π. Θεμιστοκλής Μουρτζανός
Μικρότεροι και μεγαλύτεροι νιώθουμε συχνά το τσίμπημα της ζήλειας στον νου και την καρδιά μας.
Παρότι είναι ξεκάθαρη η εντολή της Παλαιάς Διαθήκης να μην επιθυμήσουμε ό,τι ανήκει στον πλησίον μας, να μην ζηλέψουμε όχι μόνο τα αγαθά του, αλλά και τα χαρίσματά του, όπως επίσης και το ποιος είναι και με ποιους σχετίζεται, εμείς αισθανόμαστε έναν βαθύ πειρασμό στην ψυχή μας, δύο όψεων: την ολιγόστευση της χαράς γι’ αυτό που είμαστε και γι’ αυτό που έχουμε, αλλά και την εκζήτηση εκείνου που δεν είμαστε και που δεν μας ανήκει, κάποτε με τρόπο που διαγράφει την ελευθερία του άλλου και το κριτήριο της αγάπης.
Τα μεγαλύτερα αδέρφια που ζηλεύουν τα μικρότερα, ο φθόνος για τον άριστο στην σχολική τάξη και στο πανεπιστημιακό αμφιθέατρο, η κατάκριση στην εργασία για εκείνον που είναι ικανός και προοδεύει και η μείωση της επιτυχίας του, ο φόβος μήπως χάσουμε αυτόν ή αυτήν που σχετιζόμαστε μαζί διότι θα μας εγκαταλείψει για ένα τρίτο πρόσωπο, είναι όψεις του πάθους της ζήλειας. Κυριαρχούν συγκρούσεις, υπονομεύσεις, κακίες και εμπάθειες, ένας λογισμός ανταγωνισμού και συνεχής ένταση του εαυτού μας που αισθάνεται ανασφαλής και απειλούμενος, επειδή δεν είναι και δεν έχει.
Η εποχή μας στηρίζει την δόξα του καταναλωτικού πολιτισμού στην ζήλεια που γεννά επιθυμία μετοχής στα υλικά αγαθά. Η διαφήμιση γεννά την ανάγκη να μην μου λείψει το προβαλλόμενο προϊόν. Αν ζηλεύω κιόλας αυτόν που το έχει, επειδή ταυτίζω το προϊόν με την ευτυχία, αν θεωρώ ότι κατέχοντάς το είμαι κι εγώ άνθρωπος του καιρού, τότε θα κάνω τα πάντα για να το αποκτήσω, για να μη υστερώ. Ταυτίζω, συνειδητά ή ασυνείδητα,  το ποιος είμαι με το τι έχω κι έτσι ο καταναλωτισμός θριαμβεύει!…
Η ΣΥΝΕΧΕΙΑ ΤΟΥ ΚΕΙΜΕΝΟΥ ΕΔΩ