π. λίβυος
Σε είδα μες στα λασπόνερα μια παγωμένη νύχτα του Γενάρη. Έρημη σε απόγνωση, γεμάτη λάθη. Άνθρωπος δεν υπήρχε δίπλα σου. Είχαν φύγει όλοι, μαζί κι ο εαυτός σου. Ίσως πρώτος αυτός απ όλους. «Δεν μπορώ άλλο πάτερ», κατάφερες να ξεστομίσεις.
«Κάνω διαρκώς τα ίδια λάθη. Ξέρω το σωστό μα μια δύναμη εντός μου, με τραβάει στο πάθος και το λάθος. Τα επιλέγουμε τελικά πατέρα μου, τα πάθη ή μας επιλέγουν; Από την μέρα που γεννήθηκα θυμάμαι να παλεύω για να ανασάνω. Να γδέρνομαι για να επιβιώσω. Να μάχομαι να κρατηθώ σε αυτό που ονομάζουμε ζωή. Γιατί; Άραγε γιατί; Για πόσο ακόμη πάτερ μου θα παλεύω με την αόρατη πληγή; Με την λαβωματιά εκείνη που δεν κατοικεί στο σώμα μου μα όμως τρυπάει το μυαλό και τα σώθηκα μου; Χρόνια ψάχνω σπιθαμή προς σπιθαμή την σάρκα μου, την γύμνωσα, την άφησα ερειπωμένη, μα πληγή δεν βρήκα. Τι με πονάει πάτερ; Που είναι αυτή η λαβωματιά να την θεραπεύσω;
Ησύχασε, δεν θα την βρεις. Είναι αδιόρατη, βαθιά, δεν την ακουμπάει η ματιά. Μην την φοβίζεις άλλο την ψυχή σου μην τρομάζεις. Μην απαιτείς πολλά. Κι αυτά που δε μπορεί να κάνει μην ζητάς. Κάτσε λιγάκι δίπλα της, μην της φωνάζεις, μην αντιδράς και την πιέζεις. Πες της πως την αγαπάς, αγκάλιασε την. Και αποδέξου την πληγή. Πάψε να θες να φύγει, να χαθεί να σε εγκαταλείψει. Η πιο μεγάλη προίκα σου είναι αυτή κι ας σε φοβίζει. Άλλωστε αυτά που μας φοβίζουν πάντα κρύβουν μια αλήθεια που αρνούμαστε να ακούσουμε. Τόσα χρόνια ψάχνεις λύσεις, ζητάς ερμηνείες, την απάντηση σε ένα γιατί που όλο και μακραίνει. Αλήθεια δεν κουράστηκες να ζητάς απαντήσεις σε μια ζωή που μόνο ερωτήματα έχει; Πάψε. Ησύχασε. Άφησε μια φορά να σου μιλήσει, να ακουστεί, να μαρτυρήσει τα ανείπωτα θαμμένα εκείνα… Με το θόρυβο δεν κρύβονται οι πληγές, ουρλιάζουν πιο πολύ για ν’ ακουστούν….