Ὁ
Ὅσιος, κατὰ παράκληση τῆς μητέρας του, νυμφεύθηκε σὲ νεαρὴ ἡλικία τὴν
εὐσεβὴ καὶ πλούσια Μεγαλώ. Ὁ γάμος αὐτός, ποὺ ἦταν ἀντίθετος γιὰ τὴ
μοναχικὴ ζωὴ ποὺ ἐπιθυμοῦσε ὁ Ὅσιος, διαλύθηκε. Ἡ μὲν σύζυγος αὐτοῦ
ἔγινε μοναχὴ στὴ μονὴ τῆς Πριγκίπου καὶ μετονομάσθηκε Εἰρήνη, ὁ δὲ Ὅσιος
κατέφυγε, τὸ 781 μ.Χ., στὴ μονὴ τοῦ Μεγάλου Ἀγροῦ στὴ Σιγριανὴ καὶ ἐκεῖ
ἐκάρη μοναχὸς ὑπὸ τοῦ ἡγουμένου αὐτῆς.
Ἀπὸ
τὴ μονὴ αὐτή, ὡς λόγιος καὶ ἐνάρετος μοναχός, προσκλήθηκε μαζὶ μὲ
ἄλλους ἡγουμένους διαπρεπεῖς, τὸν ἡγούμενο τῆς μονῆς Σακουδίωνος
Πλάτωνα, τοὺς μοναχοὺς Νικηφόρο καὶ Νικήτα ἀπὸ τὴ μονὴ Μηδικίου, τὸ
μοναχὸ Χριστόφορο ἀπὸ τὴ μονὴ τοῦ Μικροῦ Ἀγροῦ, στὴν Ἑβδόμη Οἰκουμενικὴ
Σύνοδο τῆς Νίκαιος, τὸ ἔτος 787 μ.Χ. Ὅταν ἐπανῆλθε στὴ μονή του,
ἐγκατέστησε ἡγούμενο τὸν μοναχὸ Στρατήγιο καὶ ἐκεῖνος ἀποσύρθηκε στὴν
ἀπέναντι νῆσο Καλώνυμον, ὅπου ἵδρυσε μεγάλη μονὴ καὶ ἐκεῖ, ἀφοῦ
ἐγκαταβίωσε ἐπὶ ἑξαετία, ἀσχολήθηκε μὲ τὴν καλλιγραφία καὶ τὶς
συγγραφές. Ἀλλὰ ἀτυχῶς ἡ ὑγεία του προσβλήθηκε ἀπὸ ὀξεῖα λιθίαση. Σὲ
αὐτὴ τὴν χαλεπὴ κατάσταση δὲν παρέλειψε νὰ μεταβεῖ στὴν
Κωνσταντινούπολη, ὅταν προσκλήθηκε ὑπὸ τοῦ Λέοντος τοῦ Ἀρμενίου (813 –
820 μ.Χ.), ὁ ὁποῖος προσπάθησε διὰ τοῦ Πατριάρχη Ἰωσὴφ τοῦ εἰκονομάχου
νὰ ἑλκύσει αὐτὸν στὴν αἵρεση τῆς εἰκονομαχίας. Ὁ Ὅσιος φυσικὰ δὲν ἦταν
δυνατὸ νὰ ἀποδεχθεῖ μία τέτοια πρόταση καὶ νὰ προδώσει τὴν Ὀρθόδοξη
πίστη. Ἔτσι τὸν ἔκλεισαν σὲ σκοτεινὸ μέρος καὶ στὴν συνέχεια τὸν
ἐξόρισαν στὴ Σαμοθράκη, ὅπου μετὰ ἀπὸ εἴκοσι τρεῖς ἡμέρες κοιμήθηκε μὲ
εἰρήνη τὸ ἔτος 815 ἢ κατ’ ἄλλους τὸ 818 μ.Χ. Ἀργότερα οἱ μαθητές του
μετεκόμισαν τὰ ἱερὰ λείψανα αὐτοῦ, τὸ ἔτος 822 μ.Χ., στὴ μονή του, ὅπου
ἐτελεῖτο ἡ Σύναξη αὐτοῦ, ὅπως καὶ στὴ Μεγάλη Ἐκκλησία.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος δ’. Ταχὺ προκατάλαβε.
Θεῷ τῷ ἐν σώματι, ἐπιφανέντι ἡμῖν, ὁσίως ἐλάτρευσας δι' ἐνάρετου ζωῆς, Θεόφανες Ὅσιε· πᾶσαν γὰρ τὴν προσοῦσαν, ὕπαρξιν ἀπορρίψας, ἄθλους ὁμολογίας, τῇ ἀσκήσει συνάπτεις· ἐντεῦθεν δι' ἀμφοτέρων, φαίνεις τοῖς πέρασι.
Ἕτερον Ἀπολυτίκιον. Ἦχος πλ. δ’.
Ὀρθοδοξίας
ὁδηγέ, εὐσεβείας διδάσκαλε καὶ σεμνότητος, τῆς οἰκουμένης ὁ φωστήρ, τῶν
μοναζώντων θεόπνευστον ἐγκαλλώπισμα, Θεόφανες σοφέ· ὑπὲρ εἰκόνων ἁγίων
ἤθλησας, λύρα τοῦ Πνεύματος, Πρέσβευε Χριστῷ τῷ Θεῷ, σωθῆναι τὰς ψυχὰς
ἡμῶν.
Κοντάκιον. Ἦχος πλ. β’. Τὴν ὑπὲρ ἡμῶν.
Τῆς ζωαρχικῆς, τοῦ Λόγου θεοφανείας, σκεῦος ἐκλεκτόν, Θεόφανες καὶ θεράπων, τῷ ἐνθέῳ σου βίῳ, θεόφρον γενόμενος, τὴν Εἰκόνα τὴν ἐνσώματον, τοῦ Χριστοῦ σεπτῶς ἐτίμησας, ὁμιλήσας πολλαῖς θλίψεσιν· ἀνθ’ ὧν θαυμάτων πηγήν, εἴληφας ἐκ Θεοῦ.
Ἕτερον Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τὰ ἄνω ζητῶν.
Ἐξ
ὕψους λαβῶν, τὴν θείαν ἀποκάλυψιν, ἐξῆλθες σπουδῇ, ἐκ μέσου τῶν
θορύβων, καὶ μονάσας Ὅσιε· ἐνεργείας θαυμάτων εἴληφας, καὶ προφητείας
χαρίσματα, συμβίου καὶ πλούτου στερούμενος.
Μεγαλυνάριον.
Τῆς
θεοφανείας τῆς μυστικῆς, βίῳ ὑπερτέρῳ, θησαυρίσας τὴν μετοχήν, θέσει
ἐθεώθης, Θεοφάνες θεόφρον, καὶ ὤφθης Ἐκκλησίας, στῦλος θεόφωτος.