Ὡς μοναχὸς ἐντυπωσίασε μὲ τὶς ἀρετές, τὴν ὑπακοή, τὴ μελέτη τῶν Ἁγίων Γραφῶν, τὴν αὐστηρὴ ἄσκηση καὶ τὴν προσευχή, τὸν ἡγούμενο Ὅσιο Κορνήλιο († 20 Φεβρουαρίου) καὶ τοὺς ἀδελφοὺς μοναχούς. Μετὰ τὴν κοίμηση τοῦ πατρός του ζήτησε τὴν εὐλογία τοῦ ἡγουμένου τῆς μονῆς, γιὰ νὰ ἐξέλθει καὶ νὰ ἀσκητέψει σὲ ἔρημο τόπο. Ἔπειτα ἀπὸ ἐρημικὴ ζωὴ εἴκοσι περίπου ἐτῶν σὲ διάφορους ἀσκητικοὺς τόπους τῆς Ρωσικῆς γῆς, ὁ Ὅσιος κατέληξε στὰ προάστια τῆς Μόσχας Νόβγκοροντ καὶ Πσκόφ, ὅπου ζοῦσε μὲ προσευχὴ καὶ νηστεία.
Μετὰ
ἀπὸ διαδοχικὰ θεία σημεῖα καὶ ὁράματα τῆς Θεοτόκου, ἵδρυσε μονὴ καὶ
ἀνήγειρε δύο ναοὺς στὴ Λευκὴ Λίμνη, ἐνῷ ἡ ὁσιακὴ πολιτεία του προσείλκυε
νέους ἀδελφοὺς γύρω του. Ὁ Ἅγιος Θεὸς τὸν προίκισε μὲ τὸ χάρισμα τῆς
θαυματουργίας καὶ τῆς διακρίσεως.
Ὁ
Ὅσιος Κύριλλος κοιμήθηκε μὲ εἰρήνη, ἀφοῦ προαισθάνθηκε τὸ τέλος του, τὸ
ἔτος 1532. ἡ Ἐκκλησία ἑορτάζει τὴ μνήμη του στὶς 15 Ἰουνίου καὶ στὶς 7
Νοεμβρίου.