Το
Σάββατο 5 Ιανουαρίου το απόγευμα ο Σεβασμιώτατος Μητροπολίτης Βεροίας,
Ναούσης και Καμπανίας κ. Παντελεήμων χοροστάτησε στον πανηγυρικό
εσπερινό των Θεοφανείων στον Ιερό Ναό Αγίων Αναργύρων Βέροιας. Τον θείο
λόγο κήρυξε ο Αρχιμανδρίτης Γρηγόριος Μάζας.
Στο
τέλος του εσπερινού ο Σεβασμιώτατος προέβη σε χειροθεσία νέου Αναγνώστη
που διακονεί στο Ιερό Βήμα της ενορίας, ενώ ακολούθησε η κοπή της
βασιλόπιτας της ενορίας.
ΓΙΑ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΕΣ ΚΑΝΤΕ ΚΛΙΚ ΕΔΩ
Η ομιλία του Αρχιμ.Γρηγορίου Μάζα :
«Ἀγάλλου ὁ Ἀδάμ, σὺν τῇ Προμήτορι… καὶ γὰρ γυμνοὺς ἰδὼν ὑμᾶς ἐπέφανεν, ἵνα ἐνδύσῃ τὴν πρώτην στολήν. Χριστός ἐφάνη, τὴν πᾶσαν κτίσιν, θέλων ἀνακαινίσαι».
Σεβασμιώτατε Πάτερ καὶ Δέσποτα,
Σεβαστοὶ πατέρες,
Ἀγαπητοὶ ἐν Χριστῷ ἀδελφοί,
Δοξάζουμε
τὸν Θεό, ὁ ὁποῖος μᾶς ἀξίωσε καὶ ἐφέτος νὰ ἑορτάσουμε τὴν λαμπρὴ ἑορτὴ
τῶν Θεοφανείων, τῆς Θείας Ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ, τῆς Βαπτίσεως τοῦ
Θεανθρώπου, «ἶνα δικαιωθέντες τῇ ἐκείνου χάριτι κληρονόμοι γενώμεθα κατ’
ἐλπίδα ζωῆς αἰωνίου».
Ἡ
ἑορτὴ τῆς Θείας Ἐπιφανείας τοῦ Χριστοῦ προεικονίζει μεταξὺ ἄλλων, δύο
γεγονότα τῆς σωτηρίας τοῦ ἀνθρωπίνου γένους: τὴν ἐπὶ Σταυροῦ θυσία τοῦ
Χριστοῦ καὶ τὸ θεῖο δῶρο τοῦ καθαροῦ καὶ φωτεινοῦ «ἐνδύματος τῆς
ἀφθαρσίας» μὲ τὸν ὁποῖο ὁ Φωτοδότης εἰσαγάγει τοὺς ἀνθρώπους στὸν
«κεκοσμημένο νυμφῶνα» Του καὶ στὸ Μεγάλο Δεῖπνο τῆς Βασιλείας τοῦ Θεοῦ
Πατέρα. Θὰ μπορούσαμε τὴν παροῦσα ἑορτὴ νὰ τὴν ὀνομάσουμε ἑορτὴ τῆς ἐν
Χριστῷ ἐνδύσεως τοῦ Ἀδὰμ - ἀνθρώπου ἤ, ἀκόμα καὶ ἑορτὴ τῆς δικῆς μας
προσωπικῆς πνευματικῆς φώτισης καὶ ἀναδημιουργίας.
Ὁ
Θεὸς φανερώνεται στὸν κόσμο γιὰ νὰ ἐνδύσει τὸν ἄνθρωπο μὲ τὸ ἔνδυμα τῆς
ἀφθαρσίας, ποῦ φοροῦσε ὁ Ἀδὰμ στὸν Παράδεισο. Ἐπίσης, ὁ Χριστὸς
φανερώνεται γιὰ νὰ ἀναγεννήσει καὶ νὰ ἀνανεώσει ὁλόκληρη τὴν δημιουργία.
Θεῖο μυστήριο καὶ ὑψηλὸ ποὺ δημιουργεῖ λαμπρότητα. Διότι ἡ ἁγία ἡμέρα
τῶν Φώτων, στὴν ὁποίαν ἔχουμε φθάσει, ἔχει μὲν ὡς ἀρχὴ τὸ Βάπτισμα τοῦ
Χριστοῦ μας, τοῦ ἀληθινοῦ Φωτὸς «τὸ ὁποῖο φωτίζει κάθε ἄνθρωπο ποῦ
ἔρχεται στὸν κόσμο», ἀλλὰ πραγματοποιεῖ δὲ καὶ τὴν δική μας πνευματικὴ
κάθαρση βοηθῶντας τὸ φῶς ποῦ ἔχουμε λάβει ἀπὸ τὸν Θεὸ κατὰ τὴ δημιουργία
μας καὶ τὸ ἔχουμε κάνει νὰ σκοτεινιάσει καὶ νὰ ἀδυνατίσει, νὰ γίνει
ξανὰ γιὰ τὸν ἄνθρωπο χιτῶνας φωτεινὸς καὶ πηγὴ ζωῆς αἰωνίου.
Ὁ
ἄνθρωπος, μετὰ τὴν δημιουργία του ἀπὸ τὸν Πλάστη, ζοῦσε στὸ φῶς τῆς
θείας χάριτος καί, ἐν εὐφροσύνῃ, σὲ κοινωνία μὲ τὸν Δημιουργὸ καὶ μὲ
ὁλόκληρη τὴν δημιουργία. Θὰ μπορούσαμε νὰ ποῦμε, ὅτι ὁ Ἀδὰμ ἦταν ἕνας
φωτεινὸς ἀστέρας ποῦ ταξίδευε στὴ γῆ, διότι ὁ ἴδιος ὁ Ἀδὰμ ἦταν
ἐνδεδυμένος μὲ τὴν φωτοφόρο δόξα τοῦ Θεοῦ στὴν ὁποία συμμετεῖχε.
Μετὰ
ἀπὸ τὴν πτώση τοῦ Ἀδὰμ αὐτὸ τὸ φῶς, τὸ θεῖο φῶς τῆς παρουσίας τοῦ Θεοῦ
στὴ ζωή του, ἀδυνατεῖ, σκοτεινιάζει καὶ ὁ ἴδιος ὁ ἄνθρωπος ἀποξενώνεται
ἀπὸ τὸν Θεό. Μακριὰ ἀπὸ τὸ Φῶς γίνεται εὐάλωτος καὶ θνητός.
Ὁ
Θεὸς ὅμως δὲν τὸν ἐγκαταλείπει. Καὶ μετὰ ποὺ ὁ ἄνθρωπος ἀπορρίπτει τὴν
στολὴ τοῦ φωτός, ὁ Θεὸς τοῦ χαρίζει τὸν δερμάτινο χιτῶνα διότι ὁ
ἄνθρωπος, χάνοντας τὴν ἐπικοινωνία μὲ τὸν Θεό, αἰσθάνεται γυμνὸς καὶ
νιώθει τὴν ἀνάγκη νὰ σκεπάσει τὸν ἑαυτό του. Καὶ αὐτό, γιατί ἡ γυμνότητα
στὸν Ἀδὰμ σημαίνει ὄχι μόνο ἔλλειψη ἐνδυμασίας, ἀλλὰ καὶ πνευματικὴ καὶ
ἠθικὴ ἀδυναμία καθὼς καὶ ἔλλειψη προστασίας, χαρισμάτων καὶ ἀρετῶν. Ὁ
ἅγιος Ἀνδρέας Κρήτης ἱστορεῖ τὴν νέα κατάσταση τοῦ ἀνθρώπου σὲ ἕνα ἀπὸ
τὰ τροπάρια τοῦ Μεγάλου Κανόνος: «Κατέρραψε τοὺς δερματίνους χιτῶνας / ἡ
ἁμαρτία καμοί, / γυμνώσασα μὲ τῆς πρὶν / θεοϋφάντου στολῆς» (Ἕραψε τοὺς
δερμάτινους χιτῶνες / καὶ σὲ μένα ἡ ἁμαρτία, / ἀφοῦ νωρίτερα μὲ γύμνωσε
/ ἀπ’ τὴ θεοΰφαντη στολή μου). Συνεπῶς, ὁ Θεὸς ἐξόρισε τὸν Ἀδὰμ ἀπὸ
τὸν παράδεισο γιὰ νὰ μὴν ζήσει αἰώνια στὴν ἁμαρτία καὶ τοῦ ὑποσχέθηκε
ὅτι θὰ τοῦ στείλει τὸν Λυτρωτὴ καὶ Σωτῆρα ὁ ὁποῖος θὰ νικήσει τὸ κακό.
Μὲ
τὸν ἐρχομὸ τοῦ Μεσσία, ὁ Θεὸς ἐνδύεται τὴν ἀνθρώπινη σάρκα, τὴν παλαιὰ
στολή, γιὰ νὰ μπορέσουμε ἐμεῖς οἱ πεσμένοι ἐν ἁμαρτίᾳ ἄνθρωποι νὰ τὸν
βλέπουμε, νὰ τὸν ἀκοῦμε καὶ νὰ τὸν ἀκολουθοῦμε. Ὁ ἅγιος Ἐφραὶμ ὁ Σύρος
λέγει χαρακτηριστικά: «Αὐτὸς ᾖλθε γιὰ νὰ δώσει αὐτὸ ποῦ τοῦ ἀνήκει καὶ
νὰ λάβει αὐτὸ ποῦ ἀνήκει σὲ μᾶς. Μᾶς χάρισε ἐμᾶς τοὺς θνητοὺς τὴν αἰώνια
ζωὴ διὰ τοῦ Θανάτου Αὐτοῦ, τοῦ πάντοτε ζῶντος». Στὴν ἀγκαλιὰ τοῦ
Σταυροῦ συμπεριλαμβάνονται ὅλοι οἱ ἄνθρωποι ἀπὸ τὸν Ἀδὰμ καὶ μέχρι τῆς
συντελείας τῶν αἰώνων.
Ἡ
ἑορτὴ τῶν Θεοφανείων προεικονίζει τὴν στιγμὴ κατὰ τὴν ὁποία ὁ Χριστὸς
διὰ τοῦ Σταυροῦ ἀνανεώνει πνευματικὰ καὶ ἀναδημιουργεῖ τὴν ἀνθρώπινη
φύση. Ὁ Θεὸς καλύπτει τὸ ἀόρατο Πρόσωπό Του μὲ τὸν δερμάτινο χιτῶνα,
ἐνδύοντας τὴν ἀνθρώπινη σάρκα καὶ χαρίζει σὲ ὅλους τὸ νέο ἔνδυμα: τὸν
ἑαυτό Του: «Ὅσοι γὰρ εἰς Χριστὸν ἐβαπτίσθητε, Χριστὸν ἐνεδύσασθε», λέγει
ὁ Ἀπόστολος Παῦλος. Τὸ ἐν Χριστῷ βάπτισμα ἐνσωματώνει τὸν ἄνθρωπο στὸν
ἴδιο τὸν Κύριο, καθιστώντας αὐτὸν μέλος Ἐκείνου. Ὁ ἐνανθρωπήσας Θεὸς
δηλαδή, ὁ Κύριος, ἐρχόμενος στὸν κόσμο γιὰ τὴ σωτηρία τοῦ κόσμου δίδει
τὴν ἀπόλυτη καὶ ἀποτελεσματικὴ ὤθηση στὸν ἄνθρωπο νὰ σωθεῖ, κάνοντας τον
κομμάτι τοῦ ἐαυτοῦ Του, ἐντάσσοντας τον δηλαδὴ μέσα στὴν ἀνθρώπινη φύση
Του.
Συνεπῶς,
ὅλοι οἱ ἄνθρωποι οἱ ὁποῖοι θὰ πιστέψουν στὸν Χριστὸ καὶ θὰ λάβουν τὸ
Ἱερὸ Βάπτισμα θὰ λάβουν ὡς θεῖο δῶρο ἕνα νέο καὶ φωτεινὸ ἔνδυμα, καθὼς
καὶ τὴν δυνατότητα νὰ κληρονομήσουν τὴν Βασιλεία τοῦ Θεοῦ. Λέγει ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος: «εἰ δὲ τέκνα, καὶ κληρονόμοι, κληρονόμοι μὲν Θεοῦ,
συγκληρονόμοι δὲ Χριστοῦ», καὶ ἡ κληρονομιὰ μᾶς εἶναι ἀκριβῶς αὐτὴ ἡ
στολὴ φωτὸς ποῦ λάβαμε κατὰ τὴν Βάπτισή μας. Τὸ φωτεινὸ ἔνδυμα τῆς
Βαπτίσεως εἶναι ἡ ἐγγύηση τῆς εἰσόδου μας στὸν Παράδεισο, εἶναι ἡ πρώτη
στολή. «Ἀγάλλου ὁ Ἀδάμ, σὺν τῇ Προμήτορι… καὶ γὰρ γυμνοὺς ἰδὼν ὑμᾶς ἐπέφανεν, ἵνα ἐνδύσῃ τὴν πρώτην στολήν. Χριστός ἐφάνη, τὴν πᾶσαν κτίσιν, θέλων ἀνακαινίσαι».
Ἔχουμε
ὅμως καὶ μιὰ ὑποχρέωση: Νὰ διατηροῦμε τὴν λευκὴ στολὴ τοῦ Βαπτίσματος
καθαρὴ καὶ ἄμωμη, ὅπως μᾶς τὴν χάρισε ὁ Χριστὸς κατὰ τὴν στιγμὴ τῆς
Βάπτισης. Νὰ λοιπὸν ποιὸ εἶναι τὸ νόημα τοῦ τελετουργικοῦ τῆς
Χριστιανικῆς Βαπτίσεως: ὅσοι δεχόταν τὸ ἅγιο Βάπτισμα ἀπέβαλαν ὅλα τα
ἐνδύματά τους καὶ ἔτσι γινόταν οἱ τρεῖς τελεῖες καταδύσεις στὰ ὕδατα τὰ
ἁγιασμένα τοῦ Βαπτιστηρίου. Ὕστερα ἐνδύονταν τὴν λευκή, καινούργια
στολή, τὴν στολὴ τοῦ φωτός, τὸν φωτεινὸ χιτῶνα τῆς ἀφθαρσίας. Αὐτὴ ἡ νέα
ἐνδυμασία δίδεται στὸν νέο ἄνθρωπο μετὰ τὴν κατάδυση στὰ ὕδατα τῆς
ζωῆς. Γιατί, τὰ θολὰ καὶ ἀμαυρωμένα νερὰ τοῦ θανάτου μὲ τὸν καθαγιασμό
τους ἀπὸ τὸν Χριστὸ στὸν Ἰορδάνη ποταμὸ γίνονται «ὕδατα ἀλλόμενα εἰς
ζωὴν αἰώνιον».
Ὅταν
ὁ ἴδιος ὁ Χριστὸς βυθίστηκε στὰ ὕδατα τοῦ Ἰορδάνη ἐγκατέλειψε ἐκεῖ τὸν
δερμάτινο χιτῶνα, τὸν φθαρτὸ καὶ μὲ τὴν ἀνάβασή Του ἀπὸ τὰ ἁγιασμένα
νερά, ἀνεβάζει μαζί Του καὶ ὁλόκληρο τὸν κόσμο καὶ βλέπει νὰ ἀνοίγουν
οἱ οὐρανοί, τοὺς ὁποίους ὁ Ἀδὰμ εἶχε κλείσει γιὰ τὸν ἑαυτό του καὶ γιὰ
τοὺς ἀπογόνους του, ὅπως εἶχε κλείσει καὶ μὲ τὴ φλογίνη ρομφαῖα τὸν
παράδεισο. Ἡ τῆς Τριάδος φανέρωσις μαρτυρεῖ ὅτι πλέον οἱ οὐρανοὶ καὶ ὁ
παράδεισος ἀνοίγουν καὶ πάλι γιὰ τὸν ἀνακαινισμένο ἄνθρωπο.
Ἡ
Βάπτιση γίνεται τόπος στὸν ὁποῖο ὁ Χριστὸς ἀφήνει τὴν στολὴ τῆς δόξης
του ἔτσι ὥστε ὁ Ἀδάμ, ὁ ἄνθρωπος, τὸν ὁποῖο ξεγύμνωσε ὁ ὄφις, νὰ
μπορέσει νὰ ἐνδυθεῖ. Ὁ χριστιανὸς ἐνδύεται κατὰ τὴν Βάπτισή του τὴν
στολὴ τὴν φωτεινή, τὴν πρώτη στολή, τῆς δόξης, τὴν ὁποία φοροῦσε ὁ Ἀδὰμ
ὅταν περπατοῦσε ἀνάμεσα στὰ δένδρα τοῦ παραδείσου. Ἡ Βάπτιση γίνεται
λοιπὸν τόπος στὸν ὁποῖο καταστρέφεται ὁ παλαιὸς δερμάτινος χιτῶνας τοῦ
ἀνθρώπου καὶ ἡ ἔνδυση μὲ τὸ πρῶτο ἔνδυμα τοῦ φωτός.
Ὁ
Ἀπόστολος Παῦλος, γράφοντας στοὺς Κολοσσαεῖς προτρέπει καὶ ἐμᾶς:
«ἀπεκδυσάμενοι τὸν παλαιὸν ἄνθρωπον σὺν ταῖς πράξεσιν αὐτοῦ καὶ
ἐνδυσάμενοι τὸν νέον τὸν ἀνακαινούμενον εἰς ἐπίγνωσιν κατ’ εἰκόνα τοῦ
κτίσαντος αὐτόν, Ἐνδύσασθε οὔν, ὡς ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ ἅγιοι καὶ
ἠγαπημένοι, σπλάγχνα οἰκτιρμοῦ, χρηστότητα, ταπεινοφροσύνην, πραότητα,
μακροθυμίαν, ἀνεχόμενοι ἀλλήλων καὶ χαριζόμενοι ἐαυτοῖς ἐὰν τὶς πρὸς
τινὰ ἔχη μομφήν· καθὼς
καὶ ὁ Χριστὸς ἐχαρίσατο ὑμιν, οὕτω καὶ ὑμεῖς». Νὰ λοιπὸν καὶ ἡ νέα μας
ταυτότητα: ἐκλεκτοί τοῦ Θεοῦ, ἅγιοι καὶ ἀγαπημένοι, ἐνδεδυμένοι τὴν
πρώτη στολή.
Σεβασμιώτατε, σεβαστοὶ πατέρες, ἀγαπητοὶ ἀδελφοί,
Κάθε
ἑορτὴ πρέπει νὰ εἶναι γιὰ μᾶς ἕνα συγκλονιστικὸ βίωμα καὶ συγχρόνως
ἕνας ἀναβαθμός, μία ἀνύψωσή μας πρὸς τὸν Θεόν, ἔτσι ὥστε καὶ ὁ σκοπὸς
τῶν ἑορτῶν νὰ ἐκπληρώνεται καὶ ἐμεῖς νὰ τελειοποιηθοῦμε ἐν Χριστῷ καὶ νὰ
ἐνηληκιοθοῦμε πνευματικά, κατὰ τὸν ἅγιο Μάξιμο τὸν Ὁμολογητή.
Ἐμεῖς
δέ, ἄς τιμήσουμε τὴν ἑορτὴν τῆς Θείας Ἑπιφανείας καὶ τοῦ Βαπτίσματος
τοῦ Χριστοῦ μας, καὶ ἃς τὸ ἑορτάσουμε σωστά, μὲ τὸ νὰ χαιρόμαστε
πνευματικὰ ὡς ἐκλεκτοὶ καὶ φίλοι ἀγαπημένοι Ἐκείνου.
Πῶς
δὲ θὰ χαροῦμε; «Λουσθεῖτε μὲ τὰ ἁγιασμένα ὕδατα τοῦ Ἰορδάνη ποταμοῦ καὶ
μὲ τα δάκρυα τῆς μετανοίας γιὰ νὰ καθαρισθεῖτε καὶ νὰ ἀποβάλετε τὴν
παλαιὰ στολή, τὸν δερμάτινο χιτῶνα, καὶ τὸ ἔνδυμα τῆς ἁμαρτίας» μᾶς
προτρέπει ὁ ἅγιος Γρηγόριος ὁ Θεολόγος.
Ἂν
μὲν κατανοήσουμε ὅτι ἀμαυρώσαμε τὴν λευκὴ καὶ φωτεινὴ στολὴ τῆς ψυχῆς
μας μὲ τὶς ἁμαρτίες καὶ τὶς παρανομίες μας, τότε, ἄς τὴν ξεπλύνουμε μὲ
τὰ δάκυρα τῆς μετανοίας γιὰ νὰ γίνει καὶ πάλι στολὴ καθαρὴ καὶ λευκὴ σὰν
τὸ χιόνι. Ἂν δὲ λερώσαμε τὶς ψυχές μας μὲ τὰ αἵματα τῆς ἀδικίας,
τότε ἄς προσπαθήσουμε νὰ ἐπαναφέρουμε τοὺς ἑαυτούς μας, ἔστω καὶ στὴ
λευκότητα τοῦ μαλλιοῦ.
Πάντως,
ἔχουμε χρέος νὰ ἀγωνιστοῦμε νὰ διαφυλάσσουμε ἄμωμη τὴν στολὴ τῆς ψυχῆς
μας, ἐπειδὴ μὲ τίποτε ἄλλο δὲν χαίρεται τόσο πολὺ ὁ Θεός, ὅσο μὲ τὴ
διόρθωση καὶ τὴ σωτηρία τοῦ ἀνθρώπου, γιὰ χάρη τοῦ ὁποίου ἔχουν λεχθεῖ
τὰ πάντα καὶ ἔχουν δοθεῖ ὅλα τα μυστήρια.
Ἐμεῖς
οἱ χριστιανοί, πρέπει νὰ γίνουμε ξανὰ φωτεινὰ ἀστέρια γιὰ τὸν κόσμο τοῦ
21ου αἰῶνα καὶ δύναμη ζωτικὴ γιὰ τοὺς ἄλλους ἀνθρώπους. Πρέπει νὰ
παρουσιασθοῦμε σὰν τέλεια φῶτα στὸ Μεγάλο Φῶς, καὶ νὰ Τὸν μιμηθοῦμε στὴ
φωταγωγία ποῦ πηγάζει ἀπὸ Αὐτόν, παίρνοντας φῶς καθαρότερο καὶ
δυνατότερο ἀπὸ τὴν Ἁγία Τριάδα, τῆς ὁποίας σήμερα ἔχουμε ὑποδεχτεῖ τὴν
μία αὐγὴ ἀπὸ τὴν μία θεότητα, στὸ πρόσωπο τοῦ Ἰησοῦ Χριστοῦ τοῦ Κυρίου
μας, στὸν ὁποῖον ἀνήκει ἡ δόξα καὶ ἡ ἐξουσία στοὺς αἰῶνες τῶν αἰώνων.
Ἀμήν.