Σὲ αὐτὸ τὸ μοναστήρι ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς διῆλθε μὲ ὅλες του τὶς δυνάμεις τὸν ἀσκητικὸ βίο μέχρι τὸ πεντηκοστὸ τρίτο χρόνο τῆς ἡλικίας του. Ἀγαποῦσε ὅμως τὴν ἐρημικὴ καὶ ἡσυχαστικὴ ζωή. Θέλοντας νὰ ἀγωνιστεῖ περισσότερο πνευματικά, ἀποφάσισε νὰ ἐγκατασταθεῖ στὴ μονὴ τοῦ Τιμίου Προδρόμου στὸν Ἰορδάνη ποταμό. Ἐκεῖ ἀφιερώθηκε στὴ αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ νηστεία. Ἡ πύλη τοῦ μοναστηριοῦ ἔμενε πάντα κλειστή, γιὰ νὰ μποροῦν οἱ μοναχοὶ νὰ προσεύχονται καὶ νὰ ἀσκοῦνται ἀπερίσπαστοι. Ἄνοιγε μόνο ὅταν κάποιος μοναχὸς εἶχε μεγάλη ἀνάγκη νὰ ἐξέλθει τῆς μονῆς, ἀλλὰ αὐτὸ ἦταν σπάνιο, γιατί τὸ μοναστήρι ἦταν στὴν ἔρημο καὶ ἡ περιοχὴ ἄγνωστη καὶ δύσκολη στὸ πέρασμά της.
Κατὰ
τὴν περίοδο τῆς Μεγάλης Τεσσαρακοστῆς ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς ἀναχωροῦσε γιὰ
τὴν ἔρημο, ὅπου κατ’ εὐδοκίαν τοῦ Θεοῦ συνάντησε τὴν Ὁσία Μαρία τὴν
Αἰγυπτία († 1 Ἀπριλίου), στὴν ὁποία μετάδωσε τὰ Ἄχραντα Μυστήρια καὶ κήδευσε.
Ὁ Ὅσιος Ζωσιμᾶς κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη σὲ βαθὺ γῆρας.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος γ’. Θείας πίστεως.
Θάμβους
πέπλησαι, ὅτε κατεῖδες, τὴν θεόφρονα, σεμνὴν Μαρίαν, ἐν ἐρήμῳ Ζωσιμᾶ
ὥσπερ ἄγγελον· διακονήσας δὲ ταύτῃ θερμότατα, τῆς ἄνω δόξης ὁμοῦ
ἠξιώθητε· μεθ’ ἧς πρέσβευε, Κυρίῳ τῷ Παντοκράτορι, δωρήσασθαι ἡμῖν τὸ
μέγα ἔλεος.
Κοντάκιον. Ἦχος δ’. Ὁ ὑψωθεὶς ἐν τῷ Σταυρῷ.
Τῆς
ἐγκρατείας καθαρθεὶς ταῖς ἰδέαις, ἱερωσύνης τῷ φωτὶ κατηυγάσθης, καὶ τῷ
Θεῷ ὁσίως ἐλειτούργησας· ὅθεν σε ὁ ἄναρχος, ἀμειβόμενος Λόγος, Μαρίαν
σε ἠξίωσεν, ἐφευρεῖν τὴν Ὁσίαν· μαθ’ ἧς δυσώπει Πάτερ Ζωσιμᾶ, πᾶσι
δοθῆναι, πταισμάτων συγχώρησιν.
Μεγαλυνάριον.
Χαίροις
ἐναρέτων ἔργων φωστήρ, καὶ κατορθωμάτων, οὐρανίων μυσταγωγέ· χαίροις ὁ
κηδεύσας, Μαρίαν τὴν Ὁσίαν, Πατέρων χαῖρε κλέον, Ζωσιμᾶ Ὅσιε.