Μέσα
σὲ ἕνα κλῖμα ζοφερὸ γιὰ τὴν πατρίδα μας, κλῖμα
ἀβεβαιότητος καὶ ἀπελπισίας πολλάκις καὶ ἐκεῖ
ποὺ νομίζει κανεὶς, ὅτι ὅλα χάνονται, ἔρχεται ἡ
πραγματικότητα νὰ μᾶς βεβαιώσῃ, ὅτι ἡ ἀντίστροφη
μέτρηση ἔχει ἤδη ἀρχίσει μέσα ἀπὸ μιά σθεναρὴ
ἀντίσταση, πού πηγαίνει κόντρα στὸν ὁδοστρωτῆρα, ὁ
ὁποῖος θέλει νὰ ἰσοπεδώσῃ τὰ πάντα καὶ
κυρίως νὰ κάμψῃ τὶς ψυχικὲς ἀντοχές.
Αὐτὴ
ἡ ἀντίσταση, ἄρχισε ἤδη, ὡς ἕνα ρεῦμα
ποταμοῦ ποὺ θὰ ἀρδεύσῃ, ὅ,τι ἄφησε
ξερὸ καὶ ἄνυδρο σ’ αὐτὸ τὸν τόπο ἡ
λαίλαπα πού μέχρι τώρα ἀγωνίστηκε μὲ λύσσα καὶ πάθος ἀνίερο,
γιά νὰ ξεθεμελιώσῃ τὰ ἱερὰ θέμεθλα αὐτοῦ
τοῦ τόπου καὶ νὰ ξερριζώσῃ τὰ αἰωνόβια
πνευματικὰ δένδρα, ποὺ μὲ τὸν ἴσκιο τους, ἀνέπαυσαν
καί ἀναπαύουν τὸν Λαό.
Αὐτὸ
τὸ ρεῦμα ὅμως ἔρχεται νὰ παρασύρῃ, καί ὡς
μία μεγάλη πνευματικὴ δύναμη ὅλες τὶς προσπάθειες, οἱ ὁποῖες
ὡς σκοπὸ ἔχουν, νὰ συνεχίσουν τὸ διαβρωτικὸ
ἔργο τῶν ἀντιθέων καὶ ἀνθελλήνων, ἡμετέρων
καί ξένων, οἱ ὁποῖοι παρὰ τὶς διαβεβαιώσεις τῆς ἀδεκάστου
ἱστορίας, ὅτι «τοῦ Ἕλληνα
ἡ ψυχὴ ζυγὸ δὲν ὑπομένει», προσπαθοῦν ἀπεγνωσμένα
νὰ βροῦν τρόπους, ὥστε νὰ πλήξουν τοῦ γένους μας
τὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια.
Ἤδη
ὅμως παρεσύρθησαν ἀπὸ τήν ὁρμή τῆς ἀντίστασης,
ἡ ὁποία προβάλλεται μὲ σθένος καὶ νεανικὸ σφρῖγος
καὶ δὲν ἀπομένει παρὰ ὁ τελικὸς
καταποντισμός τους, ὥστε ἅπαξ διά παντὸς νὰ κατανοήσουν,
ὅτι στὴν Ἑλλάδα καὶ οἱ πέτρες κάποια στιγμὴ
ἀνθίζουν.
Ὁ
λόγος τῆς Ἁγίας Γραφῆς ὁ ἀναφερόμενος σὲ ἄλλη
περίπτωση «σκληρὸν σοι πρὸς
κέντρα λακτίζειν»(Πραξ. κστ΄, 14), θεωρῶ, ὅτι πρέπει νὰ ἐπαναληφθῇ
τόσο δυνατὰ καὶ πρὸς αὐτούς, πρός αὐτὰ τὰ
κέντρα ποὺ ἐπανειλημένως, πλὴν ἀνεπιτυχῶς, ἐπεχείρησαν
νὰ ἁλώσουν τὸν τόπο μας.
Ναί,
γνωρίζω, ὅτι πολλὲς φορές φτάσαμε στὰ ὅριά μας, ἀκουμπήσαμε
στὸ χῶμα, χάσαμε τὰ ὑλικὰ ἀγαθά, μείναμε
μόνοι, δὲν εἴχαμε οὔτε νὰ φᾶμε, ὅμως ἀντέξαμε.
Ξέρει ὁ Ἕλληνας νὰ ζῇ κόβοντας, ὅπως
χαρακτηριστικὰ λέγει, μιά ἐλιὰ στὰ τέσσερα. Ὅμως
τὰ καταφέρνει, ἀφοῦ γνωρίζει ὅτι, «οὐκ ἐπ’ ἄρτῳ
μόνο ζήσετε ἄνθρωπος...»( Ματθ δ΄,4).
Γνωρίζω,
ὅτι ἔσπρωξαν τίς νεώτερες γενηὲς σὲ μιά ψεύτικη εὐμάρεια
καὶ πλάνα ζωὴ καὶ προσπάθησαν νὰ κάνουν μαλθακὰ τὰ
παιδιά μας, σκορπίζοντας στὸν οὐρανὸ μαῦρα σύννεφα καὶ
δημιουργώντας γκρίζους ὁρίζοντες.
Γνωρίζομε
ὅλοι, ὅτι ἐπὶ τόσα χρόνια δηλητηριάζουν τὶς ψυχὲς
μὲ τὸ φαρμάκι τοῦ μίσους ἐναντίον τῶν ἀξιῶν
καὶ θεσμῶν, ποὺ κρατοῦν τὸ οἰκοδόμημα τῆς
πατρίδος μας καί ἀποτελοῦν τοὺς συνεκτικοὺς δεσμοὺς
μεταξύ μας, ἀλλὰ καὶ τοὺς συνδετικοὺς κρίκους μὲ
τὶς γενηὲς ποὺ πέρασαν καὶ ἀγωνίστηκαν γιὰ
νὰ μᾶς παραδώσουν αὐτοὺς τοὺς πνευματικοὺς
θησαυρούς.
Ὅμως
ὑπελόγισαν λάθος τὰ πράγματα καὶ συνεχίζουν νὰ κάνουν τὰ
ἴδια σφάλματα, τὰ ὁποῖα τελικῶς θὰ
καταστρέψουν τὶς ἰοβόλες γλῶσσες τους καὶ θὰ
συντρίψουν τὶς ὑπερφίαλες κεφαλές τους. Καὶ πάλι τοὺς ὑπενθυμίζομε
τὸ Ἁγιογραφικὸν «... αὐτός σοῦ τηρήσει κεφαλήν, καί
σὺ τηρήσεις αὐτοῦ πτέρναν»(Γεν. γ΄15).
Ὅταν
τὸ δηλητήριο εἰσέρχεται στὸ σῶμα, ἐκεῖνο (τὸ σῶμα) ἀντιδρᾶ
καὶ χρησιμοποιεῖ τὰ ἀντισώματα ποὺ διαθέτει, γιὰ
νὰ τό ἐξουδετερώσῃ. Κάποιοι ὀργανισμοὶ δὲν
τὰ καταφέρνουν, διότι τὰ ἀντισώματα πού διαθέτουν, δὲν
εἶναι ἰσχυρά. Ὅμως ὁ ὀργανισμὸς τοῦ
γένους μας, ἀπέδειξε διαχρονικά, ὅτι διαθέτει τόσα καὶ τόσο ἰσχυρὰ
ἀντισώματα τὰ ὁποῖα ὄχι μόνο τὸ ὅποιο
δηλητήριο ἐξουδετερώνουν, ἀλλὰ καὶ ἀντοχὲς ἰσχυρότερες
προσφέρουν, προκειμένου νὰ ἀντέξῃ σὲ δυνατότερες ἐπιθέσεις
τῶν ἰοβόλων ὄφεων, στό μέλλον.
Καὶ
τὸ λέγω αὐτό, διότι θὰ εἶναι οὐτοπία νὰ
πιστέψωμε, ὅτι θὰ σταματήσουν καί στή συνέχεια, οἱ ὁρκισμένοι
ἐχθροί τῆς πατρίδος μας, νὰ ἐκτοξεύουν τὰ βέλη τους
ἐναντίον μας.
Δυστυχῶς,
γι’ αὐτοὺς, ἐμεῖς, ὡς ἔχει εὐστόχως
πολλάκις εἰπωθῆ, εἴμαστε φυλὴ καὶ ρίζα δυνατή,
ράτσα ἀνθεκτική. Περνᾶμε ἀπὸ τό καμίνι καί βγαίνομε ἀκέραιοι,
χωρίς νά μᾶς ἔχουν κἄν ἀγγίξει οἱ φλόγες. Φτάνομε
στόν βυθό καί κρατᾶμε τήν ἀναπνοή μας, ὅσο χρειασθῇ,
χωρίς νά δημιουργηθῇ βλάβη στόν ἐγκέφαλό μας καί στόν ἐσωτερικό
μας κόσμο. Φτάνομε στήν ἄκρη καί ἐνῶ ὅλοι πιστεύουν, ὅτι
ὁ βράχος θά μᾶς συντρίψῃ, ἐμεῖς ἀντιστρέφομε
τήν κατάσταση καί ξαναγράφομε τήν ἱστορία ἀπό τήν ἀρχή,
χρησιμοποιώντας ὡς ὕλη τίς θυσίες καί τά αἵματα τῶν
προγόνων μας καί ὡς ἰσχυρή γραφίδα τήν δική μας θέληση καί τό δικό
μας πεῖσμα, γιά νά ζήσωμε καί νά κρατηθοῦμε θαλεροί μέχρι τῆς
συντελείας τοῦ αἰῶνος, γιατί αὐτό εἶναι τό ριζικό
μας. Γι’ αὐτό εἴμαστε ξεχωριστοί, δέν μοιάζομε μέ κανένα λαό. Δέν
γινόμαστε «κιμάς», ὅπως ἔλεγε καί ὁ Μακαριστός Χριστόδουλος
στήν κρεατομηχανή, πού θέλουν νά μᾶς βάλλουν, γιατί ἁπλούστατα δέν
μπαίνομε, δέν μᾶς χωράει, δέν εἶναι γιά τά μέτρα μας, ἀλλά
γιά τά δικά τους, ἀφοῦ πάντοτε σέ σχέση μέ μᾶς «ἐμετρήθησαν, ἐζυγίσθησαν καί εὑρέθησαν
ἐλλιπεῖς...».
Καί
τώρα γνωρίζω, ὅτι θά μέ ρωτήσετε, καί εὔλογα, γιατί τά ἔγραψα
ὅλα αὐτά, ἐνῶ οἱ περισσότεροι ζοῦν σέ κλῖμα
ὑφέσεως ἐξ αἰτίας τῶν γεγονότων πού ἐξελίσσονται
καί διαδραματίζονται γύρω μας. Σᾶς ἀπαντῶ.
1.
Διότι αὐτά
πιστεύω ἀκράδαντα καί οὐδέποτε ἔπαψα νά εἶμαι αἰσιόδοξος,
ἀφοῦ ζεῖ Κύριος ὁ Θεός καί οὐδέποτε μᾶς ἐγκατέλειψε
παρά τά ὅποια ἐλαττώματα καί ἀτοπήματά μας. Γιατί λοιπόν, νά
μᾶς ἐγκαλείψῃ καί τώρα; «Σοί μόνῳ ἁμαρτάνομεν Κύριε... ἀλλά
καί σοί μόνῳ λατρεύομεν...». (Εὐχή Ἑσπερινοῦ
Γονυκλισίας)
2.
Διότι αὐτό
βεβαιώνει ἡ ἱστορική πραγματικότης. Πότε δέν μᾶς
πολέμησαν μέ μανία; Αἰῶνες ἀγωνίζονται νά μᾶς
τσακίσουν, νά μᾶς ἀποδυναμώσουν, νά ἀλλοιώσουν τήν
ψυχοσύνθεσή μας, τά χαρακτηριστικά μας. Αἰῶνες ἀγωνίζονται νά
ξερριζώσουν τήν πίστη μας, τίς ἀξίες μας, τήν ἑνότητά μας, τήν γλῶσσα
μας, τήν ἀγάπη μας στόν τόπο μας. Πῆτε μου, σᾶς παρακαλῶ,
τί κατάφεραν; Σέ αἰῶνες σκλαβιᾶς διατηρήσαμε ἀναλλοίωτα
τά ὑποστατικά μας ἰδιώματα καί λαμπρότερα τά ἀναδείξαμε. Ἡ
δράση τους, προκάλεσε τήν δική μας ἀντίδραση
καί μᾶς ἔμαθε, νά χρησιμοποιοῦμε τίς κατάλληλες τακτικές, γιά
νά ἔχωμε πάντοτε «τό ἐπάνω χέρι».
Δέν λέω΄
πονέσαμε, κλάψαμε, κάποιες φορές λυγίσαμε, ἀλλά παίρνοντας δύναμη, ὅπως
ὁ μυθολογικός γίγαντας Ἀνταῖος ἀπό τή γῆ πού ἀκουμποῦσε,
ἀναδειχτήκαμε πάντοτε νικητές.
Ὀφείλω
ὅμως νά ὁμολογήσω, ὅτι ἐκεῖνο πού μᾶς
πείραξε καί μᾶς πειράζει περισσότερο δέν εἶναι ὁ πόλεμος τῶν
ξένων, ἀλλά ἡ στάση τῶν δικῶν μας προσκυνημένων. Ἡ
ὕπουλη τακτική τῶν «νενέκων»
κάθε ἐποχῆς πού προδίδουν τήν ψυχή τοῦ γένους μας. Ποτέ βεβαίως
δέν ἔλειψαν, οὔτε θά λείψουν. Τήν μιά θά τούς φταίῃ ἡ Ὀρθόδοξη
πίστη, τήν ἄλλη ἡ γλῶσσα, τήν τρίτη τά σύμβολα κ.ο.κ. Ἔτσι
τούς λένε τά ἀφεντικά τους, πού δέν ξέρουν καλά τούς Ἕλληνες καί αὐτοί
οἱ δύσμοιροι τούς πιστεύουν καί ὑπακούουν, ὑπολογίζοντας σέ πρόσκαιρες
«ἀμοιβές». Τί κρῖμα ὅμως, δέν ἔμαθαν παρ’ ὅτι τό
διάβασαν ἤ τό ἄκουσαν, γιατί δέν ξέρω ἄν κάποιοι ἀπ’ αὐτούς
καταδέχτηκαν νά ξεφυλλίσουν τήν ἱστορία, δέν ἔμαθαν ποιό ἦτο
τό τέλος, ἡ «πληρωμή», ὅλων αὐτῶν τῶν προδοτῶν.
3.
Διότι αὐτό
μᾶς βεβαιώνουν τά παιδιά μας. Ἐμεῖς οἱ
μεγαλύτεροι, νομίζομε ὅτι μόνοι πλέον κρατᾶμε τήν σημαία τῆς ἀντίστασης
καί φυλάσσομε «Θερμοπύλες». Πιστεύομε, ὅτι μόνοι μας ὑψώνομε φωνή
σέ ἕνα κόσμο πού καθ’ ἡμᾶς «χάνεται». Αὐτό ἴσως
κάπου μᾶς προβληματίζει, γιά νά μή εἴπω μᾶς λυγίζει.
Εὐτυχῶς
ὅμως, πού κάνομε λάθος καί μάλιστα μεγάλο. Κοιτᾶξτε, μπροστά μας,
γύρω μας, πόσοι ξεφύτρωσαν ἤδη, πόσοι γεννιοῦνται καί πόσοι ἑτοιμάζονται
νά γεννηθοῦν, οἱ ὁποῖοι θέλουν καί πάλι εὐτυχῶς,
ὄχι ἁπλῶς νά μᾶς ἀκολουθήσουν, ἀλλά νά
τρέξουν πρίν ἀπό μᾶς. Τούς ἀκοῦτε; φωνάζουν. «Δῶστε μας τήν σκυτάλη τῶν ἀγώνων,
δέν μποροῦμε πιά νά ἀντέξωμε “τήν ὕβρη”. Φτάνει “ἡ
προπαγάνδα”, ζητᾶμε τήν λευτεριά, πού μᾶς ἐστέρησαν».
Ναί αὐτή
εἶναι ἡ χαρά μας καί γι’ αὐτό ἔγραψα ὡς τίτλο, τοῦ
παρόντος ἄρθρου, «Καί ὅμως ὑπάρχει
ἐλπίδα, γιατί ὑπάρχει ἀντίσταση».
Τό βλέπω στά
μάτια τῶν παιδιῶν μας, πού ζητοῦν κάτι διαφορετικό. Μᾶς
τό λένε, γιατί μᾶς ἔχουν πλέον ἐμπιστοσύνη. Τό φωνάζουν: «Δέν εἶναι αὐτή ἡ Ἑλλάδα,
δέν εἶναι αὐτή ἡ Πατρίδα μας, ὅπως τήν κατάντησαν. Εἶναι
ἡ ἄλλη, ἡ ἐλεύθερη, ἡ ἀδούλωτη καί ὑπερήφανη.
Εἶναι ἐκείνη πού μᾶς παρέδωσαν οἱ μάρτυρες πρόγονοί
μας. Αὐτή θέλομε, καί αὐτή θά ξαναφτιάξωμε». Ἤ τί λέγω,
δέν τούς ἄκουσα καλά καί τούς ζητῶ συγγνώμη. Αὐτοί φωνάζουν: «Ἐμεῖς εἴμαστε ἡ ἀδούλωτη
Ἑλλάδα καί δέν θά μᾶς νικήσουν ποτέ καί μέ τίποτε». Τό ἄκουσα
πολλές φορές, τώρα τό προσέχω περισσότερο. Γι αὐτό εἶμαι αἰσιόδοξος.
Τό βλέπω πιά σέ γιορτὲς ποὺ γίνονται καὶ εἶναι ἐμπνευσμένες
ἀπ’ αὐτὸ τὸ πνεῦμα. Τό βλέπομε κάθε φορά στά
μάτια τῶν παιδιῶν μας πού μετέχουν στίς παραδοσιακές καί ἐθνικές
τελετές καί ἑορτές, στά μάτια τῶν νεανικῶν ὁμάδων τῶν
ἐνοριῶν μας, στά πρόσωπα ὅλων τῶν νέων.
Τὸ
ἄκουσα, τὸ εἶδα, τὸ ἔζησα μαζὶ μὲ
χιλιάδες ἄλλους πρὶν ἀπὸ λίγες ἡμέρες, στὸ
προαύλιο τοῦ Δημοτικοῦ Σχολείου τοῦ Σουλίου Πατρῶν, ποὺ
εἶχε μετατραπεῖ σὲ ναὸ τῆς Ἑλληνικῆς
ψυχῆς καὶ λεβεντιᾶς, μέσα ἀπὸ τὸν ὁποῖο,
μικροὶ καὶ μεγάλοι διετράνωσαν μὲ τὸν παθιασμένο ἀπὸ
ἀγάπη γιὰ τὸ Χριστὸ καὶ τὴν Ἑλλάδα
λόγο τους, μὲ τοὺς παραδοσιακοὺς λεβέντικους χορούς, ὅτι
«ἡ Ἑλλάδα ποτὲ δὲν
πεθαίνει...».
Ἐκείνη
τὴν ὥρα, ζῶντας αὐτὴ τὴν «ἀντιστασιακὴ»
λαμπρή Ἑλληνικὴ γιορτὴ καὶ βλέποντας καὶ τὰ
νήπια νὰ χορεύουν, εἶπα, «Ἐκ στόματος νηπίων καὶ
θηλαζόντων κατηρτίσω αἶνον... ἔνδοξη Ἑλλάς».
Καὶ
καθὼς χόρευαν καὶ τραγουδοῦσαν παιδιὰ ἀπὸ
διάφορα μέρη τῆς Ἑλλάδος, ζωντανεύοντας τὶς ἡρωικὲς
μνῆμες τῆς ἀδούλωτης ψυχῆς, ἤκουα τὸν Ἀρχιεπίσκοπο
Ἱερώνυμο ἀπὸ τὴν Φλώρινα, ὅπου σημειολογικὰ,
οὐσιαστικὰ καί δυναμικά ἐξέφραζε, ὅπως πρέπει σέ Ἕλληνα
Ἱεράρχη, ὄχι μόνο τὰ δικά του μύχια αἰσθήματα, ἀλλὰ
καὶ ὅλων τῶν Ἑλλήνων τὴν βαθειὰ ἀφοσίωση
στὰ ἱερὰ καὶ τὰ ὅσια τοῦ γένους μας. Ἐξέφραζε
τόν Ἕλληνα πατέρα, τήν Ἑλληνίδα μάνα, τόν Ἕλληνα παπά, τόν Ἕλληνα
δάσκαλο...
«Κυρά μου τὰ παιδιὰ εἶναι δικά
μου, τὰ παιδιὰ εἶναι δικά μας. Ποιὰ εἶσαι ἐσὺ
ποὺ θὰ βγάλῃς ἐγκύκλιο χωρὶς νὰ ρωτήσῃς
αὐτοὺς ποὺ πάλεψαν καὶ παλεύουν σ’ αὐτὸ τὸν
τόπο γι’ αὐτὸ τὸ χῶρο; Ποιὸ εἶναι τὸ
δικαίωμά σου, πού ἐσὺ θὰ ἀποφασίζῃς, ὅτι δὲν
θὰ ἐκκλησιάζονται τὰ παιδιά; Τοὺς ρώτησες τοὺς
γονεῖς;...»
Μακαριώτατε,
ἐπικροτοῦμε τά ὅσα εἴπατε, σᾶς συγχαίρομε καί
προσθέτουμε:
«Ναί, ποιούς ρώτησες, κυρά μου; Ρώτησες τούς γονεῖς,
τούς δασκάλους; Ρώτησες, τά ἴδια τά παιδιά; Ἄντε κυρά μου καί σύ
καί οἱ ὅμοιοί σου από κεῖ πού ἤρθατε... Σάν δέν ἐντρέπεστε...»