Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἦλθε σὲ φιλονικία μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἀταξία, καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μὲ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νὰ ἁρπάξουν αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τὸν Μωαμεθανισμό, ἀλλὰ ἀργότερα μετανόησε γιὰ τὴν ἀσεβὴ αὐτὴ πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Μανασσῆ. Στὴν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τὸν πνευματικὸ Νικηφόρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στὴν συνέχεια, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μὲ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, στὴν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀμέσως μετὰ ἔλαβε λάδι ἀπὸ τὶς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καὶ ἀφοῦ προσκύνησε σὲ κάποιο ναὸ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἐξῆλθε στοὺς δρόμους ἐπιζητώντας τὴν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ὡς μόνο ἀληθινὸ Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή. Ἦταν τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καὶ ὥρα ἐνάτη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν θάλασσα.
Τρίτη 3 Ιανουαρίου 2017
Την 4ην του μηνός Ιανουαρίου, Ἅγιος Ὀνούφριος ὁ Ὁσιομάρτυρας ὁ Νέος ὁ ἐν Χίῳ.
Σὲ ἡλικία ὀκτὼ ἐτῶν ἦλθε σὲ φιλονικία μὲ τοὺς γονεῖς του, ἐπειδὴ τὸν ἔδειραν γιὰ κάποια ἀταξία, καὶ τοὺς ἀπείλησε ὅτι θὰ γίνει Τοῦρκος. Μὲ μύριους κόπους κατόρθωσαν οἱ γονεῖς του νὰ ἁρπάξουν αὐτὸν ἀπὸ τὰ χέρια τῶν Τούρκων, πρὸς ἀποφυγὴν τῆς περιτομῆς. Φαίνεται ὅμως ὅτι ἀσπάσθηκε τὸν Μωαμεθανισμό, ἀλλὰ ἀργότερα μετανόησε γιὰ τὴν ἀσεβὴ αὐτὴ πράξη. Γι’ αὐτὸ καὶ πῆγε στὴν Μονὴ Χιλανδαρίου τοῦ Ἁγίου Ὄρους, ὅπου καὶ ἐκάρη μοναχός, μετονομασθεὶς σὲ Μανασσῆ. Στὴν συνέχεια ἐχειροτονήθηκε Διάκονος καὶ ζοῦσε ἀσκητικὸ βίο. Ἐπιθυμώντας νὰ ἐπανορθώσει γιὰ τὸ προηγούμενο μέγα του ἁμάρτημα, αὐτὸ τῆς ἀλλαξοπιστίας, ἐπιζητοῦσε τὸν μαρτυρικὸ θάνατο ὑπὲρ τοῦ Χριστοῦ. Ἀφοῦ ἦλθε στὴν Σκήτη τοῦ Τιμίου Προδρόμου, βρῆκε τὸν πνευματικὸ Νικηφόρο καὶ τὸν παρακάλεσε νὰ τὸν ἑτοιμάσει γιὰ τὸ μαρτύριο. Μετὰ τέσσερις μῆνες πνευματικῆς δοκιμασίας ἔγινε μεγαλόσχημος μοναχὸς καὶ ὀνομάσθηκε Ὀνούφριος. Στὴν συνέχεια, σὲ ἡλικία τριάντα δύο ἐτῶν, μετέβη, μὲ συνοδίτη κάποιον Γρηγόριο ποὺ καταγόταν ἀπὸ τὴν Πελοπόννησο, στὴν Χίο, ὅπου παρέμεινε ἑπτὰ ἡμέρες μὲ νηστεία καὶ προσευχή. Ἀμέσως μετὰ ἔλαβε λάδι ἀπὸ τὶς κανδῆλες τῶν Ἁγίων καὶ ἀφοῦ προσκύνησε σὲ κάποιο ναὸ τὰ ἱερὰ λείψανα Ἁγίων καὶ Νεομαρτύρων, ἐνδύθηκε τὰ ἐνδύματα τῶν Ἀγαρηνῶν καὶ ἐξῆλθε στοὺς δρόμους ἐπιζητώντας τὴν εὐκαιρία τοῦ μαρτυρίου. Ἐνώπιον τῶν ἀρχῶν ὁμολόγησε τὴν πίστη του καὶ ἐκήρυξε τὸν Χριστὸ ὡς μόνο ἀληθινὸ Θεό. Τότε οἱ Τούρκοι τὸν συνέλαβαν καὶ μετὰ ἀπὸ πολλὰ βασανιστήρια τοῦ ἀπέκοψαν τὴν τιμία κεφαλή. Ἦταν τὸ ἔτος 1818, ἡμέρα Παρασκευή, καὶ ὥρα ἐνάτη. Τὸ ἱερὸ λείψανο τοῦ Μάρτυρος καὶ τὸ ματωμένο χῶμα τοῦ εὐλογημένου τόπου τοῦ μαρτυρίου του ἐρρίφθη ἀπὸ τοὺς Τούρκους στὴν θάλασσα.