Οι
χριστιανοί έχουμε τη γνώμη ότι είμαστε διαφορετικοί από τους υπόλοιπους
ανθρώπους. Διαχωρίζουμε τον κόσμο σε πιστούς και σε αμαρτωλούς και
κατατάσσουμε τον εαυτό μας στους πρώτους, με αποτέλεσμα να
αισθανόμαστε μία κρυφή ή φανερή αυτοδικαίωση για το γεγονός ότι έχουμε
επιλέξει ή αποφασίσει να πιστεύουμε. Όμως η απόφαση για ένταξη στους
πιστούς προϋποθέτει μία συνεχή πρόκληση απόδειξης ότι αποδεχόμαστε το
δρόμο που ο Χριστός μας έχει καλέσει να ακολουθούμε και όχι εφησυχασμό
ότι η επιλογή από μόνη της σώζει. Η πρόκληση λειτουργεί τόσο ελεγκτικά,
όσο και αφυπνιστικά. Ο καθένας μας καλείται να βλέπει την εσωτερική του
κατάσταση και την εξωτερική του συμπεριφορά και την ίδια στιγμή να
ξεκινά από την αρχή να λειτουργεί όπως θέλει ο Χριστός. Και οι δύο αυτές
καταστάσεις της καρδιάς δεν μπορούν να λειτουργήσουν εφόσον οι άνθρωποι
είμαστε προσανατολισμένοι στο άτομό μας και δεν λειτουργούμε
εκκλησιοκεντρικά, δεν έχουμε κοινωνία με τους άλλους, δεν αισθανόμαστε
ότι η εκκλησιαστική ζωή μας παρέχει τις προϋποθέσεις τόσο για αυτοέλεγχο
όσο και για αφύπνιση. Διότι μόνο μέσα από τη σχέση με τον πλησίον μας, η
σημασία της οποίας διακρίνεται στην εκκλησιαστική ζωή και μεταφέρεται
και στην καθημερινή ζωή του καθενός, μπορούμε να ακολουθήσουμε
πραγματικά τον λόγο του Χριστού.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι» (Λουκ. 6,33), μας λέει ο Χριστός, κρίνοντας τη ζωή μας και αφυπνίζοντάς μας. Με τη φράση αυτή δεν κατακρίνει τους αμαρτωλούς, αλλά μας υποδεικνύει ότι όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία. Ακόμη και εκείνοι τους οποίους απορρίπτουμε ως αμαρτωλούς, εάν έχουν μέσα τους ανθρωπιά και διάθεση να ακούσουν την συνείδησή τους, ακόμη κι αν η ζωή τους δεν μπορεί να υπερβεί τη δύναμη του κακού, πράττουν τα αυτονόητα. Αγαπούνε αυτούς που τους αγαπούνε. Ευεργετούν εκείνους οι οποίοι τους κάνουν καλό. Δανείζουν σε εκείνους από τους οποίους ελπίζουν ότι θα τους επιστρέψουν τα χρήματα, ίσως και με τόκο. Στην καθημερινή τους ζωή δηλαδή, στην κοινωνική τους συμπεριφορά, στις συναλλαγές τους λειτουργούν με την αυτονόητη στάση που θα λειτουργούσαν όλοι οι άνθρωποι. Κι ας μην έχουν εγκαταλείψει τη διάθεση και τον αγώνα για σωτηρία, κι ας μην πιστεύουν στο Θεό εμπράκτως. Αν λοιπόν όσοι αυτοτοποθετούμαστε στην πλευρά των χριστιανών απλώς πράττουμε τα αυτονόητα, τότε δεν έχουμε κάνει κανένα βήμα για να ζήσουμε τον τρόπο του Χριστού, απλώς τρεφόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε σεσωσμένοι.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι». Ο Χριστός ζητά από εμάς την υπέρβαση. Όχι για να φανούμε ανώτεροι από τους αμαρτωλούς και να προσθέσουμε μια πινελιά αυτοδικαίωσης ακόμη στη ζωή μας, αλλά γιατί έχουμε κληθεί από Εκείνον να ακολουθούμε έναν τρόπο που αποτελεί συνεχώς μία καινούρια αρχή για τη ζωή του κόσμου. Στην καθημερινή μας ζωή καλούμαστε να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, όσους μας αδικούν, όσους δεν λειτουργούν όπως θα θέλαμε και μας επιβουλεύονται, μας αρνούνται, μας περιφρονούν. Καλούμαστε να συγχωρούμε, να προσευχόμαστε, να στηρίζουμε όσο μπορούμε και όσο μας αφήνουν αυτοί που είναι απέναντί μας. Στην κοινωνική μας συμπεριφορά καλούμαστε να ευεργετούμε αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να μας ανταποδώσουν την ευεργεσία, ακόμη και τους αχαρίστους δηλαδή. Καλούμαστε να μην λειτουργούμε δηλαδή με βάση την ανάγκη για ηθική ικανοποίηση, η οποία όμως γεννά υστεροβουλίες και επιθυμία για αναγνώριση της όποιας προσφοράς μας και να επιλέγουμε την άνευ όρων αγάπη και συμπαράσταση, όσον εξαρτάται από εμάς. Αυτό βεβαίως δεν δικαιώνει τους αχαρίστους. Έχει να κάνει όμως με την δική μας συνείδηση, η οποία έχει κληθεί να λειτουργεί ως κατά Θεόν συνείδηση. Να ευεργετούμε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Και την ίδια στιγμή, στις οικονομικές μας δοσοληψίες, αλλά και σε κάθε είδους συναλλαγή, να λειτουργούμε στη λογική της βοήθειας, της προσφοράς των χαρισμάτων μας χωρίς να προσδοκούμε επιστροφή των δανεισθέντων. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα τόσο της υλικής, όσο και της πνευματικής ελεημοσύνης.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι». Ο Χριστός μας καλεί να κάνουμε την υπέρβαση όχι για να διαφοροποιηθούμε από τους αμαρτωλούς, αλλά γιατί η αγάπη προς το Θεό γίνεται μίμηση του δικού Του τρόπου. Γιατί έχουμε κληθεί να πιστεύουμε όχι για να διαφυλάττουμε τα συμφέροντά μας δια των αυτονοήτων, αλλά για να παραιτούμαστε από αυτά. Γιατί κληθήκαμε να είμαστε ταπεινοί, δοτικοί, αγαπητικοί. Όχι γι να δοξαζόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά για να πράττουμε αυτό που θέλει ο Θεός. «Λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών» (Ματθ. 21,42), μας λέει ο Χριστός. Κληθήκαμε να γινόμαστε η βάση για το στήριγμα των ανθρώπων σε έναν δρόμο θαυμαστό, αγάπης και αιωνιότητας, ακόμη κι αν αποδοκιμαζόμαστε από όλους όσους θέλουν να χτίσουν τον κόσμο και τον πολιτισμό κατά τα δικά τους.
Ο ευαγγελικός λόγος δεν μας καλεί να απορρίψουμε τους αμαρτωλούς, αλλά να μην επαναπαυόμαστε στο γεγονός ότι τηρούμε τα αυτονόητα όπως εκείνοι. Αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση ζωής μας, ακόμη κι αν αυτή η οδός είναι δύσκολη. Ζούμε άλλωστε σε έναν πολιτισμό στον οποίο η στάση των αμαρτωλών είναι το αποδεκτό σημείο. Η χριστιανική στάση της υπέρβασης θεωρείται αδυναμία, ανικανότητα να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, να διεκδικήσουμε το δίκιο μας, θεωρείται ηττοπάθεια. Όμως δεν κληθήκαμε να συμβιβαστούμε με έναν πολιτισμό ο οποίος ζητά από εμάς να είμαστε καλοί άνθρωποι, όχι όμως με προοπτική αγάπης που δίνει αιωνιότητα. Κληθήκαμε ζώντας σ’ αυτόν να τον υπερβούμε χαράσσοντας τον τρόπο της μίμησης του Χριστού. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί εντός της Εκκλησίας. Όχι ως κήρυγμα, αλλά ως επιλογή και αγώνας ζωής.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι» (Λουκ. 6,33), μας λέει ο Χριστός, κρίνοντας τη ζωή μας και αφυπνίζοντάς μας. Με τη φράση αυτή δεν κατακρίνει τους αμαρτωλούς, αλλά μας υποδεικνύει ότι όλοι ξεκινάμε από την ίδια αφετηρία. Ακόμη και εκείνοι τους οποίους απορρίπτουμε ως αμαρτωλούς, εάν έχουν μέσα τους ανθρωπιά και διάθεση να ακούσουν την συνείδησή τους, ακόμη κι αν η ζωή τους δεν μπορεί να υπερβεί τη δύναμη του κακού, πράττουν τα αυτονόητα. Αγαπούνε αυτούς που τους αγαπούνε. Ευεργετούν εκείνους οι οποίοι τους κάνουν καλό. Δανείζουν σε εκείνους από τους οποίους ελπίζουν ότι θα τους επιστρέψουν τα χρήματα, ίσως και με τόκο. Στην καθημερινή τους ζωή δηλαδή, στην κοινωνική τους συμπεριφορά, στις συναλλαγές τους λειτουργούν με την αυτονόητη στάση που θα λειτουργούσαν όλοι οι άνθρωποι. Κι ας μην έχουν εγκαταλείψει τη διάθεση και τον αγώνα για σωτηρία, κι ας μην πιστεύουν στο Θεό εμπράκτως. Αν λοιπόν όσοι αυτοτοποθετούμαστε στην πλευρά των χριστιανών απλώς πράττουμε τα αυτονόητα, τότε δεν έχουμε κάνει κανένα βήμα για να ζήσουμε τον τρόπο του Χριστού, απλώς τρεφόμαστε με την ψευδαίσθηση ότι είμαστε σεσωσμένοι.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι». Ο Χριστός ζητά από εμάς την υπέρβαση. Όχι για να φανούμε ανώτεροι από τους αμαρτωλούς και να προσθέσουμε μια πινελιά αυτοδικαίωσης ακόμη στη ζωή μας, αλλά γιατί έχουμε κληθεί από Εκείνον να ακολουθούμε έναν τρόπο που αποτελεί συνεχώς μία καινούρια αρχή για τη ζωή του κόσμου. Στην καθημερινή μας ζωή καλούμαστε να αγαπήσουμε τους εχθρούς μας, όσους μας αδικούν, όσους δεν λειτουργούν όπως θα θέλαμε και μας επιβουλεύονται, μας αρνούνται, μας περιφρονούν. Καλούμαστε να συγχωρούμε, να προσευχόμαστε, να στηρίζουμε όσο μπορούμε και όσο μας αφήνουν αυτοί που είναι απέναντί μας. Στην κοινωνική μας συμπεριφορά καλούμαστε να ευεργετούμε αυτούς που δεν μπορούν ή δεν θέλουν να μας ανταποδώσουν την ευεργεσία, ακόμη και τους αχαρίστους δηλαδή. Καλούμαστε να μην λειτουργούμε δηλαδή με βάση την ανάγκη για ηθική ικανοποίηση, η οποία όμως γεννά υστεροβουλίες και επιθυμία για αναγνώριση της όποιας προσφοράς μας και να επιλέγουμε την άνευ όρων αγάπη και συμπαράσταση, όσον εξαρτάται από εμάς. Αυτό βεβαίως δεν δικαιώνει τους αχαρίστους. Έχει να κάνει όμως με την δική μας συνείδηση, η οποία έχει κληθεί να λειτουργεί ως κατά Θεόν συνείδηση. Να ευεργετούμε, γιατί αυτός είναι ο δρόμος του Θεού. Και την ίδια στιγμή, στις οικονομικές μας δοσοληψίες, αλλά και σε κάθε είδους συναλλαγή, να λειτουργούμε στη λογική της βοήθειας, της προσφοράς των χαρισμάτων μας χωρίς να προσδοκούμε επιστροφή των δανεισθέντων. Αυτό είναι και το αληθινό νόημα τόσο της υλικής, όσο και της πνευματικής ελεημοσύνης.
«Οι αμαρτωλοί το αυτό ποιούσι». Ο Χριστός μας καλεί να κάνουμε την υπέρβαση όχι για να διαφοροποιηθούμε από τους αμαρτωλούς, αλλά γιατί η αγάπη προς το Θεό γίνεται μίμηση του δικού Του τρόπου. Γιατί έχουμε κληθεί να πιστεύουμε όχι για να διαφυλάττουμε τα συμφέροντά μας δια των αυτονοήτων, αλλά για να παραιτούμαστε από αυτά. Γιατί κληθήκαμε να είμαστε ταπεινοί, δοτικοί, αγαπητικοί. Όχι γι να δοξαζόμαστε από τους ανθρώπους, αλλά για να πράττουμε αυτό που θέλει ο Θεός. «Λίθον όν απεδοκίμασαν οι οικοδομούντες, ούτος εγενήθη εις κεφαλήν γωνίας. Παρά Κυρίου εγένετο αύτη και έστι θαυμαστή εν οφθαλμοίς ημών» (Ματθ. 21,42), μας λέει ο Χριστός. Κληθήκαμε να γινόμαστε η βάση για το στήριγμα των ανθρώπων σε έναν δρόμο θαυμαστό, αγάπης και αιωνιότητας, ακόμη κι αν αποδοκιμαζόμαστε από όλους όσους θέλουν να χτίσουν τον κόσμο και τον πολιτισμό κατά τα δικά τους.
Ο ευαγγελικός λόγος δεν μας καλεί να απορρίψουμε τους αμαρτωλούς, αλλά να μην επαναπαυόμαστε στο γεγονός ότι τηρούμε τα αυτονόητα όπως εκείνοι. Αν θέλουμε να είμαστε αληθινοί χριστιανοί καλούμαστε να επαναπροσδιορίσουμε τη στάση ζωής μας, ακόμη κι αν αυτή η οδός είναι δύσκολη. Ζούμε άλλωστε σε έναν πολιτισμό στον οποίο η στάση των αμαρτωλών είναι το αποδεκτό σημείο. Η χριστιανική στάση της υπέρβασης θεωρείται αδυναμία, ανικανότητα να πάρουμε τη ζωή μας στα χέρια μας, να διεκδικήσουμε το δίκιο μας, θεωρείται ηττοπάθεια. Όμως δεν κληθήκαμε να συμβιβαστούμε με έναν πολιτισμό ο οποίος ζητά από εμάς να είμαστε καλοί άνθρωποι, όχι όμως με προοπτική αγάπης που δίνει αιωνιότητα. Κληθήκαμε ζώντας σ’ αυτόν να τον υπερβούμε χαράσσοντας τον τρόπο της μίμησης του Χριστού. Κι αυτό μπορεί να επιτευχθεί εντός της Εκκλησίας. Όχι ως κήρυγμα, αλλά ως επιλογή και αγώνας ζωής.