εμείς να του δείξουμε; Φτάνει η κατάνυξη, φτάνει η σοφία της ερήμου; Αρκούν αυτά να σβήσουν τη δίψα για ζωή, που σήμερα ο άνθρωπος νιώθει να του την κλέβουν;
Μπορεί ν’ ακούγεται σκληρό, μπορεί ν’ ακούγεται δύσκολο, μπορεί όμως να έρθει η στιγμή, που εμπειρία για κάποιον θα βρεθούμε εμείς οι ίδιοι. Στο πρόσωπο, στη στάση, στη ζωή μας ίσως κάποιος να πειστεί να ακολουθήσει τον δρόμο της πίστης. Μπορεί όμως να γίνουμε και εμπειρία αρνητική και να στρέψει μιας δια παντός την πλάτη. Γι’ αυτό, σα να μου φαίνεται, πως η αναστήλωση των εικόνων έχει να κάνει και με την αναστήλωση της εικόνας του Θεού μέσα μας.
Πολλοί την Κυριακή θα βγουν μετά τη λειτουργία, κρατώντας μια εικόνα. Σημασία όμως έχει, αν εσύ, αν εγώ, αν όλοι μας περιφερόμαστε στον κόσμους ζωντανές εικόνες Θεού. Μόνον αυτές οι εικόνες μπορεί να γίνουν αφορμή, ο κόσμος να αναζητήσει και τη δική του αναστήλωση.
Και μη ξεχνιόμαστε: Σαρακοστή. Περίοδος αυτογνωσίας και αλλαγής ματιάς, αλλαγής νοοτροπίας, αλλαγή νοός, περίοδος μετανοίας. Ορθόδοξος, δε σημαίνει αυτομάτως α-παθής. Αντίθετα, υποφέρει συχνά η Ορθοδοξία από τα πάθη των πιστών της, έστω κι αν κρύβονται κάτω από μανδύα ευσέβειας και ζήλου. Πειρασμοί αυτοί χειρότεροι από τους άλλους. Πειρασμοί που αλλοτριώνουν την μαρτυρία της πίστης μας και την ιεραποστολή της. Διπλή λοιπόν η ευθύνη της κάθαρσης και της μετανοίας μας: Ευθύνη προσωπική, ευθύνη όμως και εκκλησιαστική.
Πηγή εδώ