Ὁ Ὅσιος Θεοδόσιος τοῦ Οὔγκλιχ καταγόταν ἀπὸ τὴ Ρωσία καὶ ὁ πατέρας του ὀνομαζόταν Νικήτας καὶ ἡ μητέρα του Μαρία. Ἀπὸ τὴν παιδική του ἡλικία ὁ Ἅγιος ἔδειξε τὴν ἀγάπη του πρὸς τὸν Θεὸ καὶ τὴν Ἐκκλησία. Σπούδασε στὴ Θεολογικὴ Ἀκαδημία τοῦ Κιέβου καὶ ἔγινε Μοναχὸς στὴν Μεγάλη Λαύρα τῆς πόλεως αὐτῆς, ἀγωνιζόμενος νὰ μιμηθεῖ τὴ ζωὴ τῶν Ὁσίων Ἀντωνίου († 10 Ἰουλίου) καὶ Θεοδοσίου († 3 Μαΐου). Ὁ Ἅγιος χειροτονήθηκε διάκονος ἀπὸ τὸν Μητροπολίτη Κιέβου Διονύσιο καὶ τὸ 1662 ἔγινε ἡγούμενος τῆς μόνης Κορσοῦν τοῦ Κιέβου. Ἡ ἁγιότητα τοῦ βίου του τὸν ἀνέδειξε σὲ πνευματικὸ ὁδηγὸ καὶ τῆς ἀρχαίας Μονῆς τοῦ Κιέβου Βυντουπίτσκυ. Ἡ παρουσία τοῦ Ἁγίου συνέβαλε στὴν πνευματικὴ ἀναγέννηση τῆς περιοχῆς, ἀφοῦ πολλὰ ἀπὸ τὰ μοναστήρια εἶχαν περιέλθει στὰ χέρια τῶν Οὐνιτῶν. Πολλὲς φορὲς ἀποσυρόταν στὴν μικρὴ Σκήτη τοῦ Μιχαηλόβσινα, γιὰ νὰ ζήσει στὴν ἀπομόνωση καὶ τὴν ἡσυχία.
Τὸ
1688 ὁ Ἅγιος Θεοδόσιος ἔγινε ἡγούμενος στὴ μόνη Ἔλετσυ τοῦ Τσέρνιγκωφ. Ὁ
Ἀρχιεπίσκοπος Λάζαρος, τοῦ ὁποίου ἡ ὑγεία εἶχε κλονιστεῖ, εὐχήθηκε ὁ
Ἅγιος Θεοδόσιος νὰ ἦταν ὁ διάδοχός του. Ἔτσι καὶ ἔγινε. Ὁ Θεοδόσιος,
στὶς 11 Σεπτεμβρίου 1692, ἐξελέγη Ἀρχιεπίσκοπος τοῦ Τσέρνιγκωφ.
Ἐργάστηκε σκληρὰ γιὰ τὴν πνευματικὴ ἀνύψωση τοῦ λαοῦ του, ἵδρυσε νέες
ἐκκλησιαστικὲς κοινότητες καὶ μοναστήρια.
Ὁ
Ἅγιος Θεοδόσιος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη τὸ ἔτος 1696. Τὸ ἱερὸ λείψανό του
κατατέθηκε στὴ μόνη τῶν Ἁγίων Βορίδος καὶ Γκλὲμπ τοῦ Τσέρνιγκωφ καὶ
ἀπετέλεσε πηγὴ ἰαμάτων καὶ θαυμάτων.