π. Γεωργίου Δορμπαράκη
Κανονικά την ευχή!Τους είδε να μπαίνουν στον ναό και χάρηκε πολύ. Είχαν παρακαλέσει να τους δει κάποια ιδιαίτερη ώρα που θα μπορούσαν κι εκείνοι και αυτός, και πράγματι ήταν συνεπείς. Σταυροκοπήθηκαν όλοι τους: ο πατέρας, η μάνα, η κόρη τους η δεκάχρονη, κι ο μικρός τους γιος, ο Νικολάκης, πέντε ετών. Έριξαν κάτι στο παγκάρι και άναψαν κερί. Έψαξαν ένα γύρω για τον ιερέα, κι εκείνος που τους έβλεπε από τον σολέα τους φώναξε: «Εδώ είμαι, έρχομαι αμέσως».
Τους αγκάλιασε όλους, έναν έναν ξεχωριστά. Περισσότερο στάθηκε στο μικρό αγόρι. «Νίκο μου, τι κάνεις; Καλά είσαι; Άρχισες το σχολείο;»
Ο μικρός Νίκος, με τη ντροπαλότητα του μικρού παιδιού, έσκυψε το κεφάλι κάτω και μαζεύτηκε γύρω από το πόδι του πατέρα του. «Πάω στο νήπιο. Του χρόνου θα πάω στην Πρώτη».
«Μπράβο, αγόρι μου. Μεγάλωσες πια. Έγινες κοτζάμ άντρας», είπε ο ιερέας και χαμογέλασε πλατιά. Ρώτησε και για τους υπόλοιπους και κατευθύνθηκε στο εξομολογητάρι. Άναψε το καντηλάκι με προσοχή, φόρεσε το πετραχήλι του και ξεκίνησε μία μικρή ακολουθία. Έπειτα, ένας ένας μπήκαν για την προγραμματισμένη εξομολόγησή τους.
«Πάτερ», είπε ο πατέρας στο τέλος. Θέλει να εξομολογηθεί και ο Νικολάκης. Όχι όπως τις άλλες φορές, με ανοικτή την πόρτα. Κανονικά, μέσα στο εξομολογητάρι. Ζηλεύει που βλέπει όλους μας να ερχόμαστε και…καταλαβαίνετε!»
«Βεβαίως, βεβαίως», είπε χαμογελώντας ο ιερέας. «Έλα, Νίκο μου, κι εσύ».
Ο μικρός κάθισε στην καρέκλα με τη βοήθεια του ιερέα, κάθισε κι ο ιερέας. Κοίταξε το αγοράκι κι ήταν σαν να έβλεπε έναν άγγελο. Θυμήθηκε παλιά τα τετράδια του σχολείου, και μάλιστα εκείνο που είχε ως εξώφυλλο ένα μικρό παιδί και από πάνω του να στέκει ένας λευκοφορεμένος άγγελος και να το προστατεύει. «Κάπως έτσι είναι και τώρα», σκέφτηκε. «Άγιε άγγελε, φύλαγε πάντοτε το παιδάκι αυτό και κατεύθυνε τα διαβήματά του στον ίσιο δρόμο».
«Λοιπόν, Νικολάκη μου; Έχεις κάτι να εξομολογηθείς; Μου είπε ο μπαμπάς σου ότι ήθελες να βρεθείς κι εσύ μόνος μέσα στο εξομολογητάρι. Λοιπόν; Μήπως θέλεις κάτι να σε ρωτήσω εγώ;»
«Ρωτήστε με», είπε το παιδί σιγανά.
«Προσευχούλα κάνεις; Αγαπάς τον Χριστό μας; Ακούς τον πατέρα σου, τη μητέρα σου; Μήπως μαλώνεις με την αδελφή σου;»
Το παιδί ανάλογα έγνεφε ναι ή όχι. «Πάντοτε, Νίκο μου, να θυμάσαι την προσευχή σου», είπε στοργικά ο παπάς. «Να σκέφτεσαι πόσο πολύ μας αγαπάει ο Χριστός μας, που Τον βλέπεις τώρα μπροστά σου πάνω στο σταυρό. Αγαπάει τον καθένα μας πάρα πολύ, κι εσένα ακόμη πιο πολύ, γιατί είσαι μικρό παιδάκι και θέλεις να Του μοιάσεις».
Το παιδάκι άκουγε και φαινόταν να ρουφά τα λόγια του ιερέα, τα οποία βεβαίως δεν τα άκουγε για πρώτη φορά. Κάθε φορά που ερχόταν με τους γονείς του, ο ιερέας φρόντιζε να του τα επαναλαμβάνει.
«Λοιπόν, Νίκο μου. Σκέφτεσαι κάτι άλλο; Σε βλέπω ότι κάτι θέλεις να πεις. Είναι έτσι;»
«Ναι, πάτερ», είπε το μικρό αγόρι. «Θέλω κάτι να πω».
«Τι, καρδούλα μου;»
Ο μικρός κοντοστάθηκε. Κι έπειτα με αποφασιστικό λόγο είπε: «Πάτερ ημών, ο εν τοις ουρανοίς, αγιασθήτω το όνομά σου, ελθέτω η βασιλεία σου…».
Ο ιερέας χαμογέλασε αλλά και συγκινήθηκε με την αγνή ψυχούλα του μικρού Νίκου. «Ένας πράγματι μικρός άγγελος», ψιθύρισε.
«Έλα, Νίκο μου, να σου διαβάσω και ευχή», είπε ο ιερέας.
Ο μικρός σηκώθηκε και έσκυψε κάτω από το πετραχήλι. Ο ιερέας κάτι άρχισε να μουρμουράει σαν ευχή. Αλλά ο μικρός δεν…έπαιζε! Παραμέρισε λίγο το πετραχήλι, κοίταξε τον παπά και του είπε σοβαρά: «Κανονικά την ευχή»!