Ἀφοῦ μὲ τὶς πιέσεις ποὺ τοῦ ἀσκήθηκαν, δὲν κατάφεραν νὰ τὸν πείσουν νὰ ἀσπαστεῖ τὰ εἴδωλα, τὸν γύμνωσαν καὶ τὸν ἔδειραν καὶ τὸν μαστίγωσαν γιὰ τιμωρία. Μετὰ τὸν ἔριξαν στὴν φυλακὴ γιὰ ἑπτὰ ἡμέρες.
Ὕστερα ἀπὸ τὸ πέρας τῆς ἕβδομης ἡμέρας τὸν πῆγαν σὲ ἕνα εἰδωλολατρικὸ ναὸ γιὰ νὰ προσφέρει θυσίες καὶ νὰ προσευχηθεῖ. Γιατί, τοῦ εἶπε ὁ ἡγεμόνας Μάξιμος, ἀρνεῖσαι νὰ ἀσπαστεῖς τὴ λατρεία ποὺ μὲ τόση εὐλάβεια ἀκολουθοῦν οἱ σεπτοί μας αὐτοκράτορες; Ὁ Ὀρέστης δὲν δίστασε νὰ τοῦ ἀπαντήσει μὲ θάρρος ὅτι ἦταν πρόθυμος ὑπήκοος σὲ ὅτι ἀφοροῦσε τὰ πολιτικὰ καὶ ἐπίγεια πράγματα. Ἐκτὸς αὐτῶν ὅμως δὲν τοῦ ἦταν δυνατὸν νὰ παραδεχτεῖ κανέναν ἄλλον αὐτοκράτορα, πέρα ἀπὸ τὸν ἕναν ἀληθινὸ Θεό. Τότε ὁ Μάξιμος διέταξε νὰ τοῦ διαπεράσουν τοὺς ἀστραγάλους μὲ σιδερένια ἁλυσίδα, τὴν ὁποία ἔδεσαν πάνω σὲ ἕνα ἀτίθασο ἄλογο. Ὁ ἵππος ἀφέθηκε ἐλεύθερος καὶ ἄρχισε ἕναν ξέφρενο καλπασμὸ σέρνοντας τὸν Ἅγιο πίσω του, καὶ σταμάτησε μόνο ἀφοῦ διένυσε εἴκοσι χιλιόμετρα.Μὲ αὐτὸ τὸ μαρτυρικὸ τρόπο ὁ Ἅγιος Ὀρέστης παρέδωσε τὸ πνεῦμα του στὸν Κύριο.
Ἀπολυτίκιον. Ἦχος α’. Τοῦ λίθου σφραγισθέντος.
Χριστὸν
ὁμολογήσας ἐπὶ τῶν ἀσεβούντων, εἰδωλομανίας τὸ θράσος καθεῖλες
Ἀθλοφόρε, καὶ δόξης ἐγένου κοινωνός, ἀγῶνας πολυτρόπους ἐνεγκῶν· διὰ
τοῦτό σε Ὀρέστα ὡς νικητήν, τιμῶντές σοι ἐκβοῶμεν· δόξα τῷ παρασχόντι
σοι ἰσχύν, δόξα τῷ σὲ στεφανώσαντι, δόξα τῷ ἐνεργοῦντι διὰ σοῦ, πᾶσιν
ἰάματα.
Κοντάκιον. Ἦχος β’. Τοῖς τῶν αϊμάτων σου.
Τὸ
ἐν ἀθλήσει σου Μάρτυς ἀήττητον, ὁ ἀθλοθέτης Χριστὸς προσδεξάμενος, ζωῆς
σοι τὸν στέφανον δέδωκε, καὶ ἰαμάτων τὴν θείαν ἐνέργειαν, Ὀρέστα, ὁ
μόνος φιλάνθρωπος.
Μεγαλυνάριον.
Ἄρμα
φωτοφόρον καὶ λογικόν, Ὀρέστα ὡράθης, τῆς Τριάδος τῆς παντουργοῦ. Ὅθεν
ὑπ’ ἀλόγων, συρόμενος ἰθύνθης, πρὸς τὰς ὑπερκοσμίους, αὐλὰς γηθόμενος.