η υπόσχεση του Θεού
στην πρώτη Εύα ότι ο απόγονός της
θα συντρίψει την κεφαλή του διαβόλου
και θα ξαναφέρει όλους
τους άλλους απογόνους της
στον παράδεισο, δηλαδή στην κοινωνία
με τον Θεό που σώζει
δια της αναστάσεως.
Πρωτ. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Στη ζωή μας επιζητούμε την αφθονία. Θέλουμε να μην μας λείπει τίποτε και ιδιαιτέρως για τους νεώτερους, για τα παιδιά μας. Και είμαστε πρόθυμοι να ακολουθήσουμε όποιους μας υπόσχονται αυτή την αφθονία.
Άλλοτε πάλι αγωνιζόμαστε με όλες μας τις δυνάμεις, εργαζόμενοι γι’ αυτόν τον σκοπό. Και αισθανόμαστε φτωχή τη ζωή μας όταν τα υλικά μας λείπουν στο βαθμό που το καταναλωτικό πρότυπο της ζωής μας μάς προβάλλει ως το ενδεδειγμένο. Στην εποχή μας η αφθονία έχει περάσει, εκτός από τα αγαθά, στην ανάγκη για ικανοποίηση τω επιθυμιών μας. Στην αφθονία των ηδονών. των θεαμάτων. Των ακροαμάτων. Της μετοχής στα επιτεύγματα του πολιτισμού. Δεν θέλουμε να είναι μόνο το τραπέζι μας γεμάτο, αλλά και η ζωή μας από ευκαιρίες. Τόσο, που κάποτε φτάνουμε στην απληστία.
Στη ζωή της Εκκλησίας μας βλέπουμε ότι ο Θεός καταφάσκει στην ανάγκη του ανθρώπου για αφθονία. Μόνο που ο σκοπός της δεν μπορεί να είναι ο εγωτικός εγκλωβισμός στην αυτάρκειά της, αλλά η γενναιοδωρία στο δίδειν και προσφέρειν. Δεν ευλογεί ο Θεός την αφθονία, για να παραβιάζεται το θέλημά Του, αλλά για να γεύεται ο άνθρωπος τη χαρά της κοινωνίας μαζί Του, τη χαρά της αγάπης με τον άλλο. Γι’ αυτό και η αφθονία είναι αφορμή και ευκαιρία ελεημοσύνης. Εξόδου δηλαδή από τον εαυτό και το εγώ μας και μεταδόσεως της αγάπης με κάθε τρόπο. Ιδίως η αφθονία της καρδιάς, όπως κι αν αυτή εκφράζεται. Με τα συναισθήματα. την ευαισθησία. Τη δημιουργικότητα. Τον πλούτο της γνώσης. Την πνευματική πρόοδο. Αυτή η αφθονία δίδεται από τον Θεό ως επευλόγηση του ανθρώπινου κόπου, όπως και της ταπείνωσης που ο απλός, ευγνώμων και με επίγνωση του σκοπού και του νοήματος της ζωής άνθρωπος μπορεί να έχει. Δεν αρνείται ο Θεός την αφθονία. Δεν την περιορίζει όμως στα υλικά. Ούτε θέλει να έχουμε άγχος γι’ αυτήν. Είναι εκείνο το παλιό, μα τόσο σοφό ρητό: «πλούσιος εστί ο εν ολίγω αναπαυόμενος». Κι αυτός που μπορεί να γαληνέψει και να αρκεστεί στα λίγα, λαμβάνει από τον Θεό τα πολλά. Την αφθονία της χάριτος. Γιατί μπορεί να δοξολογήσει και να αποδώσει τη ευεργεσία σ’ Αυτόν που τον αγαπά. τον Ενανθρωπήσαντα Λόγο.
Η Εκκλησία μας, ψάλλοντας τους χαιρετισμούς στην Υπεραγία Θεοτόκο, αναφωνεί: «χαίρε η γη της επαγγελίας, χαίρε εξ ης ρέει μέλι και γάλα». Μας υπενθυμίζει την υπόσχεση, την επαγγελία, που ο Θεός έδωσε στους Εβραίους να τους βγάλει από την Αίγυπτο, τη γη της δουλείας, και να τους οδηγήσει στην Χαναάν, τη γη της επαγγελίας. Εκεί το χαρακτηριστικό της ήταν η αφθονία. Το μέλι και το γάλα. Το μέλι ως σημάδι της γλυκύτητας της ζωής, αλλά και της δημιουργικότητας και της εκλεκτικότητας των μελισσών. Και το γάλα, ως σημείο της ζωής, της μητρικής προστασίας που γαλουχεί, ανατρέφει υλικά αλλά και αξιακά το παιδί της. Μόνο που το μέλι και το γάλα δεν το δίνει η καθαυτή, αλλά ο Θεός που επιτρέπει την αφθονία της δωρεάς για εκείνους που Τον πιστεύουν, που εξέρχονται από τον εαυτό τους και από την καθημερινή δουλεία της Αιγύπτου και αγωνίζονται δια της ερήμου να φτάσουν στη γη Χαναάν.
Αυτό έκανε η Παναγία. Στο πρόσωπό της εκπληρώθηκε η υπόσχεση του Θεού στην πρώτη Εύα ότι ο απόγονός της θα συντρίψει την κεφαλή του διαβόλου και θα ξαναφέρει όλους τους άλλους απογόνους της στον παράδεισο, δηλαδή στην κοινωνία με τον Θεό που σώζει δια της αναστάσεως. Στο πρόσωπό της τρεφόμαστε με μέλι και γάλα, διότι αυτή γίνεται η γεννήσασα του Μέλιτος του Ουρανού που είναι ο Χριστός, ο Οποίος διαλύει την πίκρα του θανάτου και της αμαρτίας και μας γεμίζει με την γλυκύτητα της αγάπης και της χαράς. Όπως δίνει το γάλα που ανατρέφει τον Χριστό, έτσι μας δίδει το γάλα των αξιών, των πνευματικών ναμάτων, το οποίο μας ανατρέφει δια της αρετής. Μας διδάσκει την υπακοή. Την παρθενία των λογισμών. Την ακτημοσύνη του θελήματος. Την αφοσίωση μέχρι θανάτου. Την αυταπάρνηση. Την πίστη ως εμπιστοσύνη. Την ταπεινή αγάπη. Ό,τι δηλαδή λείπει από το προσκήνιο της καθημερινότητας. Ό,τι, ιδίως στην εποχή μας, αντιμετωπίζουμε ως φτώχεια οι άνθρωποι.
Ακολουθώντας την Υπεραγία Θεοτόκο και παρακαλώντας την, μπορούμε λοιπόν κι εμείς να στοχεύσουμε σε μιαν άλλη αφθονία. Αυτήν της κοινωνίας με τον Χριστό. Μόνο που αυτή προϋποθέτει έξοδο από την εγωτική μας αυτάρκεια. Έγνοια για τον άλλο, τον πλησίον, είτε αυτός είναι οικείος μας, είτε ξένος. Γιατί μόνο η αγάπη στον Θεό κάνει τους πάντες οικείους. Και τότε κι εμείς, ο καθένας με τον τρόπο του, μπορεί να αποκτήσει την ελεήμονα και γενναιόδωρη καρδιά, μην περιμένοντας ανταπόδοση εκ των ανθρώπων, αλλά φωτισμό και την δωρεά του Θεού που θα θεραπεύει τα ασθενή μας και θα αναπληρώνει τα ελλείποντά μας. Προϋποθέτει τον εκλεκτικισμό των μελισσών, στον τρόπο που θα βλέπουμε τον κόσμο. Χωρίς να είμαστε αρνητικοί και κινδυνολόγοι, να έχουμε τα κριτήρια που θα μας κάνουν το καλό να κατέχουμε, ό,τι δηλαδή δεν μας χωρίζει από το θέλημα του Θεού. Προϋποθέτει την δημιουργικότητα των μελισσών, την εργασία, το σχέδιο, την επίγνωση των χαρισμάτων και της αποστολής μας, που είναι να συναντούμε τελικά τον Θεό και όχι να εξασφαλίζουμε την καλοπέραση της ζωής. Να είναι δηλαδή η χαρά γνήσια, διότι θα προέρχεται από την ήρεμη συνείδηση, από την προσφέρουσα καρδιά. Από την γενναιόδωρη διάθεση για αγάπη και συγχωρητικότητα, ό,τι κι αν συναντούμε στη ζωή μας.
Αυτός ο δρόμος χρειάζεται αλλαγή νοοτροπίας. Χρειάζεται υιοθέτηση του παλιού ρητού «πλούσιος εστί ο εν ολίγω αναπαυόμενος» για τα υλικά και συμπλήρωσή του με το «τον Θεόν εμπιστευόμενος εις τα πάντα»! Ας φωνάζει και ας επιμένει καταναλωτικά ο πολιτισμός μας. Η αλήθεια και το νόημα βρίσκονται στην καρδιά!