Την
Πέμπτη 2η Ιουνίου στο πλαίσιο των ΚΒ΄Παυλείων ξεκίνησαν οι εργασίες του
22ου Διεθνούς Επιστημονικού Συνεδρίου που φέτος έχει ως θέμα του
«Απόστολος Παύλος και Φιλόσοφοι - 2400 χρόνια παό τη γέννηση του
Αρτιστοτέλη»
Στην
αρχή εψάλησαν βυζαντινοί ύμνοι από χορό ιεροψαλτών υπό τη διεύθυνση του
πρωτοπρεσβύτερου π. Αθανασίου Νίκου και στη συνέχεια ο Γενικός
Αρχιερατικός Επίτροπος της Ιεράς Μητροπόλεως Βεροίας Αρχιμ. Δημήτριος
Μπακλαγής μετά από μία σύντομη εισαγωγή κάλεσε τον εκπρόσωπο της ΑΘΠ του
Οικουμενικού Πατριάρχου κ. Βαρθολομαίου Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη
Ατλάντας (ΗΠΑ) κ. Αλέξιο να διαβάσει το μήνυμα του Πατριάρχου και να
χαιρετίσει το Συνέδριο.
Χαιρετισμό
απηύθυναν ο Αντιπεριφεριάρχης Ημαθίας κ. Κωνσταντίνος Καλαϊτσής , ο
Δήμαρχος Βεροίας κ. Κωνσταντινος Βοργιαζίδης , ενώ τον χαιρετισμό του
Κοσμήτορα της Θεολογικής Σχολής ΑΠΘ διάβασε ο αν Καθηγητής κ. Χαράλαμπος
Ατματζίδης. Ο Πρόεδρος της Επιστημονικής Επιτροπής επ. Καθηγητής κ.
Ιωάννης Καραβιδόπουλος εισήγαγε τους συνέδρους στο θέμα. Τέλος στο βήμα
ανήλθε ο σεβασμιώτατος Μητροπολιτης Βεροίας, Ναούσης και Καμπανίας κ.
Παντελεήμων ο οποίος κήρυξε την έναρξη εργασιών του Συνεδρίου.
Κατά
την πρώτη συνεδρία προήδρευσε ο καθηγητής κ. Παναγιώτης Σκαλτσής,
Πρόεδρος του τμήματος Θεολογίας ΑΠΘ ενώ εισήγηση έκανε ο κ. Γεώργιος
Ζωγραφίδης, Αν. Καθηγητής Φιλοσοφικής Σχολής ΑΠΘ, ο οποίος ανέπτυξε το
θέμα: «Ο Απόστολος Παύλος μεταξύ Ιερουσαλήμ και Αθήνας: σοφοί και
φιλόσοφοι του καιρού του»
Η κήρυξη έναρξης των εργασιών του Συνεδρίου από τον Σεβασμιώτατο.
Σεβασμιώτατε Ἐκπρόσωπε τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου Κωνσταντινουπόλεως κ.κ. Βαρθολομαίου, Μητροπολίτα Ἀτλάντας κύριε Ἀλέξιε,
Σεβασμιώτατοι Ἐκπρόσωποι τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν,
Ἐξοχώτατοι κύριοι Βουλευτές,
Ἀξιότιμε κ. Νομάρχα, ἀξιότιμε κ. Δήμαρχε, ἐνδοξώτατε Στρατηγέ, κ. Διευθυντά τῆς Ἀστυνομίας, κ. Διοικητά τῆς Πυροσβεστικῆς Ὑπηρεσίας,
Ἐλλογιμώτατες κυρίες καί ἐλλογιμώτατοι κύριοι καθηγητές, ἀγαπητοί πατέρες, ἀγαπητοί ἀδελφοί,
«Τά μωρά τοῦ κόσμου ἐξελέξατο ὁ Θεός, ἵνα καταισχύνῃ τούς σοφούς …, ὅπως μή καυχήσηται πᾶσα σάρξ ἐνώπιον τοῦ Θεοῦ· ἐξ αὐτοῦ δέ ὑμεῖς ἐστε ἐν Χριστῷ Ἰησοῦ, ὅς ἐγεννήθη σοφία ἡμῖν ἀπό Θεοῦ» (1 Κορ. 1.27-30).
Δέν εἶναι αὐτή ἡ μόνη φορά κατά τήν ὁποία ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος Παῦλος ἀντιδιαστέλλει τήν κοσμική σοφία πρός τή σοφία τοῦ Θεοῦ. Δέν εἶναι αὐτή ἡ μόνη περίπτωση κατά τήν ὁποία ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν χαρακτηρίζει τή σοφία τοῦ κόσμου μωρία καί τούς σοφούς του μωρούς καί παρουσιάζει τόν Χριστό ὡς τή μόνη καί ἀληθῆ σοφία.
Μία ἐπιπόλαιη ἀνάγνωση τῶν λόγων καί τῶν θέσεών του σχετικά μέ τήν σοφία τοῦ κόσμου, ὅπως αὐτές ἐκφράζονται μέσα ἀπό τίς ἐπιστολές του ἤ τήν ἀφήγηση τοῦ συνεκδήμου του εὐαγγελιστοῦ Λουκᾶ στίς Πράξεις τῶν ἀποστόλων θά μᾶς ὁδηγοῦσε ἴσως στό συμπέρασμα ὅτι ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν ἀρνεῖται τή φιλοσοφία καί ἀντιτίθεται στούς ἐκπροσώπους της.
Ἕνα τέτοιο ὅμως συμπέρασμα δέν ἀνταποκρίνεται στή θεώρηση τοῦ οὐρανοβάμονος Παύλου. Ἡ τοποθέτησή του ἔναντι τῆς κοσμικῆς σοφίας καί τῶν ἐκπροσώπων τῆς θύραθεν φιλοσοφίας δέν ὀφείλεται οὔτε σέ ἄγνοια οὔτε σέ ἐχθρότητα.
Ὁ ἀπόστολος Παῦλος γεννήθηκε στήν Ταρσό τῆς Κιλικίας, σέ μία πόλη ἡ ὁποία κατά τήν παράδοση, πού διασώζει ὁ ἀρχαῖος γεωγράφος Στάβων, εἶχε κτισθεῖ ἀπό Ἀργείους, καί ἀπό τήν ὁποία εἶχε διέλθει ὁ ἴδιος ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος· σέ μία πόλη στήν ὁποία ὁ ἑλληνικός πολιτισμός εἶχε ἀφήσει βαθειά τά ἴχνη του καί ἀποτελοῦσε γιά ἀρκετούς αἰῶνες σημαντικό κέντρο πολιτισμοῦ καί φιλοσοφίας· σέ μία πόλη πού ἦταν περίφημη γιά τή φιλολογική καί τή φιλοσοφική της σχολή, ἡ ὁποία θεωρεῖτο ἐφάμιλλη τῶν σχολῶν τῶν Ἀθηνῶν καί τῆς Ἀλεξανδρείας.
Γνωρίζει, λοιπόν, τή φιλοσοφία καί τούς φιλοσόφους καί ἀναγνωρίζει τήν προσπάθειά τους νά ἑρμηνεύσουν τά μυστήρια τῆς ἀνθρωπίνης φύσεως καί τοῦ σύμπαντος. Δέν ὑποτιμᾶ κανένα ἀπό αὐτούς οὔτε στέκεται ἀνταγωνιστικά ἤ ἐχθρικά ἀπέναντί τους. Ἐάν συνέβαινε αὐτό, τότε δέν θά εἶχε κανένα λόγο νά στραφεῖ πρός τά Ἔθνη, νά στραφεῖ πρός τούς ἀνθρώπους πού εἶχαν γαλουχηθεῖ μέ αὐτή τήν παιδεία, γιά νά κηρύξει τό Εὐαγγέλιο.
Ἐάν συνέβαινε αὐτό, τότε δέν θά βρισκόταν στήν πρωτεύουσα τῆς ἀρχαίας φιλοσοφίας, τήν Ἀθήνα, γιά νά κηρύξει στούς Ἀθηναίους τόν ἄγνωστο Θεό, τόν ὁποῖο ἀγνοοῦντες εὐλαβοῦντο, χρησιμοποιώντας τή δική τους γλώσσα, χρησιμοποιώντας τούς δικούς τους ποιητές.
Ἐάν συνέβαινε αὐτό, τότε δέν θά ἀναφερόταν στήν ἀποκάλυψη τοῦ Θεοῦ στόν ἄνθρωπο μέσω τῆς δημιουργίας γράφοντας πρός τούς χριστιανούς τῆς Ρώμης «τά ἀόρατα αὐτοῦ ἀπό κτίσεως κόσμου τοῖς ποιήμασιν νοούμενα καθορᾶται, ἥ τε ἀΐδιος αὐτοῦ δύναμις καί θειότης» (Ρωμ. 1.20).
Ὁ ἀπόστολος γνωρίζει τούς φιλοσόφους καί ἀναγνωρίζει ὅτι καί δι᾽ αὐτῶν ὁ Θεός προετοίμασε τούς ἀνθρώπους γιά τήν ἀποκάλυψη τῆς ἀληθείας του.
Γνωρίζει τόν φιλοσοφικό στοχασμό τῶν μεγάλων φιλοσόφων τῆς ἀρχαιότητας πού τολμοῦν σέ ἕνα κόσμο ὑλόφρονα καί εἰδωλολατρικό νά μιλοῦν γιά τήν ἀναλλοίωτη καί ἄφθαρτη ψυχή καί γιά τό «πρῶτον κινοῦν ἀκίνητον».
Ὅλοι αὐτοί, φιλόσοφοι καί στοχαστές, προσπάθησαν μέ τίς ἀνθρώπινες καί νοητικές τους δυνάμεις νά προσεγγίσουν καί νά κατανοήσουν τόν Θεό· ὁ Θεός ὅμως θέλησε νά ἀποκαλύψει ὁ ἴδιος τόν ἑαυτό του στόν ἄνθρωπο, νά τόν ἀποκαλύψει διά τοῦ Υἱοῦ του, τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ, «ὅς ἐγεννήθη σοφία ἡμῖν παρά Θεοῦ».
Καί αὐτόν τόν Χριστόν, «ἐν ᾧ εἰσιν πάντες οἱ θησαυροί τῆς σοφίας καί τῆς γνώσεως ἀπόκρυφοι» (Κολ. 2.3)· αὐτόν τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος διά τῆς σταυρικῆς του θυσίας χάριν τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρώπου, ὄχι ἁπλῶς ἀποκάλυψε στόν κόσμο τή σοφία τοῦ Θεοῦ ἀλλά ἔδωσε στούς πιστεύοντες εἰς αὐτόν τή δυνατότητα νά μετάσχουν τῆς θείας σοφίας· αὐτόν τόν Χριστό, ὁ ὁποῖος ἀπεκαλύφθη καί στόν ἴδιο προσωπικά στόν δρόμο πρός τήν Δαμασκό, ὁ ἀπόστολος Παῦλος αἰσθάνεται τό χρέος νά κηρύξει στά ἔθνη, νά κηρύξει σέ ὅλους τούς ἀνθρώπους «Ἰουδαίους τε καί Ἕλληνας», ἀποδεικνύοντας ὅτι ἡ μετοχή στήν ἀληθῆ φιλοσοφία δέν εἶναι προνόμιο ὀλίγων μόνο, ἀλλά εἶναι δυνατότητα τήν ὁποία οἱ πάντες ἔχουν.
Αὐτή τή σοφία τοῦ Θεοῦ κηρύσσει στά πέρατα τοῦ κόσμου ὡς τήν ἀληθῆ σοφία πού ἀναζητοῦσε ἐπί αἰῶνες ὁ ἄνθρωπος, γι᾽ αὐτό καί γράφει πρός τούς Κορινθίους: «λαλοῦμεν Θεοῦ σοφίαν ἐν μυστηρίῳ τήν ἀποκεκρυμμένην, ἥν προώρισεν ὁ Θεός πρό τῶν αἰώνων εἰς δόξαν ἡμῶν, ἥν οὐδείς τῶν ἀρχόντων τοῦ αἰῶνος τούτου ἔγνωκεν» (1 Κορ. 2.7-8).
Αὐτή τή σοφία τοῦ Θεοῦ, τήν ἀποκεκαλυμμένη ἐν τῷ προσώπῳ τοῦ Ἰησοῦ καί ἀποδεικνυομένη διά τοῦ μυστηρίου τοῦ Σταυροῦ, ἔρχεται νά διδάξει ὁ πρωτοκορυφαῖος ἀπόστολος καί ἐδῶ στή Μακεδονία, ὅπου πρίν ἀπό 400 περίπου χρόνια εἶχε διδάξει ὁ μεγάλος Μακεδόνας φιλόσοφος, ὁ Ἀριστοτέλης· ὅπου εἶχε γεννηθεῖ ὁ μαθητής του, ὁ Μέγας Ἀλέξανδρος, ὁ ὁποῖος εἶχε φθάσει μέχρι τή δική του πατρίδα, καί ὄχι μόνο, μεταφέροντας τόν ἑλληνικό πολιτισμό καί τήν ἑλληνική φιλοσοφία.
Ἦρθε ὁ ἀπόστολος τῶν Ἐθνῶν γιά νά κάνει γνωστή τή Σοφία τοῦ Θεοῦ, τόν Υἱό καί Λόγο τοῦ Θεοῦ, στούς ἀνθρώπους πού τήν ἀναζητοῦσαν ἴσως περισσότερο ἀπό κάθε ἄλλον, ὅπως γράφει καί ὁ ἴδιος «ἐπειδή καί Ἰουδαῖοι σημεῖα αἰτοῦσιν καί Ἕλληνες σοφίαν ζητοῦσιν, ἡμεῖς δέ κηρύσσομεν Χριστόν ἐσταυρωμένον, Ἰουδαίοις μέν σκάνδαλον, Ἕλλησι δέ μωρίαν, αὐτοῖς δέ τοῖς κλητοῖς, Ἰουδαίοις τε καί Ἕλλησιν, Χριστόν Θεοῦ δύναμιν καί Θεοῦ σοφίαν» (1 Κορ. 1.22-24)».
Στή σχέση αὐτή τοῦ ἀποστόλου τῶν Ἐθνῶν καί ἱδρυτοῦ τῆς τοπικῆς Ἐκκλησίας ἁγίου ἐνδόξου ἀποστόλου Παύλου μέ τούς φιλοσόφους ἐπέλεξε ἡ Ἱερά Μητρόπολη Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας νά ἀφιερώσει τό ΚΒ´ Διεθνές Ἐπιστημονικό Συνέδριο πού διοργανώνει καί φέτος στό πλαίσιο τῶν Παυλείων μέ ἀφορμή τή συμπλήρωση 2400 ἐτῶν ἀπό τή γέννηση τοῦ Ἀριστοτέλη, ὁ ὁποῖος δίδαξε στά παλάτια τῶν Αἰγῶν τόν νεαρό Ἀλέξανδρο καί ἐγκατέστησε τή Σχολή του στήν πλησιόχωρη Μίεζα.
Ἐπέλεξε νά προβάλλει αὐτή τή σχέση γιά νά δείξει αὐτό πού ἤθελε νά δείξει καί ὁ μέγας ἀπόστολος Παῦλος, ὅτι ἡ σοφία τῶν φιλοσόφων ἦταν ψήγματα τῆς σοφίας τοῦ Θεοῦ, ὁ ὁποῖος ὅταν ἦλθε τό πλήρωμα τοῦ χρόνου εὐδόκησε νά ἀποκαλύψει διά τοῦ Υἱοῦ του «πᾶν τό πλήρωμα» τῆς σοφίας, ὥστε νά γίνουμε καί ἐμεῖς μέτοχοί της.
Μέ αὐτές τίς σκέψεις καί μέ τή βεβαιότητα μέ τίς εἰσηγήσεις τοῦ παρόντος ΚΒ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεώς μας θά ἐμβαθύνουμε ὅλοι καί θά γνωρίσουμε καλύτερα τή σχέση τοῦ ἀποστόλου Παύλου μέ τούς φιλοσόφους, καλωσορίζω μέ τιμή καί σεβασμό τόν ἐκπρόσωπο τῆς Αὐτοῦ Θειοτάτης Παναγιότητος, τοῦ Οἰκουμενικοῦ Πατριάρχου κ.κ. Βαρθολομαίου, Σεβασμιώτατο Μητροπολίτη Ἀτλάντα κύριο Ἀλέξιο, καί τούς ἐκπροσωποῦντας τούς Μακαριωτάτους Πατριάρχες τῶν πρεσβυγενῶν καί νεωτέρων Πατριαρχείων καί τῶν Ἀρχιεπισκόπων τῶν Αὐτοκεφάλων Ἐκκλησιῶν Σεβασμιωτάτους ἀδελφούς, καί ἐκφράζω τίς βαθύτατες εὐχαριστίες μας, διότι καί φέτος ἀπεδέχθησαν τήν πρόσκλησή μας καί λαμπρύνουν μέ τήν παρουσία τους τό ΚΒ´ Διεθνές Συνέδριο τό ὁποῖο ὀργάνωσε ἡ Ἱερά Μητρόπολή μας πρός τιμήν τοῦ ἱδρυτοῦ της, οὐρανοβάμονος ἀποστόλου Παύλου.
Εὐχαριστίες ἐκφράζω καί πρός τίς πολιτικές καί στρατιωτικές ἀρχές τῆς πόλεώς μας καί τοῦ Νομοῦ Ἠμαθίας, πρός τόν εὐσεβῆ κλῆρο, τούς θεοφιλεῖς μοναχούς καί τίς μοναχές, τόν εὐλαβῆ λαό τῆς Ἠμαθίας καί, ἰδιαιτέρως τῆς Βεροίας, γιατί μέ τήν παρουσία τους ἐκφράζουν τόν σεβασμό καί τήν ἀγάπη τους στόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο Παῦλο, τόν διδάσκαλο τῆς ἀληθοῦς φιλοσοφίας καί τῆς κατά Θεόν σοφίας.
Εὐχαριστῶ ἀκόμη θερμότατα τά μέλη τῆς Ἐπιστημονικῆς καί τῆς Ὀργανωτικῆς Ἐπιτροπῆς τοῦ Συνεδρίου, τούς ἐπιφανεῖς εἰσηγητές καί ὅλους ὅσους ἐργάσθηκαν μέ ἀκούραστα γιά τήν προετοιμασία καί τήν ὀργάνωσή του.
Ἡ μεγαλύτερη ὅμως εὐχαριστία ἀνήκει στόν πρωτοκορυφαῖο ἀπόστολο, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξίωσε καί φέτος νά τοῦ ἀφιερώσουμε τόν κύκλο τῶν ΚΒ´ Παύλειων, γιά νά τοῦ ἐκφράσουμε καί μέ τόν τρόπο αὐτό τόν σεβασμό καί τήν εὐγνωμοσύνη μας, γιά νά ἀκούσουμε καί πάλι τόν λόγο του νά ἠχεῖ δυνατά ἀνάμεσά μας καί νά τόν αἰσθανθοῦμε νά κινεῖται, ὅπως κατά τήν ἔλευσή του στήν πόλη μας, ἀνάμεσά μας στούς δρόμους της.
Τίς δικές του πρεσβεῖες καί τή δική του χάρη ἐπικαλοῦμαι καί αὐτή τήν ὥρα κηρύσσοντας τήν ἔναρξη του ΚΒ´ Διεθνοῦς Ἐπιστημονικοῦ Συνεδρίου τῆς Ἱερᾶς Μητροπόλεως Βεροίας, Ναούσης καί Καμπανίας, καί εὔχομαι ἐπιτυχία στίς ἐργασίες του.