Μια γλυκύτατη και θαυματουργή εικόνα της μεγάλης Μάνας, της Υπεραγίας Θεοτόκου. Ο νέος άναψε ένα κερί. Σεβαστικά πλησίασαν και οι δύο. Το γλυκύτατο πρόσωπο φωτίστηκε. Ξεπρόβαλαν τα μεγάλα μάτια με τη χαρμολύπη στις κόγχες τους, το πάνσεπτο μικρό στόμα, το ποθεινότατο πρόσωπο του Υιού της. Η χήρα μάνα γονάτισε. Από πίσω κι ο γιος. «Υπεραγία Θεοτόκε, βοήθησέ μας». Είπαν κι άλλα. Είπαν πολλά με την καρδιά και τα χείλη. Σ’ Εκείνη και το Γλυκύτατο Υιό της είχαν αποθέσει όλη τους τη μέριμνα και την ελπίδα. Εκεί έρχονταν κάθε βράδυ αψηφώντας τη διαταγή. Μόνο εκεί, μόνοι, με το Θεό μόνο, ένοιωθαν ότι ζούσαν πραγματικά. Δεν έμειναν όμως για πάντα αόρατοι. Οι άνθρωποι του Αυτοκράτορα έκαναν καλά τη δουλειά τους. Τους είδαν; Τους πρόδωσαν; Πάντως την άλλη μέρα ήρθε διαταγή να παρουσιαστούν. Σπάραξε η καρδιά της μάνας. Όχι για κείνη. Μα για την εικόνα, για το παιδί της. Η ίδια ήταν αποφασισμένη. Μεσολαβούσε μια νύχτα ακόμη. Ίσως η τελευταία σωτήρια νύχτα. Έπρεπε να παρθούν σκληρές, μα δυναμικές αποφάσεις. Γονάτισε. Έκανε την προσευχή της. Ο αέρας σφύριζε δυνατά. Πέρα μακριά το κύμα ξεσπούσε αγριεμένο. Ήταν σαν να την προκαλούσε. Η μεγάλη απόφαση πάρθηκε. - «Πάμε», είπε στο γιο της. «Πάμε ν’ αποχαιρετήσουμε την Παναγία». Γλίστρησαν ξανά και χώθηκαν στα σκοτάδια. Μετά από πολλή ώρα, τρεις σκιές στέκονταν στην παραλία. Η μία ήταν η Παναγία. Αγκάλιασαν την εικόνα. Την ασπάστηκαν. Την αποχαιρέτησαν χύνοντας δάκρυα πικρά. Ύστερα τη σήκωσε στην αγκαλιά της η μάνα. Έβαλε όση της απέμεινε δύναμη, ανέβηκε σε μια πέτρα και πέταξε την εικόνα στο κύμα. - «Συγχώρα με, Παναγιά μου. Όσο μπόρεσα σε φύλαξα. Τώρα φυλάξου μόνη σου». Βαρύς ακούστηκε ο παφλασμός στα νερά. Η μεγάλη Εικόνα στροβιλίστηκε δυο τρεις φορές και ύστερα σηκώθηκε ορθή. Ήταν σαν να περπατούσε στα κύματα γυρισμένη προς το μέρος τους. Φαινόταν καθαρά στο σκοτάδι, σα φωτεινή στήλη. Έφευγε προς τα δυτικά. Έμεναν ακίνητοι με θολωμένα από τα δάκρυα μάτια να τη βλέπουν να αρμενίζει και να μακραίνει. Κι όταν στο τέλος έμεινε μια φωτεινή κουκίδα, ένα πολύ μικρό αστεράκι και χάθηκε στο βάθος του ορίζοντα, «στο καλό, Παναγία μου» σιγομουρμούρισαν κάνοντας το σταυρό τους και κοιτάχτηκαν μάνα και γιος στο πρόσωπο. Και τώρα; Τι θα γινόταν τώρα; Πρώτη έλυσε η μάνα τη σιωπή. - «Φύγε, παιδί μου. Φύγε να σωθείς. Δεν υπάρχει τόπος εδώ για μας. Εγώ θα μείνω να μαρτυρήσω την πίστη στο Χριστό. Εσύ όμως είσαι νέος. Πρέπει να ζήσεις. Φύγε. Από χωριό σε χωριό κι από βουνό σε βουνό. Η Παναγία θα σου δείξει τόπο να σταθείς». Στανικώς και με παρακάλια έκανε το παιδί της να φύγει. Η μάνα έμεινε να κοιτάζει μια τη στράτα που χάθηκε ο γιος, μια τα κύματα που κρύψαν την εικόνα. «Παναγία μου, φύλαξέ τον, και φυλάξου», ήταν ο τελευταίος της λόγος. Ύστερα πήρε το δρόμο για τον Κριτή. Ο γιος σώθηκε. Πέρασε τόπους πολλούς, χωριά και πολιτείες. Πουθενά δεν αναπαύτηκε. Ήθελε να ριζώσει κάπου με ξάγναντο τη θάλασσα, ν’ αντικρίζει απέναντι την πατρίδα, να αναζητεί στα κύματα την Παναγία, που πίστευε πως θα ‘ρχόταν κάποτε από το πέλαγος. Έφτασε στο Άγιο Όρος. Έγινε μοναχός και ηγούμενος στη μονή Ιβήρων. Μεγάλωσε, άσπρισαν τα μαλλιά και τα γένια του και η Παναγία δεν είχε ακόμη φανεί. Έκλεισε μια μέρα τα μάτια του μ’ αυτή τη λαχτάρα και προσμονή. Οι πατέρες στη Μονή των Ιβήρων ήταν προϊδεασμένοι. Γνώριζαν για το μεγάλο Θησαυρό που είχε πέσει στη θάλασσα. Δεν ήξεραν όμως πού βρήκε αραξοβόλι. Ώσπου κάποιο βράδυ, το έτος 1004, ημέρα Τρίτη της Διακαινησίμου, παρουσιάστηκε στη θάλασσα ένα εξαιρετικό φαινόμενο. Οι μοναχοί πλησίασαν στην παραλία και έβλεπαν καθαρά ένα πύρινο στύλο να στέκεται πάνω σε μια εικόνα της Παναγίας. Θερμά παρακαλούσαν την Παναγία να τους χαρίσει την αγία εικόνα Της. Μα όσο πλησίαζαν με τα πλοιάρια, τόσο εκείνη απομακρυνόταν. Ο Γέροντας Γαβριήλ ήταν Ιβηρίτης. Αυτόν διάλεξε η Παναγία. Εμφανίστηκε σε όραμα λέγοντάς του: - «Γαβριήλ, πιστέ δούλε του ηγαπημένου Υιού και Θεού μου, κοινοποίησον τω προεστώτι και τοις αδελφοίς ότι βούλομαι να δώσω αυτοίς την εικόνα μου, όπως σκέπη και βοηθή αυτοίς. Είσελθε εις την θάλασσαν και περιπάτησον επί των κυμάτων, επεί φέρεις το όνομα του νυμφαγωγού μου Αρχαγγέλου Γαβριήλ, και τότε γνωρίσουσι πάντες την εμήν θέλησιν και ευδοκίαν προς το μοναστήρι σας». Κόντευε να ξημερώσει. Αγνάντεψε κατά τη θάλασσα. Ένα φως ακίνητο έφεγγε στα νερά της. Γρήγορα πήρε τον κατήφορο. Δεν κατάλαβε πότε έφτασε στην παραλία. Περπάτησε με τα γόνατα πάνω στα κύματα και παρέλαβε τον ανεκτίμητο Θησαυρό. Στο μεταξύ είχαν κατέβει και οι άλλοι πατέρες. Όλη η συνοδεία με τα εξαπτέρυγα και τα θυμιατά. Οι καμπάνες χτυπούσαν χαρμόσυνα. Τέτοια χαρά δεν είχε ξαναγίνει στην Ιβήρων. Την απέθεσαν στην Εκκλησία. Γύρω της όλα λαμποκοπούσαν. Οι μοναχοί και οι ιερομόναχοι. Οι Άγιοι απ’ τις τοιχογραφίες. Τα έμψυχα και τα άψυχα. Όλα τραγουδούσαν: «Καλώς όρισες, Κυρά, στο σπίτι το δικό μας». Μα η χαρά τους δοκιμάστηκε πολύ, όταν την άλλη μέρα δε βρήκαν την εικόνα στη θέση της. Έψαξαν με πόνο και αγωνία, ώσπου τη βρήκαν στα τείχη της Μονής πάνω από την πόρτα. Τη μετέφεραν και πάλι στο ναό. Μα εκείνη επέστρεψε ξανά στα τείχη. Την απορία τους έλυσε η ίδια η Παναγία σε όραμα του Οσίου Γαβριήλ. - «Ειπέ τοις αδελφοίς ίνα μη με ενοχλούν του λοιπού, καθότι εγώ δεν επιθυμώ να φυλάττωμαι από υμάς, αλλ’ ίνα εγώ φυλάττω υμάς, ου μόνον εις την παρούσαν ζωήν, αλλά και εις την μέλλουσαν και να ελπίζωσιν εις την ευσπλαγχνίαν του Υιού μου και Δεσπότου άπαντες οι εν τω όρει τούτω εναρέτως μετ’ ευλαβείας και φόβου Θεού ζώντες μοναχοί». Γέμισαν οι πατέρες από ανεκλάλητη χαρά και ψυχική αγαλλίαση, σαν άκουσαν το λόγο αυτό. Έχτισαν παρεκκλήσιο δίπλα στην πύλη της Μονής και τοποθέτησαν εκεί, σε ιδιαίτερο λαμπρό προσκυνητάρι, τη θαυματουργή εικόνα της Παναγίας της Πορταΐτισσας. Και από τότε όποιος Αγιορείτης ή προσκυνητής περνάει την πόρτα της Μονής των Ιβήρων σταματά με σέβας και ευγνωμοσύνη μπροστά στην Υπεραγία Θεοτόκο χαιρετίζοντάς την αγαπητικά. «Χαίρε, Πύλη Αδιόδευτε Χαίρε, η Θύρα του Παραδείσου Χαίρε, Νύμφη Ανύμφευτε».
από : Εδώ