Γράφει ο Φώτης Μιχαήλ, ιατρός
Ως
γνωστόν, σύνοδοι
συγκροτούνταν πάντοτε με αφορμή την διατάραξη της ειρήνης του πληρώματος της
Εκκλησίας, λόγω της εμφάνισης και της διάδοσης κάποιας αιρέσεως.(1)
Πώς, λοιπόν, ο λαός μας ο πιστός να
αναγνωρίσει την αναγκαιότητα της ‘’αγίας και μεγάλης συνόδου’’, η οποία ούτε
επεσήμανε ούτε και καταδίκασε κάποια αίρεση;
Πώς οι φιλότιμοι παπάδες μας και ο
απλός πιστός ελληνικός λαός να πούνε το ‘’ναι’’σε αποφάσεις μιας συνόδου, που
αντί να καταδικάσει τις αιρέσεις, τις ονόμασε ‘’εκκλησίες’’ και αντί να
αναθεματίσει τους αιρετικούς, τους έβαλε και κάθισαν σε θέσεις τιμητικές, όχι
μονάχα μέσα στην αίθουσα των συνεδριάσεων, αλλά και μέσα στην Θεία Λειτουργία,
ημέρα της Πεντηκοστής;(2)
Το
πλήρωμα της
Εκκλησίας δεν εφησυχάζει, όπως διακαώς θα επιθυμούσαν μερικοί. Το πλήρωμα της
Εκκλησίας αγρυπνεί. Και για την επαγρύπνηση αυτή, όλως παραδόξως, φρόντισαν οι
ίδιοι οι διοργανωτές του Κολυμπαρίου!(3)
Ο
δογματικός
ενδοτισμός και η εκκλησιολογική μειοδοσία της ‘’συνόδου’’ της Κρήτης, αντί να
καταστούν εργαλείο στα χέρια των οικουμενιστών, τελικά με την Χάρι του Θεού,
λειτούργησαν εντελώς αντίθετα: Αφ’ ενός μεν ξύπνησαν τις μισοναρκωμένες
συνειδήσεις των Πιστών, αφ’ ετέρου δε,
αποκάλυψαν το πραγματικό φρόνημα ενός εκάστου των μελών της αρχιερατικής
αυτής συνάξεως.(4)
Οι
αποφάσεις
οποιασδήποτε συνόδου δεν επιβάλλονται διά της βίας, ούτε και εφαρμόζονται με
αποκλειστική αρμοδιότητα των επισκόπων. ‘’Έσχατος κριτής της ορθότητας και της
εγκυρότητας των αποφάσεων των Συνόδων είναι το πλήρωμα της Εκκλησίας. Οι
κληρικοί, οι μοναχοί και ο πιστός λαός του Θεού’’.(5)
Είναι
εντελώς ξένο προς την Ορθόδοξη παράδοση, να λένε ιερωμένοι στα πνευματικά τους
παιδιά, ότι τάχα τα κείμενα και οι αποφάσεις της ‘’αγίας και μεγάλης συνόδου’’
δεν τους αφορούν και ότι δεν είναι δουλειά δική τους, να ασχολούνται με τα
θέματα αυτά.
Οι
κάθε λογής
υπονομευτές της πολυτίμητης Ορθοδοξίας μας, με αφορμή τα γεγονότα της
‘’συνόδου’’ της Κρήτης, κατάλαβαν πολύ καλά, ότι σε θέματα σχέσεων με τους
αιρετικούς, το πλήρωμα της Εκκλησίας δεν πείθεται από ‘’θεολογικές ορθότητες’’
ούτε από αγαπολογίες δυτικής κοπής.
Γνωμοδοτείται μονάχα από
αγιασμένους και φωτισμένους Πατέρες, δοχεία του Αγίου Πνεύματος, που
προπορεύονται και το οδηγούν. Μονάχα οι Άγιοι μπορούν και υψώνονται, ως οδοδείκτες του πληρώματος της
Εκκλησίας μας, απέναντι στην μανία των αιρετικών.
Η παρακαταθήκη, για παράδειγμα, του
αγίου γέροντα και μάρτυρα Ανατολίου της Όπτινα (+1922) δεν αφήνει περιθώρια
αμφιταλάντευσης: ‘’Μη φοβηθείτε θλίψεις, μάλλον να φοβηθείτε
την ολέθρια αίρεση, διότι μας γυμνώνει από τη Χάρη και μας απομονώνει από τον
Χριστό’’.
Όπως
επίσης και ο Άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, επίσκοπος Λητής και Ρεντίνης. Για
κάθε πιστό και προπαντός για κάθε αξιωματούχο ιερωμένο, σε θέματα σχέσεων με
τους αιρετικούς, ο άγιος αυτός επίσκοπος αναδεικνύεται με την ζωή του, γνώμονας
ασφαλής, ανόθευτος και ακέραιος.
Ο άγιος Δαμασκηνός ο Στουδίτης, ως
απεσταλμένος του Πατριαρχείου μας, πολέμησε σκληρά επί εφτά ολόκληρα χρόνια,
για να σώσει τον λαό της Μικράς Ρωσίας (της σημερινής Ουκρανίας) από τις
κακοδοξίες του παπισμού. Και τα κατάφερε. Με την βοήθεια του Θεού, κατατρόπωσε
τους μισσιοναρίους του πάπα και έφερε σε πέρας την αποστολή του.(6)
Ο
άγιος Δαμασκηνός ο
Στουδίτης, το ‘’κλέος των Ελλήνων’’, με την δράση του και τα συγγράμματά του,
μας δίδαξε τρία πράγματα, εξόχως επίκαιρα:
Πρώτον, ότι ο παπισμός είναι αίρεση. Γι’
αυτό και τον πολέμησε με ζήλο.
Δεύτερον, ότι ο πάπας δεν πρόκειται για
‘’αδελφή εκκλησία’’, ούτε για ‘’κλάδο της εκκλησίας’’, ούτε και συνιστά ‘’τον
άλλο πνεύμονα της Μίας Εκκλησίας’’. Γι’ αυτό και δεν συνδιαλέχθηκε ούτε στιγμή μαζί
του.
Και τρίτον, ότι στις επιθέσεις των
αιρετικώνδεν καθόμαστε με τα χέρια σταυρωμένα και τα στόματα κλειστά.
Αγωνιζόμαστε με φιλότιμο εκεί, όπου έταξε τον καθένα μας ο καλός μας Θεός. Στην
οικογένεια, στον χώρο εργασίας, στην ενορία, στην Μητρόπολη, στην Ιεραρχία. Οι
ποιμένες, ως ευρισκόμενοι σε κατάσταση φωτισμού, προπορεύονται σε αυτόν τον
αγώνα και δίνουν το παράδειγμα.
Συμπέρασμα:
Τα πράγματα για
εμάς τους Ορθοδόξους, σε ότι αφορά σε κάποιες ανίερες αποφάσεις της ‘’συνόδου’’
της Κρήτης, είναι ξεκάθαρα:
Ἤ υπακούμε, ως οφείλουμε, στους
Ιερούς Κανόνες και στους Αγίους Πατέρες μας και μιμούμαστε εν προκειμένω τον
άγιο Μάρκο τον Ευγενικό ἤ γινόμαστε ένα με τους αιρετικούς και χάνουμε την ψυχή
μας μια για πάντα.(7,8)
ΠΑΡΑΠΟΜΠΕΣ: